Η κίνηση του Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει την απευθείας παραπομπή του στο δικαστικό συμβούλιο δεν οδηγεί μόνο σε πρόωρο τέλος την προανακριτική επιτροπή, αν τελικά το αίτημά του γίνει δεκτό από την πλειοψηφία, αλλά και σε επίσπευση των διαδικασιών, καθώς η Δικαιοσύνη αναλαμβάνει αυτομάτως και χωρίς να αναμένεται το τέλος της κοινοβουλευτικής διαδικασίας, που θα διαρκούσε τουλάχιστον δύο μήνες.
Η αντίδραση του συνταγματολόγου Νίκου Αλεβιζάτου περιέγραφε ουσιαστικά το αυτονόητο, σημειώνοντας ότι το αίτημα Τριαντόπουλου «δικαστικοποιεί επιτέλους τη διαδικασία για την αναζήτηση υπουργικών ευθυνών για τη δίωξη των υπουργικών αδικημάτων», επισημαίνοντας αφενός ότι η απόδοση ευθυνών που αναμένουν οι συγγενείς δεν μπορεί να ικανοποιηθεί διαφορετικά, από το να πάνε το ταχύτερο οι υποθέσεις στη Δικαιοσύνη, αφετέρου ότι ο Αρεοπαγίτης που θα οριστεί ανακριτής κατόπιν κλήρωσης «έχει δικαίωμα όχι απλώς να κάνει πλήρη ανάκριση αλλά να διευρύνει και την κατηγορία». Κατά τον κ. Αλιβιζάτο, αν αποδειχθεί ότι οι ευθύνες αγγίζουν και άλλο υπουργό, τότε το κατηγορητήριο μπορεί να διευρυνθεί και η δικαστική έρευνα δεν περιορίζεται από το παραπεμπτικό το οποίο θα ψηφίσει η προανακριτική επιτροπή.
Το ξεκάθαρο «τοπίο» που περιγράφει ο συνταγματολόγος Νίκος Αλιβιζάτος δεν συμμερίζεται η αντιπολίτευση. Ενώ στόχος της προανακριτικής ήταν η παραπομπή στο φυσικό δικαστή του πρώην υφυπουργού, η πρότασή του να παραπεμφθεί απευθείας σε αυτόν, «ερμηνεύεται» από την αντιπολίτευση ως μια ακόμη κίνηση συγκάλυψης, παρότι οι αιτιάσεις περί απόκρυψης μαρτύρων ή περιορισμού του κατηγορητηρίου στο πλημμέλημα, δεν επιβεβαιώνονται από τους αναλυτές.
Η κυβέρνηση από την πλευρά της μιλά για ένδειξη πολιτικής ευθιξίας, που συνάδει με τη βούληση της κοινωνίας και των συγγενών των θυμάτων της τραγωδίας για απόδοση δικαιοσύνης από την ίδια τη Δικαιοσύνη, ώστε να μην υπάρξει η παραμικρή σκιά περί δήθεν κοινοβουλευτικής «συγκάλυψης».
Κυβερνητικά στελέχη υπογράμμιζαν, άλλωστε, ότι για πρώτη φορά ένας πρώην υπουργός που ελέγχεται για υπόθεση που αφορά την άσκηση των καθηκόντων του, ζητάει την απευθείας κρίση του από τον φυσικό δικαστή, θεωρώντας ότι το όποιο πόρισμα εκδοθεί από την Προανακριτική Επιτροπή μπορεί να γίνει αντικείμενο έντονης αντιπαράθεσης και αμφισβήτησης, λόγω της κομματικής προέλευσης των μελών της.Πέρα από την εναρμόνιση με το κοινό αίσθημα, στο κυβερνητικό επιτελείο υπογράμμιζαν ότι με αυτό τον τρόπο απορρίπτονταν όλα τα επιχειρήματα περί κομματικής «ασπίδας» στο πρόσωπο του κ. Τριαντόπουλου ή πρόθεσης της κυβέρνησης να τον απαλλάξει προκαταβολικά από τη διερεύνηση τυχών ευθυνών του.
