Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτές τις ημέρες ζούμε την ελληνική έκδοση του μαοϊκού συνθήματος «αφήστε εκατό λουλούδια να ανθίσουν» με πενήντα κόμματα επισήμως να ζητούν την ψήφο μας και 36 από αυτά να περνούν με επιτυχία τις εξετάσεις του Άρειου Πάγου. Πώς μπορούμε να εξηγήσουμε αυτή την έκρηξη διεκδικητών της ψήφους μας; Τέσσερις λόγοι μπορεί να θεωρηθούν ως οι πιο σημαντικοί:
1) Αναλογική Εκπροσώπηση: Αυτήν την φορά οι εκλογές γίνονται με το σύστημα της απλής αναλογικής εκπροσώπησης, πράγμα που σημαίνει ότι τα κόμματα λαμβάνουν έδρες στο κοινοβούλιο αποκλειστικά με βάση το ποσοστό των ψήφων που λαμβάνουν – αρκεί να περάσουν το περίφημο όριο εισόδου του 3% του συνολικού αριθμού ψήφων. Αυτό το σύστημα ενθαρρύνει, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά παντού όπου εφαρμόζεται, τον σχηματισμό πολλαπλών κομμάτων και επιτρέπει σε μικρότερα κόμματα να ελπίζουν ότι θα εκπροσωπηθούν στο κοινοβούλιο.
2) Κατακερματισμός του πολιτικού τοπίου: Η τωρινή πολιτική περίοδος που διανύουμε και η οποία αντικατέστησε την πατερναλιστική-κρατικιστική Μεταπολίτευση (1974-2019), χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό πολιτικού κατακερματισμού, χωρίς κανένα κόμμα να κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή - ανεξαρτήτως του εκλογικού συστήματος.
Η αδυναμία του κυβερνώντος κόμματος, οποιοδήποτε κι αν είναι αυτό, να δρα πια ως ο μεγάλος πατερούλης μοιράζοντας λεφτά και προνόμια σε όποια κοινωνική ομάδα αυτό επέλεγε, οδηγεί πολιτικές ελίτ και απλούς ψηφοφόρους σε εναλλακτικές στρατηγικές πρόσβασης στην πολιτική εξουσία: Τόσο δευτερεύουσες ελίτ, όσο και περιθωριακά κοινωνικά στρώματα, αντί να ικανοποιούνται με τα λίγα που τους προσέφερε μέχρι πρόσφατα η συμμετοχή τους σε ένα μεγάλο κόμμα, θεωρούν πιο πρόσφορο την αυτόνομη συμμετοχή στις εκλογές όπου με ένα 3% μπορούν να εισέλθουν στο Κοινοβούλιο και να ανταλλάξουν τις πολύτιμες κοινοβουλευτικές ψήφους τους με διάφορες απτές παροχές και προνόμια από το κυβερνητικό κόμμα.
3) Οικονομικά και Κοινωνικά Θέματα: Η Ελλάδα έχει αντιμετωπίσει σημαντικές οικονομικές και κοινωνικές προκλήσεις τα τελευταία χρόνια, προκλήσεις οι οποίες άλλαξαν την υφή της κοινωνικής δομής και την δυναμική της δημόσιας σφαίρας έτσι ώστε αυτά, σε κάποιον βαθμό, να μην είναι συμβατά με τα σύμβολα και τα πολιτικά προγράμματα των κυρίαρχων πολιτικών κομμάτων. Ως αποτέλεσμα, έχουν προκύψει πολλά νέα κόμματα που, λειτουργώντας ως «πολιτικές μεταλλάξεις», επιδιώκουν να αποτελέσουν την πολιτική έκφραση αυτών των ποικίλων κοινωνικών αλλαγών.
