Επιχειρείται να δημιουργηθεί στην πολιτική ατμόσφαιρα μια συνθήκη που προσομοιάζει με εκείνη στα μέσα του 2022, όταν πολιτικά και άλλα κέντρα, επιδίωκαν μέσα σε έναν ορυμαγδό καταγγελιών, να εξωθηθεί ο Κ. Μητσοτάκης σε πρόωρες εκλογές με την απλή αναλογική, προσβλέποντας στο όνειρο της συγκυβέρνησης των… προοδευτικών.
Και μπορεί οι κάλπες που έχουμε μπροστά μας, να μην μπορούν να οδηγήσουν στην έξωση της κυβέρνησης της Ν.Δ από την εξουσία, ωστόσο, παραμένουν ένα κρίσιμο εκλογικό ορόσημο κατά το οποίο, η αντιπολίτευση αλλά και οι σύμμαχοί της εντός και εκτός της χώρας, ποντάρουν περισσότερα στο πριόνισμα και στην αποδυνάμωση της κυβέρνησης, από όσα ποντάρουν στη δική τους ενίσχυση.
Ξεκινώντας από τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και φτάνοντας έως την Ελληνική Λύση, η στρατηγική ενόψει των ευρωεκλογών είναι κοινή και η επιδίωξη συγκεκριμένη. Να διαρραγεί, με κάθε μέσο και τρόπο, η εμπιστοσύνη των πολιτών και να πληγεί η μέχρι τώρα ασυνήθιστη αντοχή που επιδεικνύει η ΝΔ και προσωπικά ο πρωθυπουργός.
Η βαθιά ελλειμματική αντιπολίτευση έχει συνθηκολογήσει με την αποτυχία της να αντιπαρατεθεί στην κυβέρνηση με θετική ατζέντα και φορτώνει το οπλοστάσιό της, με ότι διεγείρει το θυμικό και μπορεί να προκαλέσει οργή στους πολίτες.
Ο επιβεβλημένος σεβασμός στη μνήμη των 57 αθώων θυμάτων της τραγωδίας των Τεμπών και η συστολή μπροστά στον ανείπωτο πόνο των οικογενειών, οδήγησαν την κυβέρνηση σε σχεδόν ενοχική διαχείριση της ανοίκειας εκμετάλλευσης του εθνικού τραύματος, από τους πολιτικούς της αντιπάλους. Αφέθηκαν χωρίς άμεση, κάθετη και πειστική απάντηση οι «δράκοι» που φύτεψαν στο μυαλό πολλών ανθρώπων με το «πες- πες» τηλέεμποροι της πολιτικής, με πολύωρες τηλεοπτικές παρουσίες, έντυπα και φυλάδες που ρέπουν στις συνωμοσίες και τα «ψεκ».
Αφέθηκαν να χειραγωγούν και να καθοδηγούν τον πόνο των γονιών, εκείνοι που λούφαζαν βλέποντας τους ομοϊδεάτες τους να «δολοφονούν» ξανά και ξανά τα αθώα θύματα της Μαρφίν, σπάζοντας την αναθηματική πλάκα έξω από την τράπεζα στη Σταδίου.
Ευρωβουλευτές και κομματικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που έπιασαν –και καλά έκαναν– το χέρι της μάνας Καρυστιανού, δεν έκαναν το ίδιο με τη Βαρβάρα Φύτρου. Τη μάνα που έμαθε ότι 11χρονος γιος της μαζί με τον άνδρας της βρέθηκαν απανθρακωμένοι αγκαλιά στο τυφλό οικόπεδο στο Μάτι ενώ η κόρη της, η Εβίτα βούτηξε στο γκρεμό για να γλιτώσει από τις φλόγες.
Τη μάνα αυτή δεν την πήρε κανείς από το χέρι να την πάει στις Βρυξέλλες να ακουστεί η απόγνωσή της, γιατί η δίκη για το έγκλημα ξεκίνησε μετά από μια πενταετία.
Ούτε κάποιος έγινε ηχείο των καταγγελιών των οικογενειών των 106 νεκρών.
Κανείς ευαίσθητος ευρωπαίος εισαγγελέας δεν θέλησε να μάθει γιατί δεν λειτουργούσε το «112», που ενδεχομένως θα έδινε στην οικογένεια της Βαρβάρας Φύτρου μια ευκαιρία.
Ούτε κάποιος πχ από το ΠΑΣΟΚ ή την Ελληνική Λύση κατήγγειλε επιχείρηση συγκάλυψης όταν οι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ έδειχναν ψευδείς δορυφορικές αποτυπώσεις, ισχυριζόμενοι ότι η φωτιά που κατέκαψε 106 ανθρώπους ήταν αποτέλεσμα εμπρησμών.
Η κυβέρνηση πληρώνει την ανεκτικότητα της στο ψυχολογικό μποϊκοτάζ που γίνεται στην κοινωνία, από την πρώτη στιγμή της μεγάλης τραγωδίας. Η αλήθεια είναι ότι δεν είχε πολλά περιθώρια χειρισμών χωρίς να κατηγορηθεί ότι στήνει πολιτικό καυγά και αναζητεί αντιπερισπασμούς, ενώ οι οικογένειες θρηνούν και ψάχνουν δικαιοσύνη.
Όμως η διαρκής άμυνα, απέναντι στις χωρίς στοιχειοθέτηση, καταγγελίες περί συγκάλυψης, δεν μπορεί να συνεχίζεται επ' άπειρον. Ειδικά όταν η άλλη πλευρά δεν έχει καμιά αυτοσυγκράτηση στο να γεμίσει πολιτικές τοξίνες το σώμα της κοινωνίας και να συνασπιστεί ακόμη και στη διασπορά τραμπικού τύπου θεωριών για νοθείες στις εκλογές.
Δεν είναι στη διακριτική ευχέρεια της κυβέρνησης να χρησιμοποιήσει τα ενδεδειγμένα μέτρα, για να αποδομήσει το ετερόκλητο μέτωπο του λαϊκισμού. Είναι επιβεβλημένο.