Οι πρώτες αντιδράσεις της αντιπολίτευσης πυροδοτούν ένα νέο γύρο σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης, με την κυβέρνηση να περνά στην αντεπίθεση και να μιλά πλέον για αποκάλυψη των πραγματικών στοχεύσεων των κομμάτων. Στη «μεγάλη εικόνα» από το Μέγαρο Μαξίμου υπενθυμίζουν ότι ο κ. Ανδρουλάκης ήταν εκείνος που έλεγε προ μηνός πως θα πρέπει να πηγαίνει «όποιος και αν εμπλέκεται στον φυσικό δικαστή χωρίς καμία προστασία», ενώ στην ίδια γραμμή εμφανιζόταν και ο ΣΥΡΙΖΑ, επομένως, όπως σημειώνουν, αυτό που ζητούσαν γίνεται πράξη, διαλύοντας όλα τα επιχειρήματα περί συγκάλυψης.
Η κυβέρνηση καταλογίζει πλέον στην αντιπολίτευση μικροψυχία και αμηχανία, με το ΠΑΣΟΚ, όπως επισημαίνει, να ομολογεί ότι είχε ήδη βγάλει καταδικαστικό πόρισμα, τον δε ΣΥΡΙΖΑ να λέει ότι προτιμά να διαδραματίσουν τα κόμματα τον ρόλο του δικαστή και όχι οι τακτικοί δικαστές και μάλιστα ανωτάτων δικαστηρίων.
«Όπως είχαμε επισημάνει από την πρώτη στιγμή, ούτε αλήθεια θέλουν, ούτε Δικαιοσύνη, για το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών. Πολιτικό σωσίβιο έψαχναν, μέσω μιας πρωτοφανούς απόπειρας εργαλειοποίησης ενός τραγικού δυστυχήματος και τελικά βούλιαξαν οι ίδιοι μέσα στα δικά τους ψέματα» έλεγαν χαρακτηριστικά κυβερνητικά στελέχη, διαπιστώνοντας ότι αυτό που επεδίωκε η αντιπολίτευση ήταν ένα πολιτικό show στη Βουλή.
Από την κυβέρνηση υπογραμμίζουν ότι δεν υπάρχει ανακριτική πράξη που να μην μπορεί να διενεργήσει το δικαστικό συμβούλιο που θα αποτελείται από 5 ανώτατους δικαστές που ορίζονται μετά από κλήρωση, επομένως δεν ευσταθεί πλέον καμία κατηγορία περί συγκάλυψης. Σημειώνουν, δε, ότι η διαδικασία είναι απολύτως νόμιμη και συνταγματική, χαρακτηρίζοντας ανεκδιήγητη την προσπάθεια του ΠΑΣΟΚ να απαξιώσει την πρόταση Τριαντόπουλου, σημειώνοντας ότι η προανακριτική δεν «κλείνει», αλλά αντιθέτως, την αποδέχεται πλήρως ο πρώην υφυπουργός.
Για το Μέγαρο Μαξίμου αυτή η κίνηση έρχεται, μάλιστα, σε πλήρη συμφωνία με την προαναγγελία του Κυριάκου Μητσοτάκη, κατά την πρόσφατη συζήτηση της πρότασης δυσπιστίας στη Βουλή, της πρότασης αναθεώρησης του άρθρου 86 του Συντάγματος περί ευθύνης υπουργών, καλώντας, τότε, τα κόμματα να συμφωνήσουν.
Εφόσον εγκριθεί το αίτημα του πρώην υφυπουργού, τότε η υπόθεση θα παραπεμφθεί στο πενταμελές Δικαστικό Συμβούλιο του Ειδικού Δικαστηρίου, που αποτελείται από ανώτατους δικαστές και οι οποίοι θα ορίσουν έναν Αρεοπαγίτη μέλος του προκειμένου να διενεργήσει το ανακριτικό έργο, ώστε βάσει του πορίσματός του, το Συμβούλιο να καταλήξει σε βούλευμα για παραπομπή ή μη του πρώην υφυπουργού στο Ειδικό Δικαστήριο.