Το 1981 πέθανε μετά από 66 ημέρες πείνας ο θρυλικός Βορειοϊρλανδός αγωνιστής Μπόμπι Σαντς, απαιτώντας την αναγνώρισή του ως πολιτικού κρατούμενου, καθώς αγωνιζόταν για την ανεξαρτησία τη χώρας του από τη Βρετανία. Την πορεία της υγείας του παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τα διεθνή Μέσα Ενημέρωσης και με κομμένη ανάσα εκατομμύρια πολίτες σε όλο τον πλανήτη. Για πολλούς ήταν, και έμεινε, σύμβολο αγώνα.
Η Μάργκαρετ Θάτσερ έλαβε μηνύματα διαμαρτυρίας από δεκάδες κυβερνήσεις, για την ακαμψία της να αναγνωρίσει τα φυλακισμένα μέλη του ΙΡΑ ως πολιτικούς κρατουμένους, αλλά δεν υπαναχώρησε. Στην κηδεία του Σαντς παραβρέθηκαν εκατό χιλιάδες άνθρωποι και τη μετέτρεψαν σε πορεία διαμαρτυρίας.
Τέσσερα χρόνια πριν στη Γερμανία, στα απόκοσμα «Λευκά Κελιά» του Σταμχάιμ, πέθαναν τρεις εμβληματικοί της επαναστατικής οργάνωσης RAF (Φράξια-Κόκκινος Στρατός»): Οι Μπάαντερ, Ένσλιν και Ράσπε, ενώ έναν χρόνο πριν είχε πεθάνει η Ούλρικε Μάινχοφ.
Επίσημη αιτιολογία (αλλά εντόνως –και δικαίως– αμφισβητούμενη), η αυτοκτονία. Ωστόσο έφυγαν μέσα στη γενική αδιαφορία, ου μην και λαϊκή ανακούφιση. Τα μέλη της Οργάνωσης που στόχευε την «αφύπνιση του γερμανικού λαού και την ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης», όπως έγραψε στην τελευταία προκήρυξή της, δήλωσε κατάθεση όπλων, παραδεχόμενη την ήττα της, αφού δεν «αφύπνισε» τον λαό.
Και οι όποιες ενστάσεις παγκοσμίως δεν ήταν για την Οργάνωση, αλλά μόνο για το απάνθρωπο καθεστώς των «Λευκών Κελιών» – εκεί όπου τα πάντα ήταν μελετημένα κάτασπρα και απόκοσμα σιωπηρά, αφού οι κρατούμενοι δεν μπορούσαν καν να ακούσουν την ίδια τη φωνή τους, καθώς απορροφάτο από τους τοίχους.
Θέλουμε να πούμε ότι μια πράξη, ακόμη και αυτοθυσίας όπως είναι μια απεργία πείνας, δεν έχει καμιά πολιτική αξία όταν δεν επιτυγχάνει, όχι τη λαϊκή συμπαράσταση, αλλά ούτε καν τη λαϊκή συμπάθεια. Ειδικά όταν δεν υφίστανται αντικειμενικοί λόγοι που να τη δικαιολογούν.
Αν παίρναμε ως «θερμόμετρο» της κοινής γνώμης τα social media, όπως κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ (π.χ. όταν γράφουν δικοί του στο twitter βλέπει πάντα «έκρηξη οργής»), όσο πιο αποφασισμένος φαίνεται ο Κουφοντίνας, τόσο περισσότερο μαγνητίζει τη λαϊκή αποδοκιμασία. Ίσως θα έπρεπε να ενημερωθεί γι’ αυτό…
Χθες η γενική γραμματέας Αντιεγκληματικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου, με αφορμή ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, που καλεί να ικανοποιηθεί το αίτημά του για μεταφορά του στον Κορυδαλλό, κάλεσε το κόμμα να αποσαφηνίσει «ποιο είναι το σημείο στο οποίο θέτει θέμα παραβίασης της νομοθεσίας».
Έχει δε εύλογο επιχείρημα ότι, πέραν του ότι δεν μπορεί ο ίδιος να κάνει επιλογή φυλακής, η μετακίνηση δεν μπορεί να γίνει, διότι εκεί κρατούνται κυρίως υπόδικοι, κατάδικοι για χρέη και κατάδικοι σε ποινή φυλάκισης, ενώ ο Δομοκός είναι κατάστημα «τύπου Β», στο οποίο κρατούνται κατάδικοι με βαριές ποινές».
Και φτάνοντας στο ουσιώδες τονίζει: «Η οργανωμένη Πολιτεία δεν μπορεί, παρακάμπτοντας το νόμο, να ενδίδει σε αιτήματα υπό το κράτος εκβιαστικών πράξεων».
Ο ΣΥΡΙΖΑ αντιθέτως, δια του αρθρογραφούντος Νίκου Φίλη, θεωρεί πως το κράτος δικαίου το υπερασπίζεται… ο Κουφοντίνας (ίσως όπως όταν επέβαλε τη δικαιοσύνη με σφαίρες χωρίς δίκη και χωρίς απολογία των θυμάτων του…). Επίσης επικαλείται τη γνώμη νομικών για το δίκιο του φυλακισμένου. Δεν τους κατονομάζει, εξ αυτού δικαιούται κάποιος να υποθέσει πως εννοεί τους νομικούς οι οποίοι έγραψαν ότι «τσαλαπατώντας τους δικούς της νόμους η δημοκρατία δικαιώνει αναδρομικά τη βίαιη δράση του» (= δηλαδή έστω και μια υποθετικά παράτυπη μεταφορά στον Δομοκό, δικαιώνει τις 11 δολοφονίες!).
Οι ίδιοι έγκριτοι νομικοί, κατά Φίλη, θεωρούν ότι κυβέρνηση στερεί τα δικαιώματα του φυλακισμένου και συμπεριφέρεται ως να έχει βεντέτα μαζί του (φωτογραφική η αναφορά στον Παύλο Μπακογιάννη).
Ο πρώην υπουργός Παιδείας, μας δίνει εξ ορισμού το δικαίωμα να τον μιμηθούμε, και να αναφερθούμε σε άλλους εγκρίτους νομικούς, χωρίς να τους κατονομάσουμε. Και οι οποίοι δημοσίευσαν ότι η μεταφορά στον Δομοκό ήταν απολύτως σύννομη, παρότι υπάρχει κακότεχνη αναφορά του νόμου στο «ίδιο κατάστημα». Αλλά θεωρούν ότι ο νόμος δεν καθιερώνει δικαίωμα στον Κουφοντίνα να μεταταχθεί ΜΟΝΟ στο κατάστημα Κορυδαλλού, (φεύγοντας από την άνεση των αγροτικών φυλακών που τον έστειλε ο ΣΥΡΙΖΑ).
Αυτά εν ολίγοις για μια αυτοθυσία που δεν συγκεντρώνει καθόλου τη λαϊκή συμπάθεια, και για ένα κόμμα που παρότι πέρασε από κυβέρνηση, δικαιώνει τον Λένιν για την «παιδική αρρώστια του κομμουνισμού».
ΥΓ1: Άνθρωποι που γνώρισαν στα νιάτα τους (του) τον Κουφοντίνα είναι πεπεισμένοι ότι ως ιδιαίτερη προσωπικότητα, θα το τραβήξει μέχρι τέλους. Οπότε η κυβέρνηση θα πρέπει να προετοιμάσει διαχείριση της κατάστασης.
ΥΓ2: Όσοι φωνάζουν για τον Κουφοντίνα, δηλώνουν ότι ενδιαφέρονται μόνο για τα δικαιώματά του ως φυλακισμένου, όπως και κάθε φυλακισμένου, ανεξαρτήτως ιδεολογίας του. Αν είχε χιούμορ ο Κασιδιάρης, θα ξεκινούσε απεργία πείνας για να μεταφερθεί σε φυλακή της αρεσκείας του. Να βλέπαμε αν ο ΣΥΡΙΖΑ, υπερασπιστής των δικαιωμάτων των φυλακισμένων ανεξαρτήτως ιδεολογίας, ή έστω οι Φίλης και Λάμπρου, θα υπερασπίζονταν το αίτημα Κασιδιάρη!