Οι δημοσκοπήσεις, που ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί εντεταλμένες και ψευδείς, όπως τις θεωρούσε και το 2019, καταγράφουν το πρωτοφανές μεταπολιτευτικά.
Η κοινή γνώμη αποστρέφει πρόσωπον στην αξιωματική αντιπολίτευση, ενώ για τόσο μεγάλο διάστημα ο αρχηγός της υπολείπεται στην πρωθυπουργική καταλληλότητα, ενίοτε και από το δημοσκοπικό ποσοστό του κόμματος. Εντυπωσιακό για έναν αρχηγό που πριν δύο χρόνια ήταν Πρωθυπουργός.
Ακόμη εντυπωσιακότερο είναι ότι σε αυτά τα δύο χρόνια η καταλληλότητα του υποχώρησε περαιτέρω. