Όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθετε ως προγραμματική δέσμευση της κυβέρνησής του, προεκλογικά και μετεκλογικά, τον «πολυδιάστατο εκσυγχρονισμό» και ως διακύβευμα τη συνέχεια των μεταρρυθμίσεων, μιλώντας για σύγκρουση με τις διαχρονικές παθογένειες του κράτους και για μια χώρα πιο κοντά στα ευρωπαϊκά δεδομένα, ήταν σαφές ότι αυτό, που περιέγραφε περιελάμβανε και το ρίσκο να ξεπεραστούν με κάποιες επιλογές, οι «παραδοσιακές» γραμμές της συντηρητικής παράταξης. Το θέμα των ημερών, ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και η τεκνοθεσία, μπαίνει ακριβώς σε αυτή την κατηγορία. Και δεν είναι το μόνο.
Την εβδομάδα, που ξεκινά, αρχίζει ίσως το πιο έντονο εσωκομματικό «ντιμπέιτ» για τη Νέα Δημοκρατία, μετά από πολλά χρόνια. Από το απόγευμα της Δευτέρας, στα γραφεία της οδού Πειραιώς, ο στενός συνεργάτης του πρωθυπουργού Άκης Σκέρτσος, συνεπικουρούμενος από τους αντιπροέδρους του κόμματος, Άδωνι Γεωργιάδη και Κωστή Χατζηδάκη, θα επιχειρήσουν να ενημερώσουν, αλλά και να «πείσουν» τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, ότι η προωθούμενη ρύθμιση αποτελεί απλώς αναγνώριση μιας πραγματικότητας, με γνώμονα το συμφέρον των παιδιών, τη διευθέτηση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και προσεγγίζεται από τη σκοπιά της δικαιοσύνης και της αντιμετώπισης αδικιών και ανισοτήτων, σύμφωνα με τα λόγια, που χρησιμοποίησε ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης.
Από αυτή την εκστρατεία πειθούς θα εξαρτηθεί ενδεχομένως και ο τελικός αριθμός των βουλευτών, που θα τη στηρίξουν, όπως και η στάση των διαφωνούντων, όταν η ρύθμιση φτάσει στη Βουλή. Μπορεί το Μέγαρο Μαξίμου να δηλώνει ότι το αποτέλεσμα της επίμαχης ψηφοφορίας δε θα μετατραπεί σε καμία περίπτωση σε πρόβλημα για την Κοινοβουλευτική Ομάδα του κόμματος, είναι, όμως, σαφές ότι ο αντίκτυπος θα είναι διαφορετικός αν μιλάμε για «κύμα» αντιδράσεων και διαφορετικός αν μιλάμε για «τσουνάμι».
Οι αντιδράσεις για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας δεν αποτέλεσαν έκπληξη, με το προηγούμενο, μάλιστα, των μόλις 19 «γαλάζιων» ψήφων υπέρ στο σύμφωνο συμβίωσης το 2015, μεταξύ αυτών τότε και ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Ο πρωθυπουργός επέλεξε να πάρει το ρίσκο και να βάλει τη σφραγίδα της κεντροδεξιάς σε μια σημαντική αλλαγή του οικογενειακού δικαίου, όπου πρωτοστατούσε μέχρι σήμερα η κεντροαριστερά.
Ο ίδιος δηλώνει συχνά ότι δεν πρόκειται να προχωρά μεταρρυθμίσεις και απαιτούμενες αλλαγές με βάση το πολιτικό κόστος και τις δημοσκοπήσεις, οι οποίες, εν προκειμένω μάλλον καταδεικνύουν την επιφυλακτικότητα της πλειοψηφίας. Αν τις ακολουθούσε, η ρύθμιση για τον γάμο των ομόφυλων, που έχει ήδη νομοθετηθεί σε άλλες 36 χώρες του κόσμου, δε θα έμπαινε στην κυβερνητική ατζέντα.
Όπως δεν θα έμπαινε και το πρόσφατο νομοσχέδιο για το δικαίωμα εργασίας μεταναστών στη χώρα, που επίσης «χτύπησε» τα αντανακλαστικά μερίδας βουλευτών της Νέας Δημοκρατίας και χρειάστηκε η επιβολή κομματικής πειθαρχίας για την ψήφιση του. Με την ίδια λογική, ίσως να μην προχωρούσε ούτε η επιβολή προστίμων σε μεγάλες επιχειρήσεις, που αντιβαίνει στη φιλελεύθερη οικονομική πολιτική, όπως παραδέχθηκε ο κ. Μητσοτάκης. Ή η φορολόγηση, με το νέο πλαίσιο, που θεσμοθετήθηκε, των ελεύθερων επαγγελματιών, μια ρύθμιση, που έφερε την κυβέρνηση «απέναντι» σε κοινωνικές ομάδες, που αποτελούν παραδοσιακό ακροατήριο της, ρύθμιση, που επίσης συνάντησε διστακτικότητα και στο εσωτερικό του κόμματος.
Ο δρόμος των μεταρρυθμίσεων δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα και η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη να κάνει πιο εμφατικό το «άνοιγμα» προς τον χώρο του κέντρου, πυροδοτεί αναταράξεις, όχι μόνο στα κόμματα της αντιπολίτευσης, που διεκδικούν τον ίδιο χώρο και σπεύδουν να διατηρήσουν όσα θεωρούν κεκτημένα, αλλά και στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας από όσους εκτιμούν ότι χάνεται «η δεξιά της δεξιάς» με τον τρόπο αυτό. Έως σήμερα, όμως, οι κινήσεις αυτές τυγχάνουν της έγκρισης της πλειοψηφίας σε επίπεδο κοινής γνώμης, όπως αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, με την κυβέρνηση να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία και μάλιστα χωρίς ορατό αντίπαλο και τον ίδιο να παραμένει σταθερά ως ο καταλληλότερος για τη θέση του πρωθυπουργού.
Σε πέντε μήνες, οι πολίτες προσέρχονται εκ νέου στις κάλπες και το «στοίχημα» των ευρωεκλογών αφορά τόσο στην κυβέρνηση, όσο και στην αντιπολίτευση. Την κυβέρνηση που ζητά την πολιτική επιβεβαίωση της εντολής, που έλαβε στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου και την αντιπολίτευση, που διεκδικεί να μπει στο «κάδρο» της κυβερνησιμότητας. Μέτρο των ψηφοφόρων, οι πολιτικές επιλογές όλων έως τότε.