Χωρίς διάθεση κατευνασμού αλλά με στόχο τη συντήρηση του κλίματος, αποκατάσταση επικοινωνίας κι αποφυγή εντάσεων, η κυβέρνηση προετοιμάζεται για τη δύσκολη επίσκεψη του Τ. Ερντογάν στην Αθήνα στις 7 Δεκεμβρίου. Την πρώτη επίσκεψη του στην Ελλάδα μετά από την επεισοδιακή επίσκεψη το 2017, όταν στην επικαιρότητα ήταν η απαίτηση του Τούρκου προέδρου για αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης και συνδύασε την παρουσία του στη χώρα μας με επίσκεψη και στους «ομογενείς» του στη Θράκη.
Η Αθήνα πάντως οφείλει να λάβει υπόψη της το μήνυμα που έστειλε η Άγκυρα μέσω της συνέντευξης του στενού συνεργάτη του Τούρκου προέδρου και επικεφαλής επικοινωνίας της τουρκικής προεδρίας Φ. Αλτούν (συνέντευξη στα ΝΕΑ). Ο κ. Αλτούν επαναλαμβάνει αυτό που αρκετές φορές δηλώνει ο Τ. Ερντογάν: να τα βρούμε μεταξύ μας χωρίς ανάμειξη τρίτων.
Αυτό εξάλλου ήταν και η αφορμή που βρήκε ο Τούρκος πρόεδρος το 2022, θεωρώντας ότι η ομιλία του Κυρ. Μητσοτάκη στο Κογκρέσο «έσπαγε» τη συμφωνία στη συνάντηση του Βοσπόρου, για διμερή διάλογο χωρίς εμπλοκή τρίτων για να ξεκινήσει το μπαράζ απειλών και επιθετικών ενεργειών το 2022.
Ουσιαστικά η Τουρκία απαιτεί από την Ελλάδα να εγκαταλείψει όλα τα διπλωματικά και μη εφόδια που της προσφέρει η συμμετοχή της στην Ε.Ε., η στρατηγική σχέση της με τις ΗΠΑ και τη Γαλλία και οι καλές σχέσεις της με την Αίγυπτο προκειμένου να μπει «γυμνή» σε έναν διάλογο με την Τουρκία η οποία φυσικά θα είναι από θέση ισχύος.
Και αυτό θα πρέπει να το ξεκαθαρίσει εγκαίρως η ελληνική κυβέρνηση ότι δεν μπορεί και δεν πρόκειται να συμβεί.
Ο Τ. Ερντογάν επανειλημμένα έχει κατηγορήσει την Ε.Ε. ότι «σύρεται από την Ελλάδα και την Κύπρο» ενώ ανοικτά έχει εναντιωθεί στην ανάπτυξη της στρατηγικής σχέσης της Ελλάδας με τις ΗΠΑ και στην αύξηση του στρατιωτικού αποτυπώματος των Αμερικανών στην Ελλάδα.
Συγχρόνως η Αθήνα θα πρέπει να αποφύγει την παγίδα, να χρησιμοποιηθεί αυτή η προσωρινή προς το παρόν «ανακωχή» στο Αιγαίο και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, ως το χαρτί του Τ. Ερντογάν για να εξωραΐσει την εικόνα της χώρας του και να παρακάμψει τα εμπόδια που έχει ορθώσει ο δομικός αναθεωρητισμός εναντίον της Ελλάδας και στην Ανατολική Μεσόγειο, τόσο στην ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας αλλά και στις σχέσεις του με το Κογκρέσο.
Η επίσκεψη αυτή έρχεται μετά από την πιο μακρά περίοδο μη έντασης στις ελληνοτουρκικές σχέσεις τα τελευταία χρόνια, που ακολούθησε τους σεισμούς του Φεβρουαρίου και το σοκ που υπέστη τότε η Τουρκία, που την οδήγησαν για λόγους που είναι γνωστοί να ξεκινήσει μια εκστρατεία για το κλείσιμο μετώπων με περιφερειακές δυνάμεις όπως τα ΗΑΕ, τη Σ. Αραβία και την Αίγυπτο αλλά και την Ελλάδα.
