Το πολιτικό σκηνικό της χώρας μοιάζει πλέον να βρίσκεται στην «αφετηρία» της διαδρομής, που θα οδηγήσει ουσιαστικά στις κάλπες των επόμενων εθνικών εκλογών. Αυτό το «σημείο εκκίνησης» για τα πολιτικά κόμματα αποτυπώνει η δημοσκόπηση της Pulse, που καταγράφει τον αντίκτυπο μιας σειράς πολιτικών εξελίξεων – της διαγραφής Σαμαρά, της «πτώσης» του ΣΥΡΙΖΑ από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την άνοδο σε αυτή του ΠΑΣΟΚ, της εκλογής Φάμελλου και της δημιουργίας κόμματος από τον Στέφανο Κασσελάκη – που έλαβαν χώρα τις τελευταίες εβδομάδες.
Με την κοινή γνώμη να «μεταβολίζει» ακόμη τις ραγδαίες εξελίξεις από τις ευρωεκλογές έως σήμερα, η δημοσκόπηση της Pulse καταγράφει το δεδομένο του κατακερματισμού των πολιτικών συσχετισμών. Η Νέα Δημοκρατία διατηρείται στην πρώτη θέση με ποσοστό στην πρόθεση ψήφου 24% – και στο σενάριο κατανομής των αναποφάσιστων να φθάνει το 29,5% – και το ΠΑΣΟΚ να παγιώνεται στη δεύτερη θέση με 14%, που μετατρέπεται σε 17,5% στην υπόθεση κατανομής των αναποφάσιστων.
Ακολουθούν, με ποσοστά στην πρόθεση ψήφου, το ΚΚΕ στο 7,5%, ο ΣΥΡΙΖΑ στο 6,5%, όπως και η Ελληνική Λύση, η Φωνή Λογικής και το Κίνημα Δημοκρατίας με 4%, η Πλεύση Ελευθερίας 3,5%, η Νίκη 3%, το ΜέΡΑ25 2,5%, η Νέα Αριστερά 2% και οι Σπαρτιάτες 1,5%. Από τα ποιοτικά στοιχεία της δημοσκόπησης προκύπτει ότι η απώλεια της δεύτερης θέσης για τον ΣΥΡΙΖΑ για την κοινή γνώμη, κάθε άλλο παρά προσωρινή είναι, καθώς το 49% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι οι ευκαιρίες ανάκαμψης για την Κουμουνδούρου «έχουν τελειώσει»
Βάσει των νέων δεδομένων σχεδιάζει πλέον τη στρατηγική του και το Μέγαρο Μαξίμου, το οποίο καλείται ταυτόχρονα να «ανιχνεύσει» όλα τα πιθανά σενάρια, που θα προκύψουν από τις κάλπες και να δημιουργήσει το δίλημμα, που θα θέσει στους πολίτες, διεκδικώντας μια τρίτη θητεία.
Στη συνέντευξή του στον Alpha, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μοιάζει να σχηματοποιεί πλέον τις «κόκκινες γραμμές» του, τόσο για το εσωκομματικό σκηνικό της Νέας Δημοκρατίας, όσο και για τους πολιτικούς του αντιπάλους. Απέρριψε δύο σενάρια, αυτό των πρόωρων εκλογών και της αλλαγής του εκλογικού νόμου, κάνοντας λόγο αφενός για «σχέδιο τριετίας» της κυβέρνησης, αφετέρου δεσμευόμενος ότι «οι κανόνες του παιχνιδιού είναι σταθεροί […] με αυτό το εκλογικό σύστημα θα πάμε στις εκλογές του 2027».
Στη συνέντευξή του, ο κ. Μητσοτάκης «υπέδειξε» ουσιαστικά και τη στόχευσή του, που δεν είναι άλλη από τη μεσαία τάξη, «θα κάνουμε περισσότερα πράγματα σε ορίζοντα τριετίας και για τη μεσαία τάξη», είπε χαρακτηριστικά. Με το ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη θέση και διακηρυγμένο πλέον τον στόχο της Χαριλάου Τρικούπη να νικήσει στις εκλογές, ο Κυριάκος Μητσοτάκης «προκάλεσε» ουσιαστικά τον Νίκο Ανδρουλάκη να δείξει ότι «μπορεί να σηκώσει το βάρος της ευθύνης», που απορρέει από τη θέση του πρωθυπουργού.
