Δεν διαβλέπει κίνδυνο «υπερδεξιάς» στροφής της ΝΔ, «όταν ηγείται ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ένας φιλελεύθερος πολιτικός», αναφέρει ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ σε συνέντευξή του στην εφημερίδα «Τα Νέα του Σαββατοκύριακου», σημειώνοντας ότι η Νέα Δημοκρατία «εκφράζει το «όλον» της Κεντροδεξιάς στην Ελλάδα», προσθέτοντας «η προσπάθεια της κυβέρνησης Τσίπρα να ετεροπροσδιορίσει» την ΝΔ ως «ακροδεξιά», είναι «όχι απλώς υστερόβουλη αλλά και επικίνδυνη για το πολίτευμα».
Αναφέρει ότι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός είναι η δεδομένη ιδεολογία της ΝΔ, ενώ ως προς τον πολιτικό λόγο και το ύφος εκφοράς του, σημειώνει, ότι «ο τοξικός πολιτικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ ενδέχεται να βάζει σε κατανοητό πειρασμό ορισμένους εξ ημών για να απαντήσουν με τον ίδιο τρόπο». «Χρειάζεται ψυχραιμία από όλους μας και βαθιά επίγνωση του γεγονότος ότι εκφράζουμε την παράταξη του μέτρου και της ευθύνης. Σε κάθε περίπτωση, τις θέσεις του κόμματος προς την κοινωνία τις εκφράζει κυριαρχικά ο πρόεδρός του», υπογραμμίζει.
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ χαρακτηρίζει «κύκνειο άσμα των μαθητευόμενων λαϊκιστών του ΣΥΡΙΖΑ», το «μπαράζ υποσχεσιολογίας εκ μέρους της κυβέρνησης», η οποία «φροντίζει να ναρκοθετεί καθημερινά τη θητεία της επόμενης κυβέρνησης». Αναφορικά με το πώς θα κυβερνήσει η ΝΔ είπε ότι το κυριότερο ζητούμενο είναι το πώς «μέσα από την εφαρμογή ενός τολμηρού προγράμματος μεταρρυθμίσεων, αλλά και με έντονο φιλολαϊκό πρόσημο θα καταφέρουμε να βγει πραγματικά η χώρα από την πολυεπίπεδη κρίση».
«Μια πραγματική ανάπτυξη βασισμένη σε υγιείς πρακτικές -και όχι σε πρόσκαιρες κρατικές μικροεπιδοτήσεις- θα κάνει τις ψηφοθηρικές πρακτικές να φαίνονται αυτό που είναι: Γραφικά κατάλοιπα ενός κακού παρελθόντος», καταλήγει ο Ν. Δένδιας.
Αναφερόμενος στις συνταγματικές αλλαγές επισημαίνει ότι «αυτό που ζητά η ΝΔ είναι η προσαρμογή στις απαιτήσεις των καιρών σε θέματα όπως η Ανώτατη Εκπαίδευση και το περιβάλλον», εξηγώντας γιατί η αξιωματική αντιπολίτευση επιμένει τόσο στην αναθεώρηση των άρθρων 16 και 24 του Συντάγματος.
Τονίζει ότι η ΝΔ, παρά τις ενστάσεις της για την «σκοπιμότητα ανακίνησης της Αναθεώρησης στη συγκεκριμένη συγκυρία», προσήλθε καλόπιστα στη διαδικασία, επιθυμώντας από την πλευρά της να μην χαθεί η ευκαιρία για τις απαιτούμενες αλλαγές σε συγκεκριμένα άρθρα και τονίζοντας ότι «όσο και να επιθυμεί να καθυστερήσει ο ΣΥΡΙΖΑ τις αλλαγές που η ίδια η κοινωνία επιβάλλει, όπως τα μη κρατικά Πανεπιστήμια, δεν μπορεί να τις ακυρώσει δια παντός».
Εγκαλεί τον ΣΥΡΙΖΑ για χρησιμοποίηση μιας κορυφαίας θεσμικής διαδικασίας ως «επικοινωνιακού προπετάσματος καπνού για να καταλήξει στην υπονόμευση ουσιαστικά της Αναθεώρησης, είτε με καινοφανείς θεωρίες για το άρθρο 32 (περί εκλογής ΠτΔ), είτε και με σκέψεις για αποχή βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ από τη δεύτερη ψηφοφορία της δικής του πρότασης».