Βεβαίως, αυτή είναι η μια εικόνα του Τ. Ερντογάν, καθώς την ίδια περίοδο έχει επιδοθεί σε έναν αντιδυτικό παροξυσμό ο οποίος κορυφώθηκε με τον Πόλεμο της Γάζας. Ο τρόπος, με τον οποίο ο Ερντογάν χειρίζεται την κρίση στη Γάζα υποκρύπτει έναν ιστορικό αναθεωρητισμό καθώς καθημερινά επιχειρεί να νομιμοποιήσει τον ρόλο του στην κρίση όχι μόνο λόγω του «μεγέθους» της Τουρκίας αλλά και επειδή η Παλαιστίνη αποτέλεσε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η Αθήνα δεν δείχνει να έχει ψευδαισθήσεις για το μέχρι που μπορεί να οδηγήσει αυτή η περίοδος μη έντασης με την Τουρκία.
Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή θεώρησε ότι δεν πρέπει να αφήσει ανεκμετάλλευτη την ευκαιρία για την έναρξη μιας διαδικασίας η οποία ακόμη κι αν δεν λύνει προβλήματα θα μπορεί να εκτονώνει εντάσεις και να αποτρέπει κρίσεις.
Εξάλλου θα ήταν προβληματικό σε μια τέτοια περίοδο περιφερειακών εντάσεων η Αθήνα να έκλεινε την πόρτα σε μια συζήτηση για την ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία, μετά από μια μακρά περίοδο υψηλής έντασης που έφερε τις δυο χώρες στα πρόθυρα θερμού επεισοδίου.
Από μόνη της η επίσκεψη και οι συνομιλίες που θα έχουν οι δυο πλευρές στην Αθήνα δεν συνιστούν φυσικά ούτε παραχωρήσεις προς την Τουρκία ούτε κινήσεις κατευνασμού εφόσον δεν συνδέονται ούτε συνοδεύονται από την οποιαδήποτε διολίσθηση από τις σταθερές ελληνικές θέσεις.
Τα πρώτα δείγματα γραφής με τον διάλογο για θετική ατζέντα και τα ΜΟΕ δείχνουν ότι οι δυο πλευρές θέτουν πολύ χαμηλά τον πήχη με μέτρα και συμφωνίες ουδέτερες πολιτικά. Ειδικά στα ΜΟΕ μάλιστα αποφεύχθηκε κάθε συζήτηση στρατιωτικών Μέτρων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην έγερση εκ μέρους της Τουρκίας άλλων ζητημάτων που θα τορπίλιζαν τη διαδικασία, όπως για παράδειγμα το θέμα της αποστρατικοποίησης των νησιών.
Οι διαβεβαιώσεις που δίνονται από την Άγκυρα στη διάρκεια των διπλωματικών επαφών για την προετοιμασία της επίσκεψης είναι ότι πρόθεση της τουρκικής πλευράς είναι να μην ανέβουν οι τόνοι να αποφευχθούν αιχμές που θα μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τη συνάντηση. Βεβαίως, τέτοιου είδους διαβεβαιώσεις όταν έχεις να κάνεις με τον Τ. Ερντογάν δεν είναι απολύτως καθησυχαστικές, μετά και την εμπειρία της επίσκεψης του στο Βερολίνο.
Η συζήτηση σε διερευνητικό επίπεδο για το μείζον θέμα της οριοθέτησης της υφαλοκρηπίδας θα παραπεμφθεί για το 2024 όπου όμως και πάλι οι προοπτικές είναι περιορισμένες λόγω της μεγάλης απόστασης που χωρίζει τις δυο χώρες. Και ιδίως η Ελλάδα δεν θα ήθελε να οδηγηθούν οι συνομιλίες αυτές σε τέτοιο σημείο που θα έδιναν σύντομο και άδοξο τέλος σε αυτή την περίοδο ηρεμίας.
Το ερώτημα βεβαίως είναι πόση περίοδος χάριτος θα έχει αυτή η νηνεμία στα ελληνοτουρκικά και αν θα μπορούσε να αποτελέσει μόνιμη κατάσταση ακόμη και με άλυτο το μεγάλο πρόβλημα στις ελληνοτουρκικές σχέσεις… Αντίστοιχοι πειραματισμοί έγιναν και στο παρελθόν και υπό πολύ καλύτερες συνθήκες. Η κατάληξη τους είναι γνωστή, αλλά αυτό δεν αποτρέπει πάντως την ελληνική κυβέρνηση να κάνει την προσπάθεια…