Στην αποδόμηση της συμφωνίας από το βήμα της Βουλής προχώρησε η βουλευτής της ΝΔ και πρώην υπουργός Εξωτερικών, Ντόρα Μπακογιάννη, παρουσιάζοντας μάλιστα πτυχές της διαπραγμάτευσης που έκανε η ίδια με τα Σκόπια. Η κυρία Μπακογιάννη υπογράμμισε ότι η κυβέρνηση πανηγυρίζει μια κακή συμφωνία, μέσω της οποίας ουσιαστικά γίνονται δεκτά τα αιτήματα των Σκοπιανών: μακεδονική ταυτότητα και μακεδονική γλώσσα.
«Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ είδε το τυρί και δεν είδε τη φάκα. Επαίρεται ότι με την προτεινόμενη συμφωνία δεν μπορεί πλέον κανείς να ισχυριστεί στα Σκόπια ότι είναι απόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κάτι που ήταν ανέκαθεν πασιφανές διότι κανείς στη διεθνή κοινότητα που έχει τελειώσει το Δημοτικό δεν αμφέβαλλε ποτέ ότι ο Αλέξανδρος μιλούσε ελληνικά. Αντίθετα, το ιδεολόγημα της Μακεδονίας του Ίλιντεν, το οποίο θα αποσταθεροποιούσε την περιοχή, η κυβέρνηση το νομιμοποιεί με την παρούσα συμφωνία», εξήγησε η κυρία Μπακογιάννη και προσέθεσε ότι ο Αλέξης Τσίπρας παρουσιάζει τα εύκολα δύσκολα. Κι αυτό διότι, κατά την ίδια, αν η ΝΔ είχε κάνει «αυτές τις παραχωρήσεις, αυτές τις εκπτώσεις, θα είχαμε φτάσει σε συμφωνία πριν δέκα χρόνια. Και τζάμπα. Χωρίς να διχάσουμε τους Έλληνες, όπως κάνατε εσείς».
Προχωρώντας σε μια ιστορική αναδρομή όσων είχαν συμβεί το 2008 είπε: «Το 2008 ήταν σφοδρή η επιθυμία του διεθνούς παράγοντα να ενταχθούν άμεσα τα Σκόπια στο ΝΑΤΟ. Ταυτόχρονα, για την ελληνικη κυβέρνηση ήταν σαφές ότι άπαξ και τα Σκόπια έμπαιναν στο ΝΑΤΟ και ξεκινούσε η διαδικασία ένταξης στην Ε.Ε., το αμέσως επόμενο βήμα θα ήταν να ζητήσουν από τον ΟΗΕ αναγνώριση με το συνταγματικό τους όνομα και όχι με το «Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η ελληνική κυβέρνηση έπρεπε να πάρει μια μεγάλη απόφαση: να λειτουργήσει με τη λογική της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, να κάνει μια τεράστια προσπάθεια για να πετύχει αμοιβαίως επωφελή συμφωνία ή να καταδείξει την αδιαλλαξία των Σκοπίων και, άρα, την αποκλειστική ευθύνη τους για τη μη εξεύρεση λύσης;
Από την πρώτη στιγμή, δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι για να πετύχει εκείνη η προσπάθεια, έπρεπε πρωτίστως να υπάρξουν δύο προϋποθέσεις:
Πρώτον, να μη γίνει το Σκοπιανό θέμα εσωτερικής αντιπαράθεσης. Γι' αυτό ενημέρωσα όλους του πολιτικούς αρχηγούς, πριν ξεκινήσουμε τη διεθνή εκστρατεία εν όψει του Βουκουρεστίου. Γι' αυτό παρουσιάσαμε την πρότασή μας στις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης. Γι' αυτό καταθέσαμε το σχέδιό μας στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής, με πρόεδρο, μάλιστα, κατά ιστορική ειρωνία, τον κ. Καμμένο. Εκεί εξασφαλίσαμε τη σύμφωνη γνώμη όλων των κομμάτων, εκτός βεβαίως του ακραίου ΛΑΟΣ. Επρόκειτο, άλλωστε, για θέμα μέγιστης συναισθηματικής φόρτισης που εύκολα θα μπορούσε να διχάσει τον ελληνικό λαό».
Ο στόχος της τότε κυβέρνησης δεν ήταν άλλος από μια συμφωνία που θα απαντούσε οριστικά στη λογική του Στάλιν και του Τίτο που αποτυπωνόταν στη θεωρία του Μακεδονισμού στα Βαλκάνια, που πηγάζει από τα γεγονότα του Ίλιντεν. «Αλλά και μια συμφωνία που θα απαντούσε στις ήδη απαξιωμένες διεθνώς γραφικότητες με την καπηλεία της αρχαίας κληρονομιάς και των αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου», συμπλήρωσε.
Όπως η ίδια εξήγησε η πάγια ελληνική θέση, τουλάχιστον μέχρι πριν λίγες μέρες, ήταν ότι έπρεπε να περιγραφεί ως «πολίτες της τάδε χώρας», με το ισχυρό επιχείρημα ότι πρόκειται για πολυπολιτισμική χώρα και η ιθαγένεια οφείλει να εκφράζει όλες τις εθνοτικές ομάδες. «Και στη γλώσσα ήμασταν ξεκάθαροι: χαρακτηρισμός που θα συνδέεται με τη νέα ονομασία του κράτους», είπε η κυρία Μπακογιάννη.
Σε κάθε περίπτωση, η βουλευτής της ΝΔ ξεκαθάρισε ότι θα υπερψηφίσει την πρόταση δυσπιστίας, διότι απαξ και υπογραφεί παράγει έννομα αποτελέσματα και καμία κυβέρνηση δεν θα μπορεί αύριο ούτε να την αρνηθεί ούτε να μην την υποστηρίξει.
Αλέξανδρος Διαμάντης