Με τα βίντεο που ήρθαν προχθές στη δημοσιότητα, το θέμα των Τεμπών φαίνεται να κλείνει τουλάχιστον ως προς τη θεωρία ότι το τρένο μετέφερε παράνομα εύφλεκτες ύλες που προκάλεσαν την έκρηξη και σκότωσε όσους άτυχους ανθρώπους είχαν μείνει ζωντανοί από τη σύγκρουση. Και που αν συνέβαινε, οι άνθρωποι αυτοί θα ήταν ασφαλώς διπλά άτυχοι.
Και χωρίς παράνομο φορτίο δεν υπάρχει φυσικά ούτε «μπάζωμα», ούτε «συγκάλυψη».
Γιατί τι συμφέρον θα είχε να συγκαλύψει κανείς κάτι το οποίο ήταν θέμα χρόνου να αποδειχθεί αναληθές; Και πώς άραγε τεκμαίρεται ότι αυτός ο κάποιος είχε και «δόλο»;
Η ιστορία των Τεμπών ήταν πάντως διδακτική και ανέδειξε τις παθογένειες κράτους αλλά και κοινωνίας.
Αντί να επικρατήσει ψυχραιμία και λογική, αντί να αναλυθούν εξαντλητικά τα αίτια της τραγωδίας και να ληφθούν τα μέτρα εκείνα που θα κάνουν τα τραίνα πιο ασφαλή, επικράτησε τοξικότητα, πολιτική σπέκουλα, κατηγορίες για «δολοφόνους», κραυγές και κατάρες.
Αντί τα Τέμπη να ιδωθούν απ’ όλους σαν μια ευκαιρία για τη συνολική αναδιάρθρωση του δημόσιου τομέα με καθολική επιβολή της αξιολόγησης, της αξιοκρατίας και της λογοδοσίας, ειδώθηκαν σαν την τέλεια ευκαιρία να απαλλαγούν κάποιοι απ’ τον Μητσοτάκη.
Και μέσα σε όλο αυτό το δυστοπικό σκηνικό, ψέματα ανακατεμένα με αλήθειες που δημιούργησαν μια αρρωστημένη ατμόσφαιρα μιζέριας, διχασμού και ανορθολογισμού, να πλανάται τα τελευταία δυο χρόνια πάνω από τη χώρα.
Σύμπτωμα ανώριμων κοινωνιών αλλά και κραυγαλέας παρακμής του πολιτικού συστήματος.
Αλλά η κατάρρευση των τερατωδών ψεμάτων και των θεωριών συνωμοσίας καθόλου βέβαια δεν απαλλάσσει και την κυβέρνηση από τα δικά της λάθη, τις αστοχίες και τις αβελτηρίες. Που εδώ που τα λέμε δεν ήταν και λίγα.
Αντί να συσταθεί εξ αρχής μια επιτροπή διαχείρισης κρίσεων αλλά και μια ανεξάρτητη επιτροπή εμπειρογνωμόνων για τη διερεύνηση του δυστυχήματος, υπήρξε εφησυχασμός και χάθηκε πολύτιμος χρόνος. Βοήθησε βέβαια σ ’αυτό και η διπλή εκλογική νίκη λίγους μήνες μετά, όταν και θεωρήθηκε ότι το θέμα περίπου ξεχάστηκε.
Τα Τέμπη σιγόβραζαν όμως στην κοινωνία και ήταν θέμα χρόνου το πότε θα γινόταν η έκρηξη.
Αντί να υπάρξει συνετή και επαρκής επικοινωνιακή διαχείριση, υπήρξε χασμωδία και άστοχες δηλώσεις υπουργών και παραγόντων. Να θυμηθούμε μερικές:
«Έχουμε βαρεθεί να ζητάμε συγνώμη», «ποιος ασχολείται με την εξεταστική; », «καλώς η κακώς εκεί υπήρξαν νεκροί », «η εξεταστική μας επιτροπή είναι γουρλίδικη, δυο από τα μέλη της διορίστηκαν υπουργοί ».
