«Μία από τις μεγάλες παγίδες της δεύτερης τετραετίας είναι ο συμβιβασμός». Η φράση ανήκει στον Κυριάκο Μητσοτάκη και έχει ειπωθεί από το βήμα της πολιτικής επιτροπής της Νέας Δημοκρατίας, με αφορμή το φορολογικό νομοσχέδιο, πριν από λίγες ημέρες.
Μία φράση, που μπορεί να αποδειχθεί «κλειδί» για την υλοποίηση του κυβερνητικού έργου, το επόμενο διάστημα και που το πρώτο κρασ-τεστ για την ειλικρίνειά της γίνεται στην προώθηση του νέου φορολογικού πλαισίου των ελευθέρων επαγγελματιών.
Το νέο φορολογικό νομοσχέδιο ψηφίζεται σήμερα από την ολομέλεια της Βουλής. Αν και τα στοιχεία για την πολιτική τεκμηρίωση της αναγκαιότητάς του είναι καταλυτικά - έως σήμερα το 70% των ελεύθερων επαγγελματιών δηλώνει εισοδήματα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό - και ταυτόχρονα, προβλέπονται εξαιρέσεις για ειδικές κατηγορίες, αλλά και δυνατότητα ελέγχου για όσους δεν επιθυμούν να υπαχθούν απευθείας στο ελάχιστο φορολογητέο εισόδημα, οι αντιδράσεις, πολιτικές και συντεχνιακές, είναι έντονες.
Η κυβέρνηση διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να υποκύψει στις πιέσεις αυτές, αντιπαραβάλλοντας το επιχείρημα ότι οι μεταρρυθμίσεις θα προχωρήσουν, ακόμη κι αν κάποιους τους ξεβολεύουν, διότι από αυτές θα ωφεληθούν οι πολλοί.
Το επόμενο βήμα για την κυβέρνηση είναι να μετρήσει κέρδη και ζημίες σε πολιτικό επίπεδο, από αυτή την πρώτη αντιπαράθεσή της με μία κατηγορία επαγγελματιών, ειδικά όταν η συγκεκριμένη αποτέλεσε το προηγούμενο διάστημα προνομιακό πεδίο για τη Νέα Δημοκρατία, κυρίως σε σύγκριση με την πολιτική της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-19. «Αν υπάρξει κόστος από αυτές τις συγκρούσεις, αυτή η κυβέρνηση δεν θα διστάσει να το αναλάβει», έχει δηλώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το προσεχές διάστημα θα αποτυπωθεί, τουλάχιστον σε επίπεδο δημοσκοπήσεων, αν προκύπτει πολιτικό κόστος.
Στα υπέρ του το κυβερνητικό επιτελείο μετρά την άποψη των πολιτών, όπως καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις, όπου περίπου 8 στους 10 παραδέχονται ότι οι ελεύθεροι επαγγελματίες φοροδιαφεύγουν. Κυβερνητικά στελέχη επισημαίνουν ότι το νέο πλαίσιο οδηγεί σε δίκαιη φορολόγηση, προτάσσοντας την κοινωνική δικαιοσύνη απέναντι στις επιμέρους αντιρρήσεις όσων θίγονται.
Κεντρικό επιχείρημα, όμως, αποτελεί η επιστροφή των εσόδων από την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής στην κοινωνία, όπως επισημαίνεται, με τον προϋπολογισμό ήδη να προβλέπει αύξηση της χρηματοδότησης για την υγεία και την παιδεία κατά εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ με πηγή τα επιπλέον έσοδα από το νέο τρόπο φορολόγησης.
Στο Μέγαρο Μαξίμου εκτιμούν ότι το όποιο πολιτικό κόστος καταγραφεί, θα αντισταθμιστεί από το ευρύτερο μεταρρυθμιστικό έργο ή διαφορετικά ότι οι μεταρρυθμίσεις θα συντηρήσουν το πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης. Πεποίθησή τους αποτελεί και ότι το αποτύπωμα των μεταρρυθμίσεων αλλάζει σταδιακά, αλλά και συνολικά την εικόνα του κράτους και κυρίως, της οικονομίας, βάζοντας ένα θετικό πρόσημο για τους πολίτες, αν όλα συνεκτιμηθούν.
Οι αυξήσεις σε μισθούς του δημοσίου και τις συντάξεις, η επικείμενη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας και η μείωση του κόστους δανεισμού της χώρας, που μπορούν να διευκολύνουν τη ροή του χρήματος και προς επιχειρήσεις και πολίτες, η συνολική μείωση 50 φορολογικών συντελεστών τα τελευταία χρόνια και τα μέτρα στήριξης, που έχουν ληφθεί όταν η συγκυρία το απαιτούσε, εκτιμάται από το κυβερνητικό επιτελείο ότι δημιουργούν το αναγκαίο αντεπιχείρημα απέναντι στις όποιες αντιδράσεις.
Οι δημοσκοπήσεις των επόμενων δύο μηνών είναι σημαντικές, καθώς θα δείξουν πως αρχίζει να διαμορφώνεται το πολιτικό σκηνικό, όταν πλέον θα είναι ορατές και οι κάλπες των ευρωεκλογών. Η κυβέρνηση επιδιώκει να «κατέβει» σε αυτή την αναμέτρηση έχοντας να επιδείξει απτά αποτελέσματα για θέματα, στα οποία έχει «επενδύσει», όπως ο ψηφιακός μετασχηματισμός, η ενίσχυση της υγείας και της παιδείας, η μείωση των φόρων και η δικαιότερη φορολόγηση, κυρίως όταν απέναντί της βρίσκεται μια διασπασμένη αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία θα καλείται να «κοιτά» και προς το ΠΑΣΟΚ και προς το νέο κόμμα, που προήλθε από το εσωτερικό της.
Στο Μέγαρο Μαξίμου, η εκτίμηση, που γίνεται έως σήμερα, είναι ότι με αυτά τα «όπλα», η κάλπη των ευρωεκλογών μπορεί να επιβεβαιώσει την πολιτική κυριαρχία της Νέας Δημοκρατίας, την στιγμή, μάλιστα, που θα έχει θέσει ως διακύβευμα την διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας, ώστε να μην υπάρξει κίνδυνος για την πορεία των μεταρρυθμίσεων και της οικονομίας.