Η EPPO είναι ένα ανεξάρτητο όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρμόδιο να ερευνά, να διώκει και να παραπέμπει ενώπιον της δικαιοσύνης εγκλήματα σε βάρος των οικονομικών συμφερόντων της ΕΕ, όπως η απάτη, η διαφθορά, το ξέπλυμα χρήματος και διασυνοριακή απάτη στον τομέα του ΦΠΑ.
Ο σκοπός που συστάθηκε η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία είναι ότι το 2018 μόνο, οι χώρες της ΕΕ απώλεσαν έσοδα ύψους 140 δισ. € από τον φόρο προστιθέμενης αξίας (ΦΠΑ) εξαιτίας υποθέσεων διακρατικής απάτης, σύμφωνα με εκτίμηση. Πριν από την έναρξη λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας, μόνο οι εθνικές αρχές μπορούσαν να ερευνούν τέτοιου είδους εγκλήματα –αλλά με περιορισμένα εργαλεία, καθώς οι εξουσίες τους σταματούσαν στα εθνικά σύνορα.
Ομοίως, τα όργανα της ΕΕ που προηγήθηκαν της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας στον συγκεκριμένο τομέα, όπως η Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF), ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Επιβολής του Νόμου (Europol) και ο Οργανισμός της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Ποινική Δικαιοσύνη (Eurojust), δεν μπορούν να κινούν ποινικές έρευνες ούτε να ασκούν διώξεις στα κράτη μέλη.
Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία βοηθά στην υπέρβαση των αδυναμιών αυτών και, κατά συνέπεια, στην πάταξη των εγκλημάτων σε βάρος του προϋπολογισμού της ΕΕ.
Σε συνέντευξη της στην «Καθημερινή», η Ευρωπαία Γενική Εισαγγελέας, Λάουρα Κοβέσι, τόνισε, «Έχουμε ασκήσει ποινική δίωξη σε 23 δημόσιους λειτουργούς και σύμφωνα με αυτά που ορίζει το ελληνικό σύνταγμα δεν καταφέραμε να διεξάγουμε την έρευνα σε βάρος πρώην υπουργών που ήταν ενδεχομένως ύποπτοι για την υπόθεση, αλλά εξαιτίας αυτής της συνταγματικής πρόβλεψης θέσαμε υπόψιν της εξεταστικής επιτροπής της Βουλής μέρος της έρευνάς μας.
Σύμφωνα με τη δική μας οπτική, αυτό παραβιάζει τον κανονισμό και την ευρωπαϊκή νομοθεσία και θα έπρεπε να έχουμε τη δυνατότητα να πάμε μέχρι τέλους με αυτή την έρευνα, γιατί όλα αυτά που εξετάζουμε σχετίζονται με το πώς ξοδεύτηκαν τα χρήματα σε αυτό το έργο και τι συνέβη τελικά. Με βάση τα στοιχεία που έχουμε, αν το έργο είχε υλοποιηθεί εγκαίρως και σωστά, αυτή η τραγωδία δεν θα είχε ποτέ συμβεί».
Μεταφράζοντας την παραπάνω δήλωση, καταλαβαίνουμε ότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει διεξάγει την έρευνα και έχει ασκήσει ποινική δίωξη σε 23 δημόσιους λειτουργούς. Επαναλαμβάνουμε ότι η εντολή της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας εξαντλείται σε θέματα που έχουν να κάνουν με οικονομικό έγκλημα.
Δεν διερευνά το ποινικό σκέλος του ατυχήματος των Τεμπών. Στην αναφορά σε πρώην υπουργούς, πάλι η όποια έρευνα θα περιοριζόταν αν προκύπτουν ευθύνες ως προς το οικονομικό σκέλος της επίμαχης σύμβασης και τίποτε περισσότερο. Τα υπόλοιπα είναι ξεκάθαρη υπέρβαση των αρμοδιοτήτων της και απαράδεκτης εμπλοκής της σε εσωτερικά ζητήματα κράτους, μέλους.
