Υπάρχει ένα φαινόμενο στη χώρα, το οποίο γνώρισε ιδιαίτερη άνθιση στα χρόνια του παροξυσμού της υπερπολιτικοποίησης των πάντων και των φαντασιώσεων περί αλλαγής του πολιτειακού καθεστώτος από κοινοβουλευτική δημοκρατία, σε άμεση ή λαϊκή. Θα θυμάται φαντάζομαι ο αναγνώστης τα τσαντίρια που είχαν στήσει διάφοροι στην πλατεία Συντάγματος απ’ όπου καλούσαν σε ένωση «λαού και στρατού, για την ανατροπή των μνημονίων».
Λίγο νωρίτερα, το 2008, στα γνωστά «Δεκεμβριανά», έκαναν την εμφάνισή τους, οι λεγόμενες συλλογικότητες. Συνήθως πρόκειται για ομάδες (ουσιαστικά αγέλες, αλλά είπα να μην το χοντρύνω) 10 - 15 νοματαίων, οι οποίοι εφευρίσκουν έναν ευφάνταστο τίτλο, ότι τάχα μου εκπροσωπούν ένα σημαντικό κομμάτι κάποιας γειτονιάς, κλάδου, εργαζομένων κ.λπ.
Στην ουσία δεν εκπροσωπούν κανέναν εκτός του γεμάτου μίσους κατά της κοινωνίας εαυτού τους. Πρόκειται για παρέες, οι οποίες δίχως την παραμικρή νομιμοποίηση και, φυσικά, χωρίς καμία εξουσιοδότηση, όχι μόνο γνωρίζουν την εκάστοτε αλήθεια, αλλά προσπαθούν να την επιβάλλουν δια της βίας, συνήθως, στους υπόλοιπους.
Αν βέβαια, ασχολούνταν μέσα στον απύθμενο ναρκισσισμό τους μόνο με τον εαυτό τους, μικρό το κακό για τους υπόλοιπους και σοβαρές δαπάνες για την ψυχανάλυση που θα έπρεπε να καταβάλλουν οι συνήθως εύποροι γονείς τους.
Εγείρεται, όμως ένα ζήτημα βαθιά πολιτικό, το οποίο άπτεται της ουσίας του δημοκρατικού πολιτεύματος: με ποιο δικαίωμα αυτές οι «συλλογικότητες» θέλουν να επιβάλλουν τις απόψεις τους στους υπόλοιπους, οι οποίοι αποτελούν και τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας; Πόθεν τεκμαίρεται το δικαίωμα τους να ακυρώνουν παρουσιάσεις βιβλίων, συναυλίες, εκδηλώσεις φορέων;
Τελευταίο παράδειγμα η ακύρωση της συναυλίας των Tiger Lillies στην πλατεία Εξαρχείων, μετά τις «προειδοποιήσεις συλλογικοτήτων» πως δεν θα ανεχτούν τη συναυλία του διεθνώς αναγνωρισμένου συγκροτήματος, επειδή έχει ταχθεί αλληλέγγυο με την Ουκρανία, η οποία αντιστέκεται στη βάρβαρη εισβολή της ιμπεριαλιστικής Ρωσίας.
Κι εδώ αρχίζουν τα παράδοξα. Οι υποτιθέμενοι «υπερασπιστές του λαού», συντάσσονται με έναν σκληρό, ανελέητο διδάκτορα τον Πούτιν. Αν μάλιστα έμπαιναν στον κόπο να το ψάξουν λίγο, θα έβλεπαν πως οι Ρώσοι αναρχικοί, ελευθεριακοί κ.λπ. γνωστοί αντίπαλοι του Πούτιν σαπίζουν εδώ και χρόνια στα σύγχρονα ρωσικά Γκουλάγκ, καταδικασμένοι σε πολυετείς ποινές. Ψιλά γράμματα, είναι, όμως, αυτά, για τους «πρωτοπόρους των κοινωνικών αγώνων» και κατόχους της μίας, μοναδικής, αδιαμφισβήτητης αλήθειας.
Εξίσου παράδοξο είναι και το γεγονός πως κατάφεραν να ακυρώσουν τη συναυλία ενός από τα πλέον εικονοκλαστικά συγκροτήματα της εποχής μας. Προφανώς, οι «συλλογικότητες» βυθισμένες στο έλος του ολοκληρωτισμού, θέλουν να αποφασίζουν αυτές ποια μουσική θα ακούμε οι υπόλοιποι.
Το κυριότερο ζήτημα που προκύπτει από αυτή τη συμπεριφορά, είναι πως επιβάλλεται η λογοκρισία και η φίμωσης της άλλης άποψης, από ευάριθμες ομάδες που βρίσκονται εκτός των τειχών της κοινωνίας. Πρόκειται για αντικοινωνικές, αντιδημοκρατικές, απάνθρωπες συμπεριφορές, οι οποίες προσβάλλουν τόσο το δημοκρατικό πολίτευμα, όσο και κάθε πολίτη χωριστά.
Αν δεν κάνω λάθος, το Σύνταγμα της χώρας εγγυάται την ελευθερία του λόγου, διάταξη που καταστρατηγείται διαρκώς από τις λεγόμενες «συλλογικότητες» στα πανεπιστήμια, στις γειτονιές, σε εκδηλώσεις. Με άλλα λόγια, για τα άτομα αυτά, δεν ισχύει το Σύνταγμα της χώρας και επί πολλά χρόνια παραμένουν ατιμώρητα, όχι για τις ιδέες τους, αλλά για τις τρομοκρατικές τους πράξεις, δημιουργώντας πολλές φορές συνθήκες ζόφου για τους υπόλοιπους.
Μπορεί η ελληνική κοινωνία να είναι ανεκτική σε τέτοιου είδους φαινόμενα, να αναφέρεται «στα παιδιά» ή στο «χώρο», στην πραγματικότητα, όμως, υποσκάπτει μόνη της τα θεμέλια της κοινωνικής συμβίωσης.
Μερίδιο ευθύνης έχουν και τα πολιτικά κόμματα, ορισμένα εκ των οποίων έχουν «απευθείας γραμμή» επικοινωνίας, ενώ άλλα, απλά μέσω της ανεκτικότητας, αφήνουν μεγάλα περιθώρια αποθράσυνσης αυτών των ομάδων.
Μπορεί χθες να ακυρώθηκε η συναυλία των Tagier Lillies από φιλοπουτινικούς, «Έλληνες» εύπορους αναρχικούς, αύριο, ωστόσο, κανείς δεν μας διασφαλίζει πως θα θελήσουν να επιβάλλουν τη δική τους προσέγγιση όχι μόνο στη μουσική, αλλά και στο πως θα ζει ο καθένας από εμάς, αμφισβητώντας το δικαίωμα στην επιλογή. Τότε, όμως, θα είναι αργά και θα χρειαστεί να καταβληθεί μεγάλο τίμημα.