4) Τέλος, ένας πιο ιδιάζων και συγκυριακός, αλλά εξαιρετικά σημαντικός, λόγος είναι η αδυναμία των δύο πολιτικών ηγετών, του Κυριάκου Μητσοτάκη και του Αλέξη Τσίπρα, να συγκρατήσουν, αντιστοίχως, το δεξιότερο και το αριστερότερο κομμάτι του πολιτικού φάσματος. Και, αν η παρουσία μεγάλου αριθμού ακροαριστερών κομμάτων εξηγείται από την εγγενή τάση του χώρου για «ιδεολογική αγνότητα» την οποία πρόδωσε ο «μνημονιακός» Τσίπρας, η δημοφιλία των ακροδεξιών κομμάτων, που συνολικά ξεπερνούν το 7% είναι πιο δύσκολο να εξηγηθεί καθώς η κυβέρνηση Μητσοτάκη ενδυνάμωσε ποικιλοτρόπως την Ελλάδα ως γεωπολιτική και γεω-οικονομική οντότητα. Πώς θα μπορούσαμε να εξηγήσουμε αυτό το παράδοξο; Ως αποτέλεσμα της απόλυτης παράβλεψης του ρόλου και της σημασίας των συμβόλων στην συγκρότηση της πολιτικής κοινωνίας και της κομματικής κοινότητας.
Ενώ λοιπόν στην πράξη η Νέα Δημοκρατία ενήργησε στο πλαίσιο του «αστικού εθνικισμού» φυλάσσοντας σύνορα, δημιουργώντας διεθνείς συμμαχίες, και εφαρμόζοντας εξοπλιστικά προγράμματα, ο λόγος της και οι συμβολικές αναφορές της ήταν/είναι διεθνιστικές, κατευναστικές και πασιφιστικές, γεγονός που αποξενώνει κοινωνικές ομάδες οι οποίες δίνουν μεγάλη σημασία στην προβολή των εθνικών συμβόλων. Ο φόβος μήπως κατηγορηθεί για «ακροδεξιά συμπεριφορά» μαζί με την αντι-εμβολιαστική αντίδραση επιφέρει σοβαρά πλήγματα και απώλειες στον χώρο της αυταρχικής και της αντισυστημικής δεξιάς.
Συνολικά, πώς θα μπορούσαμε να κρίνουμε αυτήν την εξέλιξη; Αποτελεί θετική ή αρνητική εξέλιξη; Η απάντηση εδώ πρέπει να είναι αμφίσημη: Η πολιτική ποικιλομορφία αποτελεί μία θετική κατάσταση καθώς μέσα από αυτήν θα προκύψουν θεσμοί που θα ικανοποιούν από την μία μεριά τα «λειτουργικά προαπαιτούμενα» του πολιτικού συστήματος, και από την άλλη θα εκφράζουν τα νέα αιτήματα και τις νέες ταυτότητες των πολιτών. Όμως τα πολυάριθμα κόμματα εντός του κοινοβουλίου είναι μία αρνητική εξέλιξη καθώς οδηγεί είτε στην αδυναμία συγκρότησης κυβέρνησης, είτε σε διεφθαρμένες, ισχνές και θνησιγενείς κυβερνήσεις όπου εξυπηρετήσεις θα ανταλλάσσονται με ψήφους εμπιστοσύνης.
Με άλλα λόγια, οι νέες κοινωνικές διαφοροποιήσεις θα πρέπει να βρίσκουν χώρο και τρόπο έκφρασης εντός των μεγάλων κομμάτων και όχι ως νέα αλλά ισχνά κόμματα που τελικά εκφράζουν περισσότερο τις προσωπικές φιλοδοξίες των αρχηγών τους παρά το ίδιο το κοινωνικό αίτημα εκπροσώπησης. Όσο για τους αρχηγούς αυτών των μεγάλων κομμάτων-παρατάξεων, ο ρόλος τους γίνεται εξαιρετικά αποφασιστικός αλλά και μοιραίος, καθώς θα πρέπει να αφουγκράζονται και να συνθέτουν ποικίλα ακροατήρια, πολύ πιο διαφορετικά και πιο απαιτητικά απ’ ότι ήταν στο παλιό, καλό παρελθόν της Μεταπολίτευσής μας. Μία αδυναμία άρθρωσης ενός λόγου ικανού να συνθέτει και να συνενώνει ευρύτερα ακροατήρια θα οδηγήσει σε μία πολιτική κοινωνία χωρίς έμπνευση, χωρίς δυναμική, και χωρίς όραμα.
* Ο Μανούσος Μαραγκουδάκης είναι Καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου και επιστημονικός επιμελητής του Συλλογικού Τόμου: Η Διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ - μια κριτική αποτίμηση (Εκδόσεις Σιδέρη, 2020)