Αν από την έρευνα προέκυπτε οποιαδήποτε ενδεχόμενη ανάμειξη πολιτικών προσώπων, όφειλε να το αναφέρει ή να ζητήσει τη συνεργασία της ελληνικής βουλής. Και όχι να διαδίδει με διαρροές ή συνεντεύξεις ότι παρεμποδίζεται το έργο της. Ούτε είναι δουλειά της ευρωπαϊκής εισαγγελίας να κάνει κριτική στο ελληνικό σύνταγμα και να αφήνει υπόνοιες για συγκάλυψη. Άλλωστε στην ιστοσελίδα που αφορά στην συγκεκριμένη υπόθεση αναφέρεται και το παρακάτω και πουθενά δεν αναφέρεται τίποτα από όσα είπε στη συνέντευξη της.
«H έρευνα αποκάλυψε επίσης γεγονότα που θα μπορούσαν να συνιστούν παράβαση καθήκοντος από επιθεωρητές-ελεγκτές της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας (NTA), στους οποίους η Εισαγγελία της Ελλάδας ανέθεσε το έργο της διενέργειας ελέγχου σχετικά με την εκτέλεση της σύμβασης 717. Η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία αποφάσισε να παραπέμψει τη νέα αυτή υπόθεση στις ελληνικές αρμόδιες αρχές, για περαιτέρω νομικές ενέργειες, καθώς τα γεγονότα που αποτελούν αντικείμενο αυτής της έρευνας δεν συνιστούν ποινικό αδίκημα στο πλαίσιο της εντολής της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας.
Σε ερώτημα στην ίδια συνέντευξη αν υπάρχουν ενδείξεις κακοδιαχείρισης χρημάτων στην υπόθεση απάντησε ότι :
«Το εξετάζουμε, εάν υπάρχουν υπεξαιρέσεις και ερευνούμε αποκλειστικά τα εγκλήματα που υπάγονται στη δικαιοδοσία της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας. Δεν ερευνούμε εγκλήματα που αγγίζουν άμεσα τα θύματα». Εδώ αυτοαναιρείται, ομολογώντας την πραγματική διάσταση της έρευνας της. Δεν έχει καμία, μα παντελώς καμία αρμοδιότητα να διερευνήσει το ατύχημα των Τεμπών.
Με παρέμβασή του ο πρόεδρος της Ένωσης Διοικητικών Δικαστών, Παναγιώτης Δανιάς, σημείωσε ότι «θα της συνιστούσα να κάνει τη δουλειά της αθόρυβα και μεθοδικά, όπως κάνουν οι πραγματικοί δικαστές και εισαγγελείς, χωρίς βαρύγδουπες δηλώσεις που προσβάλλουν τη θεσμική αυτονομία των κρατών-μελών της Ε.Ε. και την καθιστούν μέρος του προβλήματος, αντί της λύσης».
Σχετικά με τον ισχυρισμό ότι παρεμποδίζεται το έργο της, ο κ. Δανιάς είναι κατηγορηματικός. «Αν διαπιστώσει, πράγματι, εμπόδια στο έργο αυτό από υπουργούς, να τους κατονομάσει και να το στείλει στη Βουλή, που είναι η μόνη αρμόδια να επιληφθεί. Εκτός, αν ο σκοπός της είναι να κατέβει και αυτή στις ευρωεκλογές, σαν τον Βέλγο ανακριτή της υπόθεσης της Καϊλή».
Φαίνεται ότι κάποιοι βιάζονται να βγάλουν ετυμηγορία για την τραγωδία των Τεμπών, ποντάροντας στο πένθος, τη στενοχώρια και τη δίκαιη οργή για το χαμό τόσων ανθρώπων. Αν δεν αποδοθεί δικαιοσύνη θα είναι ασυγχώρητο. Όπως είναι ασυγχώρητο να χτίζονται πολιτικές καριέρες με το αίμα των θυμάτων.
* Ο Νικόλαος Δ. Τσαγκανέλιας εργάζεται για πάνω από 27 χρόνια στον χρηματοοικονομικό χώρο. Από το 2015 εργάζεται στην Tavira Securities με έδρα το Λονδίνο, ως Hedge Fund Operations & Risk.