Η εκλογική αναμέτρηση που αναμένεται στη λήξη της τετραετίας, έχει μετατρέψει τον πολιτικό διάλογο σε αρένα τοξικότητας και διχασμού υπό το πρόσχημα της προάσπισης της Δημοκρατίας. Μιας Δημοκρατίας που δυστυχώς όσοι διατείνονται ότι την προασπίζουν, καταπατούν τις αρχές της και προχωρούν σε κινήσεις αμφισβήτησης και βαριάς υποβάθμισης των θεσμικών πυλώνων της.
Ως τέτοια μπορεί μονάχα να εκληφθεί η πρόσφατη απόφαση της αξιωματικής αντιπολίτευσης να απέχει από τις κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Μετά το Βατερλό που υπέστη στη Βουλή στην συζήτηση της Πρότασης Δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης προχώρησε σε έναν πρωτοφανή και απόλυτα επικίνδυνο κοινοβουλευτικό «ακτιβισμό», ο οποίος δεν οδηγεί πουθενά αλλού παρά στην εργαλοποίηση, για ακόμα μια φορά, της Δημοκρατίας.
Τόσο ο τραμπισμός όσο και η τοξικότητα που προωθεί η αξιωματική αντιπολίτευση έχουν τις ρίζες τους σε μια μεγάλη αδυναμία. Στην αδυναμία του να αντιπαρατεθεί στο πεδίο της πολιτικής και να συγκαλύψει το χάσμα που προκύπτει από την σύγκριση των δύο περιόδων διακυβέρνησης. Μιας σύγκρισης, η πλάστιγγα της οποίας γέρνει απόλυτα και ολοκληρωτικά υπέρ της κεντροδεξιάς παράταξης της Νέας Δημοκρατίας με πρόεδρο τον Κυριάκο Μητσοτάκη έναντι του «προοδευτικού», κατ’ ευφημισμό μόνο, μετώπου του ΣΥΡΙΖΑ.
Μια απλή ματιά στα πεπραγμένα των δύο κυβερνήσεων είναι αρκετή. Μέσα από μία οικονομικά φιλελεύθερη πολιτική, η οποία περιλάμβανε από την μείωση των φόρων έως τις τολμηρές μεταρρυθμίσεις για την άρση χρονιζουσών αγκυλώσεων, εμπνεύσαμε εμπιστοσύνη στην επιχειρηματικότητα και επιτύχαμε ρεκόρ Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, με εταιρείες κολοσσούς όπως οι Microsoft, Amazon, Pfizer, Google, να τοποθετούν τα επενδυτικά τους κεφάλαια στη χώρα μας. Μέσα από χρηστή διαχείριση, η οικονομία μας έχει καλύτερη απόδοση από την αναμενόμενη - το 2021 η ανάπτυξη ήταν της τάξης του 8,4% ενώ το 2022 εκτιμάται στο 5,6%, ποσοστό διπλάσιο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Γεγονός που μας δημιούργησε πρόσθετο δημοσιονομικό χώρο για τη στήριξη των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών.
Να θυμίσουμε ότι κατά την διάρκεια της υγειονομικής κρίσης δαπανήσαμε πάνω από 40 δισεκατομμύρια για το σκοπό αυτό, απόφαση που αύξησε μεν το χρέος της χώρας αλλά δεν έκαμψε την ανεκτικότητα των αγορών. Γιατί; Γιατί την ίδια στιγμή το χρέος μας ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκε κατά περίπου 40 ποσοστιαίες μονάδες μέσα σε τρία χρόνια. Μόνο μεταξύ δεύτερου και τρίτου τριμήνου του 2022, ο λόγος χρέους - Α.Ε.Π. βελτιώθηκε κατά 5,3 μονάδες, ποσοστό που συνιστά την καλύτερη επίδοση ανάμεσα στα 27 κράτη-μέλη της Ε.Ε.
Παράλληλα, μέχρι και σήμερα, έχουμε το δημοσιονομικό περιθώριο ώστε να συνεχίζουμε την στήριξη των ευάλωτων επιχειρήσεων και νοικοκυριών, γεγονός που φάνηκε στην κρίση ακρίβειας που ξέσπασε, εξαιτίας του ρωσο-ουκρανικού πολέμου, μετά την πανδημία. Απέναντι στις σφοδρές πληθωριστικές πιέσεις του τελευταίου χρόνου - πρόβλημα που αντιμετωπίζουν όλες οι οικονομίες του κόσμου σήμερα - η κυβέρνηση κατάφερε και πάλι να σηκώσει πολλαπλά αναχώματα. Δεν υπάρχει σήμερα νοικοκυριό που δεν βλέπει στο λογαριασμό ρεύματος τι θα πλήρωνε εάν δεν υπήρχε η κρατική επιδότηση και τι πληρώνει μετά την παρέμβαση του Κράτους. Ανάχωμα απέναντι στην ακρίβεια των καταναλωτικών αγαθών δημιουργήσαμε και με το Καλάθι του Νοικοκυριού, το οποίο για 14η συνεχόμενη εβδομάδα επιτυγχάνει να συγκρατεί ή και να μειώνει τις τιμές στο 93% των προϊόντων βασικής κατανάλωσης που περιλαμβάνει. Το όφελος από το συγκεκριμένο μέτρο για μια τετραμελή οικογένεια υπολογίζεται μηνιαίως στα 80 ευρώ. Συμπληρωματικά σε αυτό, από τον Φεβρουάριο, ενεργοποιείται και το Market Pass, το οποίο εξοικονομεί σε μια τετραμελή οικογένεια 52 ευρώ. Και μπορεί τα 132 ευρώ να μην λύνουν το πρόβλημα - καμία κυβέρνηση στον κόσμο άλλωστε δεν μπορεί να το λύσει - αλλά αποτελούν σίγουρα στήριξη στον μηνιαίο προϋπολογισμό των ευάλωτων συμπολιτών μας. Γεγονός που πιστοποιεί και η απόφαση άλλων χωρών, όπως η Γαλλία, να εξετάσουν την υιοθέτηση αντίστοιχων πρακτικών, που τόσο λοιδορήθηκαν από την αξιωματική αντιπολίτευση.