Αντί να υπάρξει εξ αρχής σοβαρή αντίκρουση των θεωριών συνωμοσίας, υπήρξε αδράνεια και αφέθηκαν αυτές να διαδίδονται ανεξέλεγκτα ώσπου έγιναν κτήμα της πλειοψηφίας της κοινωνίας.
Τέλος, αντί να υπάρξει σοβαρή στελέχωση της εξεταστικής επιτροπής, διορίστηκε εκεί ένας εριστικός και ακατάλληλος επικεφαλής που τα έκανε μπάχαλο, κλείνοντας άρον - άρον τις εργασίες της και δίνοντας πράγματι την εντύπωση ότι υπήρχαν σκοτεινές πτυχές που έπρεπε να συγκαλυφθούν.
Ακόμα και ο Μητσοτάκης ο ίδιος σε μια στιγμή γενναίας αυτοκριτικής, παραδέχθηκε άλλωστε ότι «δεν ήταν η καλύτερη στιγμή της Βουλής η εξεταστική»
Ανεξάρτητα πάντως απ’ αυτό, η εργαλειοποίηση του θέματος υπήρξε απεχθής και αποκρουστική.
Υπήρξε πολιτικός της αντιπολίτευσης που έφτασε να δηλώσει μέχρι και ότι οι διαδηλώσεις για τα Τέμπη ήταν «ένα Λαϊκό Μέτωπο από τα κάτω που αναζητά να συναντηθεί με ένα Λαϊκό Μέτωπο από τα πάνω…». Η απόλυτη παράνοια δε θα μπορούσε ασφαλώς να είχε περιγράφει καλύτερα.
Τα ψέματα λοιπόν τελείωσαν, η ζημιά όμως στην κοινωνία δυστυχώς έγινε.
Η εμπιστοσύνη στους θεσμούς διαβρώθηκε και ο λεκές της δήθεν συγκάλυψης παρέμεινε ανεξίτηλος.
Οι 8 στους 10 δεν εμπιστεύονται πια τη Δικαιοσύνη.
Και οι 7 στους 10 είναι απολύτως σίγουροι ότι υπήρξαν σκοτεινές πτυχές και συγκάλυψη.
Και όλα αυτά ανεξαρτήτως πολιτικών πιστεύω των ερωτηθέντων.
Ποιος θα πληρώσει τώρα για το νέφος τοξικότητας που πλανάται πάνω από τη χώρα εδώ και δυο χρόνια ; Ποιος θα απολογηθεί που σπίλωσε άδικα ανθρώπους και συνειδήσεις ;
Ποιος θα πει μια συγνώμη για το «δολοφόνε Μητσοτάκη παραιτήσου»;
Ποιος θα σκεφτεί τις συνέπειες που μια κοινωνία οδηγήθηκε σε συλλογική παράνοια;
Γιατί μόνο παρανοϊκοί θα πίστευαν ότι ο Μητσοτάκης θα έπαιζε το κεφάλι του και τις τύχες της κυβέρνησής του κορώνα - γράμματα για να προστατεύσει έναν λαθρέμπορο καυσίμων.
Και τέλος, ποιος θα αναλάβει τις ευθύνες του που η χώρα αυτή υπέστη πλήγμα διεθνώς ως ένα ανάλγητο κράτος που σκοτώνει τα παιδιά του και καλύπτει λαθρέμπορους και μαφιόζους ;
Κανείς φυσικά.
Γιατί στην Ελλάδα ζούμε και η γενναιότητα είναι άγνωστη λέξη. Και η συκοφαντία, κανόνας.
Ας ελπίσουμε ότι σε πέντε γενιές από τώρα θα έχουμε παραδώσει μια καλύτερη χώρα και μια καλύτερη κοινωνία. Μια κοινωνία χωρίς ανορθολογισμό, χωρίς αρρωστημένες εμμονές και απαλλαγμένη από φαντασιακά κατασκευάσματα.
Αλλά αυτό προϋποθέτει πολιτισμό και παιδεία. Και προς το παρόν δε διαθέτουμε τίποτα από τα δύο. Και σίγουρα πάντως όχι στον βαθμό που θα θέλαμε.