Ο Αλέξης Τσίπρας με την παρέμβαση του για τις τράπεζες δίνει νέα πνοή στη μομφή που κατατρέχει τον ίδιο αλλά και τον ΣΥΡΙΖΑ από το καλοκαίρι του 2015: «Η αριστερά του Τσίπρα που μοιράζει πενηντάρικα και εξακολουθεί να κοροϊδεύει τον κόσμο για το ποιος έκλεισε τις τράπεζες».
Έως σήμερα το επιτελείο της Κουμουνδούρου με περισσή αμεριμνησία υποδεικνύει τους υπεύθυνους για το λουκέτο. Η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου της 28ης Ιουνίου για την τραπεζική αργία, είναι έργο του πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του υπουργικού του συμβουλίου. Οι υπογραφές τους έβαλαν στη ζωή των Ελλήνων τα capital controls, τις ουρές ντροπής για ένα 50ευρο και την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών που πλήρωσαν οι φορολογούμενοι με δεκάδες δισεκατομμύρια.
Η Κουμουνδούρου δίχως ίχνος αυτοκριτικής, εξακοντίζει βέλη «για ψευτοτσαμπουκάδες της κυβέρνησης προς τις τράπεζες», αλλά ξεχνά τις βαριές ευθύνες της κυβέρνησης Τσίπρα, που με την εγκληματική επιλογή της να επιβάλλει κεφαλαιακούς ελέγχους μόλυνε τις ελληνικές τράπεζες. Προσπερνά την αλήθεια των αριθμών των θεσμών που αφού τελείωσαν οι αυταπάτες αναγνώρισε την εγκυρότητα τους. Όπως για παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η οποία στην έκθεση του 2015, η οποία προέβλεπε 4,4 δις κεφαλαιακό έλλειμμα με βάση το βασικό σενάριο και 14,4 δις με βάση το δυσμενές σενάριο και προσαρμογές σε στοιχεία ενεργητικού 9,2 δις.
Στην ίδια έκθεση αναφερόταν ρητά ότι τα επιπλέον 7 δισεκατομμύρια «κόκκινων δανείων» οφείλονταν στη χειροτέρευση της μακροοικονομικής κατάστασης της χώρας. Συγκεκριμένα, αύξηση 3,5% των μη εξυπηρετούμενων δανείων και αύξηση προβλέψεων 5,3%, σε απόλυτους αριθμούς, 9 δισεκατομμύρια. Ακόμη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, λησμονούν ότι από την επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων προέκυψε η ανάγκη ανακεφαλαιοποίησης μιας τράπεζας, η οποία μέσω της αναγκαστικής αύξησης μετοχικού κεφαλαίου, επιβεβαίωσε το δυσμενές σενάριο της ΕΚΤ.
H ιστορία εκδικείται τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί η πολιτική της κυβέρνησης του το 2015 «εξαΰλωσε» τους μικρομετόχους, καθώς τους επέτρεψε να συμμετάσχουν, στη διαδικασία, ούτε το Δημόσιο, ούτε οι εγχώριοι επενδυτές και μικροεπενδυτές, αφήνοντας ανοιχτό «γήπεδο» στα ξένα κεφάλαια. Απόρροια αυτής της επιλογής ήταν οι τότε, επίδοξοι διεθνείς αγοραστές να έχουν απόλυτο πλεονέκτημα, αφού οι νέες μετοχές θα πήγαιναν αναγκαστικά σε αυτούς και μόνο.
Εκείνο που αρκούσε ήταν να βρεθεί το ελάχιστο τίμημα ανά μετοχή, που θα ικανοποιούσε τον επιθυμητό στόχο συνολικών κεφαλαίων, αγοράζοντας, αντίστοιχα, πολύ μεγάλο αριθμό νέων μετοχών. Το αποτέλεσμα ήταν σχεδόν να μηδενιστούν οι συμμετοχές των παλαιών μετοχών, συμπεριλαμβανομένου και του ελληνικού δημοσίου.
Η δε τιμή κατέληξε στο εξευτελιστικό επίπεδο του ενός σεντ. Συμπερασματικά, ο ΣΥΡΙΖΑ ζητά τα ρέστα από μια ζημιά της τάξης των 26 δισεκατομμυρίων ευρώ.