Για τις επόμενες 15 ημέρες, στην ατζέντα του Κυριάκου Μητσοτάκη βρίσκονται τρία σημαντικά ταξίδια στο εξωτερικό. Το Κάιρο, όπου θα βρεθεί μαζί με την πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν και τον Βέλγο πρωθυπουργό, με επίκεντρο των συζητήσεων το μεταναστευτικό και το πακέτο βοήθειας, ύψους 7,4 δισεκατομμυρίων ευρώ, που ετοιμάζει η Ευρώπη για την οικονομική στήριξη της Αιγύπτου, οι Βρυξέλλες για τη Σύνοδο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, αλλά και το Μόντρεαλ του Καναδά, όπου θα έχει την ευκαιρία να παραστεί μαζί με τον Καναδό ομόλογό του Τζάστιν Τριντό στην παρέλαση της ελληνικής κοινότητας για την εθνική επέτειο της 25ης Μαρτίου.
Η ατζέντα των διεθνών επαφών είναι κενή για τις πρώτες ημέρες του Απριλίου. Σύμφωνα με τον Αμερικανό πρέσβη στην Αθήνα, Τζωρτζ Τσούνη, ο Έλληνας πρωθυπουργός θα μεταβεί στην Ουάσιγκτον στις 4 Απριλίου και θα έχει συνάντηση με τον πρόεδρο Μπάιντεν, στον Λευκό Οίκο, με την ευκαιρία και της καθιερωμένης δεξίωσης για την ομογένεια.
Παρότι το γεγονός ότι επίκειται ταξίδι του Κυριάκου Μητσοτάκη στις Ηνωμένες Πολιτείες είναι γνωστό, κυβερνητικές πηγές δεν επιβεβαιώνουν την ακριβή ημερομηνία, σημειώνοντας ότι «είμαστε σε συζητήσεις, δεν έχουμε λάβει ακόμη καμία επιβεβαίωση για καμία ημερομηνία».
Στόχος της ελληνικής κυβέρνησης είναι μια διμερής συνάντηση Μητσοτάκη-Μπάιντεν, με τον Έλληνα πρωθυπουργό να επιστρέφει άμεσα στην Αθήνα, καθώς 5-7 Απριλίου έχει ήδη ανακοινωθεί ότι θα πραγματοποιηθεί το συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, δύο μήνες πριν από τις ευρωεκλογές.
Σε κάθε περίπτωση αξιωματούχοι και από τις δύο πλευρές του Ατλαντικού, σπεύδουν όλο το τελευταίο διάστημα, να επισημάνουν το επίπεδο στο οποίο βρίσκονται οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Η πρόσφατη επίσκεψη Μπλίνκεν στην Κρήτη, κατά την περιοδεία του στις χώρες της Μέσης Ανατολής, δεύτερη επίσκεψη σε διάστημα ενός έτους, οι θετικές τοποθετήσεις του Στέιτ Ντιπάρτμεντ κατά την επίσκεψη Μητσοτάκη στην Οδησσό πριν από λίγες ημέρες, είναι ενδεικτικά στοιχεία, που έρχονται να συμπληρώσουν έμπρακτες αποδείξεις του επιπέδου των σχέσεων Ουάσιγκτον - Αθήνας, όπως η ένταξη της Ελλάδας στο κλειστό κλαμπ των χωρών, που θα διαθέτουν αεροσκάφη 5ης γενιάς, τα F35, η κομβική σημασία του λιμανιού της Αλεξανδρούπολης, η συμμετοχή της Ελλάδας στην εν εξελίξει επιχείρηση στην Ερυθρά Θάλασσα και η στήριξη στον πόλεμο στην Ουκρανία.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή, οκτώ μήνες πριν από τις προεδρικές εκλογές και τη νέα «μονομαχία» Μπάιντεν – Τραμπ. Η ελληνική ομογένεια διαδραματίζει κι εκείνη τον δικό της ρόλο, σε αυτή την εκλογική αναμέτρηση.
Όταν η ερώτηση υποβάλλεται στον Κυριάκο Μητσοτάκη, για το ποιο θα ήθελε η Αθήνα να είναι το αποτέλεσμα της αμερικανικής κάλπης του Νοεμβρίου, η απάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού είναι η πολιτικώς ορθή, «ό,τι επιλέξει ο αμερικανικός λαός».
Στην απάντηση αυτή, ωστόσο, συμπληρώνεται ότι «οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις είναι τόσο ισχυρές αυτή την περίοδο, που δεν θα ξεφύγουν από τις ράγες στις οποίες έχουν μπει, ανεξαρτήτως του ποιος θα εκλεγεί πρόεδρος». Υπενθύμιση, ενδεχομένως απαραίτητη, αν ανατρέξει κανείς στις «προνομιακές», κατά πολλούς, σχέσεις, που διατηρούσε στο παρελθόν, όντας ένοικος του Λευκού Οίκου, ο Ντόναλντ Τραμπ με τον Τούρκο πρόεδρο Ταγίπ Ερντογάν. Σε κάθε περίπτωση, ούτε οι ελληνοαμερικανικές σχέσεις, ούτε οι ελληνοτουρκικές σχέσεις το 2024 συγκρίνονται με αυτές του πρόσφατου παρελθόντος.
Τομή για τη σύσφιξη των ελληνοαμερικανικών σχέσεων, τουλάχιστον σε επίπεδο μηνυμάτων, που είχαν εκπέμψει οι δύο πλευρές, αποτέλεσε η επίσκεψη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Ουάσιγκτον, το Μάιο του 2022.
Η παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού, τότε, στον Λευκό Οίκο, αλλά κυρίως στο αμερικανικό Κογκρέσο και η ομιλία, που είχε εκφωνήσει ενώπιον των εκπροσώπων του αμερικανικού έθνους, θυμίζοντας την ελληνική ιστορία, τη δημοκρατία και το διεθνές δίκαιο, αποσπώντας μάλιστα ένθερμο χειροκρότημα, είχε ερμηνευθεί από κυβερνητικές πηγές ως η δυναμική επιστροφή της Ελλάδας στο παγκόσμιο και περιφερειακό γίγνεσθαι, «ως ηγέτιδα δύναμη στα Βαλκάνια και τη νοτιοανατολική Ευρώπη».
Από τότε, για την Αθήνα αποτελεί κεντρικό στόχο της εξωτερικής της πολιτικής, η διατήρησή της σε πόλο σταθερότητας και ασφάλειας στην ευρύτερη περιοχή, ως μια χώρα, που μπορεί να διαδραματίσει ρόλο στην ενεργειακή ασφάλεια, τον σεβασμό του Διεθνούς Δικαίου και την ειρηνική επίλυση διαφορών. Ένα ρόλο, που εν μέσω δύο πολεμικών συγκρούσεων, στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, είναι κρίσιμο να διατηρήσει και να αναδείξει περαιτέρω.