Ενισχύοντας τα δημόσια οικονομικά μας, καταφέραμε να ασκήσουμε μία αποτελεσματική κοινωνική πολιτική μειώνοντας, στο πλαίσιο του εφικτού, τις ανισότητες που δημιούργησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Σε αντίθεση με τις αυξήσεις φόρων και τις μειώσεις συντάξεων που έφερε ο ΣΥΡΙΖΑ, η Κυβέρνησή της Νέας Δημοκρατίας προχώρησε αντιστρόφως ανάλογα, μειώνοντας τους φόρους και αυξάνοντας τις συντάξεις. Για πρώτη φορά μετά από 10 χρόνια η συντριπτική πλειονότητα των συνταξιούχων (94,6%) βλέπουν μία, δύο ή και τρεις αυξήσεις στο εισόδημά τους ενώ εντατικές προσπάθειες γίνονται για να αντιμετωπιστεί και το άγος των εκκρεμών συντάξεων.
Οξύμωρο είναι το σχήμα και στην περίπτωση των φόρων. Ενώ το «σχέδιο της Αριστεράς» έτσι όπως έχει διατυπωθεί από τον κ. Τσίπρα κάνει λόγο για «φορολόγηση του πλούτου», φαίνεται πως ο πλούτος έχει διαφορετικές παραμέτρους από την κοινή λογική. Να θυμίσουμε ότι στα 4 χρόνια της διακυβέρνησής του, ο ΣΥΡΙΖΑ επέβαλε συνολικά 29 φόρους που επιβάρυναν κατά κύριο λόγο την μεσαία τάξη και τους ευάλωτους συμπολίτες μας. Αύξηση των συντελεστών του φόρου εισοδήματος για φυσικά και νομικά πρόσωπα, μείωση αφορολόγητου ορίου από τα 9.545 ευρώ στα 5.681 ευρώ, αύξηση του Φ.Π.Α. από το 23% στο 24% και μετάταξη προϊόντων και υπηρεσιών ευρείας κατανάλωσης από το μειωμένο συντελεστή του 13% στο συντελεστή 24%, κατάργηση του μειωμένου Φ.Π.Α. στα νησιά του Αιγαίου, αύξηση προκαταβολής φόρου για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις από το 55% στο 100%, αύξηση ΕΝΦΙΑ κ.ο.κ. Εν αντιθέσει, η Κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έχει προχωρήσει σε περισσότερες από 50 μειώσεις φόρων και ασφαλιστικών εισφορών - μείωση του ΕΝΦΙΑ κατά 35%, παρότι η προεκλογική δέσμευση ήταν για μεσοσταθμική μείωση 30%, μείωση του εισαγωγικού φορολογικού συντελεστή στα φυσικά πρόσωπα από 22% στο 9%, κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης για όλους, μείωση, κατά 50%, του φορολογικού συντελεστή για τις νεοφυείς επιχειρήσεις για τα 3 πρώτα έτη λειτουργίας τους κ.ά.
Όσο και να προσπαθεί λοιπόν ο κ. Τσίπρας να γίνει κήνσορας της λαϊκής υπεράσπισης κατηγορώντας την Νέα Δημοκρατία ότι χαράσσει πολιτική με το μυαλό στην ελίτ, τα στατιστικά και τα δεδομένα τον διαψεύδουν. Αποδεικνύουν μάλιστα ότι η κεντροδεξιά προοδευτική πολιτική της Νέας Δημοκρατίας και του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι πολύ πιο φιλολαϊκή από την κυβέρνηση του Συνασπισμού της Προοδευτικής Αριστεράς που βιώσαμε το 2015 έως και το 2019.
Όσο κι αν η αξιωματική αντιπολίτευση προσπαθεί να μεταθέσει τον προοδευτικό ρόλο της Αριστεράς σε ένα ηθικό επίπεδο, υιοθετώντας την λογική ότι αριστερός είναι εκείνος που βλέπει τα πράγματα από τη σκοπιά των αδυνάτων, είναι πλέον ξεκάθαρο ποιος έχει αυτή την οπτική. Όχι μέσα από ευχολόγια και «νταούλια» αλλά μέσα από εφαρμοσμένες και αποτελεσματικές πολιτικές. Και θα γίνει ακόμα πιο ξεκάθαρο στις επικείμενες εκλογές.