Μπορεί η συναίνεση να αποτελέσει το «όχημα» για να πάμε από το «βήμα» στο «άλμα»; Το ερώτημα αυτό καλούνται να απαντήσουν οι πολιτικές δυνάμεις τις επόμενες δύο ημέρες, όσο στην ολομέλεια του κοινοβουλίου θα συζητείται και τελικά θα τεθεί προς ψήφιση, το νομοσχέδιο για την επιστολική ψήφο.
Όταν η κυβέρνηση εξήγγειλε την καθιέρωση της επιστολικής ψήφου για τις ευρωεκλογές -αρχής γενομένης από την αναμέτρηση της 9ης Ιουνίου και τα δημοψηφίσματα, εάν προέκυπτε τέτοιο ενδεχόμενο- το νομοσχέδιο, που κατατέθηκε στη Βουλή, απαιτούσε την έγκριση της απλής πλειοψηφίας για να γίνει νόμος του κράτους.
Παρά το γεγονός ότι μέχρι χθες στο αρμόδιο Υπουργείο Εσωτερικών απέφευγαν να τοποθετηθούν για το πότε θα γίνει το επόμενο βήμα για την καθιέρωση της και στις εθνικές εκλογές, η θετική στάση κομμάτων της αντιπολίτευσης, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, δημιούργησε μια νέα δυναμική.
Αποτέλεσμα, με μια αιφνιδιαστική κίνηση, η Νίκη Κεραμέως να καταθέσει τροπολογία, καλώντας τα κόμματα να υπερψηφίσουν ουσιαστικά την καθολική καθιέρωση της επιστολικής ψήφου και για τις εθνικές κάλπες. Κάτι τέτοιο, απαιτεί πλέον την υπερψήφιση της νομοθετικής ρύθμισης από 200 βουλευτές.
Ο κυβερνητικός αιφνιδιασμός προκάλεσε αμηχανία στην αντιπολίτευση, με αβέβαιη πλέον τη στάση, που θα τηρήσει. Ο ΣΥΡΙΖΑ μιλά για επικοινωνιακό τρικ, το ΠΑΣΟΚ διαμηνύει ότι ξεκινά πλέον από μηδενική βάση τη συζήτηση.
Τα δεδομένα, πάντως, που οδήγησαν αρχικά σε συμφωνία για την αναγκαιότητα καθιέρωσης της επιστολικής ψήφου, δεν έχουν αλλάξει. Οι παλαιότεροι συνήθιζαν να λένε ότι υπάρχει ακόμη μια Ελλάδα, που ζει έξω από την Ελλάδα. Ήταν ο αυθαίρετος, ίσως υπερβολικός, αλλά πάντως σχηματικός τρόπος για να περιγράψουν τους Έλληνες της διασποράς, το πλήθος όσων επέλεξαν να φύγουν από τη χώρα και να αναζητήσουν ένα υψηλότερο βιοτικό επίπεδο στο εξωτερικό.
Τα χρόνια των μνημονίων, η δεκαετής οικονομική κρίση, ήρθε να «επικαιροποιήσει» την έξοδο αυτή. Έρευνα της Τράπεζας της Ελλάδος, το 2020, υπολόγιζε ότι περί τους 500.000 νέους, κατά κύριο λόγο, ανθρώπους, επέλεξαν από το 2009 έως το 2019, να ζήσουν μακριά από την Ελλάδα.
Η πλειοψηφία αυτών, δεν σκέφτεται καν να επιστρέψει, τουλάχιστον προς στιγμή, όπως καταδεικνύουν όλες οι σχετικές έρευνες. Αυτό το κύμα φυγής ονομάστηκε brain drain και η ανακοπή του αποτελεί έως σήμερα το μεγάλο «στοίχημα» της πολιτείας.
Αυτός και μόνο θα μπορούσε να είναι αρκετός λόγος για να αιτιολογήσει την ανάγκη καθιέρωσης της επιστολικής ψήφου, μαζί με την προσαρμογή της χώρας στα ευρωπαϊκά δεδομένα, καθώς η επιστολική ψήφος προβλέπεται στην πλειοψηφία των χωρών της ΕΕ.
Σε όσους επέλεξαν να ζουν στο εξωτερικό, θα πρέπει να προσθέσει κανείς περί τους 40.000 νέους, οι οποίοι σπουδάζουν αυτή την ώρα σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Θα πρέπει να προσθέσει τις ελληνικές κοινότητες, που έχουν ακόμη δεσμούς με τη χώρα τους και που πάγιο αίτημά τους ήταν να τους δοθεί η δυνατότητα να συμμετέχουν στις εξελίξεις.
Θα πρέπει, όμως, να προστεθούν και οι χιλιάδες, νέοι και πάλι, που σε μια χώρα με την τουριστική βιομηχανία να αποτελεί «ατμομηχανή» για την οικονομία της, περνούν πέντε ή έξι μήνες τον χρόνο, μακριά από τη μόνιμη κατοικία τους, συχνά σε διαφορετικό μέρος κάθε χρόνο. Για όλους αυτούς μέχρι σήμερα, η συμμετοχή στις εκλογές ήταν από πολυτέλεια έως αδύνατη.
Στα ποσοτικά δεδομένα όσων αποκλείονταν ουσιαστικά από τις κάλπες, θα πρέπει κανείς να προσθέσει και την πραγματικότητα, που αποτυπώθηκε με εμφατικό τρόπο στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Η αποχή αποτελεί ίσως τον κυριότερο αντίπαλο για τις πολιτικές δυνάμεις και θα εξακολουθήσει να γιγαντώνεται όσο αυτό δε γίνεται αντιληπτό. Τα αίτια είναι προφανώς πολλά, όπως πολυδιάστατη είναι και η απάντηση, που χρειάζεται για να αντιστραφεί η τάση αυτή.
Η καθιέρωση της επιστολικής ψήφου θα μπορούσε να αποτελεί μια διέξοδο. Αν μη τι άλλο, δείχνει ότι το πολιτικό σύστημα κατανοεί ότι κάτι δεν πάει καλά, όταν οι μισοί -και περισσότεροι κάποιες φορές- δε μπαίνουν καν στον κόπο να εκφέρουν την άποψή τους στις κάλπες.
Η δυνατότητα συμμετοχής στις εκλογές, χωρίς να χρειάζεται κάποιος να ταξιδέψει στην Ελλάδα ή να διανύσει εκατοντάδες χιλιόμετρα για να βρεθεί στο ελληνικό προξενείο, να μεταβεί στον τόπο κατοικίας του, στο χωριό του ή να αφήσει την εργασία του για να ψηφίσει, θα μπορούσε να είναι ένας τρόπος για την αύξηση της συμμετοχής.
Το βέβαιο είναι ότι η επιστολική ψήφος αποτελεί την αποκατάσταση μιας αδικίας, τη διασφάλιση της ισότητας κατά κάποιο τρόπο, ανάμεσα στους πολίτες και το ύψιστο δικαίωμα του εκλέγειν. Γι’ αυτό και αποτελεί κομβική μεταρρύθμιση.