«Θα πρέπει να πείσει ότι αυτό είναι κάτι το οποίο μπορεί να το κάνει, ότι μπορεί να σηκώσει αυτό το βάρος, από τη στιγμή που έγινε αντιπολίτευση», είπε, επαναφέροντας επί της ουσίας το δίλημμα επιλογής προσώπων για τους πολίτες, όπως ακριβώς είχε κάνει και στις εθνικές εκλογές του 2023, έχοντας τότε απέναντί του τον Αλέξη Τσίπρα.
Με ένα ποσοστό – κατά την Pulse – της τάξεως του 42% των ερωτηθέντων και του 76% των ψηφοφόρων της Νέας Δημοκρατίας, να αξιολογούν θετικά τη διαγραφή του Αντώνη Σαμαρά, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έθεσε το όριο στην κριτική, που είναι διατεθειμένος να αποδεχτεί.
«Δεν μπορώ εγώ να επιτρέπω να διακινούνται τέτοιες θεωρίες, οι οποίες να με κατηγορούν εμένα και τον υπουργό Εξωτερικών ότι δήθεν ''κάνουμε μυστική διπλωματία'', ότι ''είμαστε ενδοτικοί απέναντι στην Τουρκία'' […] Η φράση η οποία ειπώθηκε για τα ''χαριεντίσματα'' από μόνη της ήταν τόσο απαράδεκτη, που δεν μου άφησε κανένα άλλο περιθώριο πέραν αυτού το οποίο έκανα. Υπάρχουν όρια τα οποία ξεπεράστηκαν. Δεν μπορεί κάποιος να υποδεικνύει στον Πρωθυπουργό να απολύσει ουσιαστικά τον Υπουργό Εξωτερικών» είπε χαρακτηριστικά, προεξοφλώντας, μάλιστα, ότι δεν θα ακολουθήσει καμία διαρροή από την κοινοβουλευτική του ομάδα.
Προχωρώντας, ταυτόχρονα, σε μια κίνηση, που δεν συνηθίζει – να σχολιάζει θέσεις πρώην πρωθυπουργών – ο κ. Μητσοτάκης εξέφρασε και τη διαφωνία του με τη διαφορετική άποψη του Κώστα Καραμανλή για τη διαγραφή Σαμαρά, λέγοντας, χωρίς περιστροφές, «Διαφωνώ. Αντίθετα, θεωρώ ότι με αυτόν τον τρόπο προστάτευσα και το κύρος της κυβέρνησης και το κύρος της παράταξης».
Σε αυτό το κλίμα, κάθε άλλο παρά τυχαία ήταν η επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη, να δώσει τη μισή συνέντευξη στον Αντώνη Σρόιτερ από την Τανάγρα. Πιστοποιώντας από τη μία πλευρά, τις πάγιες «κόκκινες γραμμές» με την Τουρκία, λέγοντας ότι «είμαστε μακριά» από το ενδεχόμενο επίλυσης της μόνης διαφοράς, της οριοθέτησης ΑΟΖ και υφαλοκρηπίδας, επαναλαμβάνοντας ότι «η Τουρκία επιμένει στις θέσεις της και εμείς επιμένουμε στις δικές μας» και καταλήγοντας ότι «στον τομέα αυτόν δεν έχει επιτευχθεί καμία ουσιαστική πρόοδος», ο πρωθυπουργός έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα εξοπλιστικά προγράμματα, που η χώρα υλοποιεί, σημειώνοντας ότι πρέπει να είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο.
Η κυβερνητική πολιτική, που εφαρμόζεται τόσο στο κομμάτι της διπλωματίας, όσο και σε αυτό των ενόπλων δυνάμεων, αποτελούν για το Μέγαρο Μαξίμου την ουσιαστική απάντηση σε όσους – εντός ή εκτός Νέας Δημοκρατίας – διατυπώνουν αμφιβολίες για την πορεία των εθνικών θεμάτων και αυτό είναι ένα κεφάλαιο, που ο κ. Μητσοτάκης θέλει να κλείσει χωρίς αστερίσκους.
Στη «μεγάλη εικόνα», που διαμορφώνεται, ο κίνδυνος, το αποτέλεσμα των επόμενων εθνικών εκλογών να οδηγήσει σε μια κρίση διακυβέρνησης, χωρίς να δίνει αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα και να επαναφέρει στο προσκήνιο σενάρια συνεργασιών, μένει στην πορεία του χρόνου να αποδειχθεί πόσο υπαρκτός είναι ή όχι. Ο πολιτικός χρόνος είναι πυκνός και τα επόμενα δυόμιση χρόνια θα καθορίσουν συσχετισμούς και τάσεις.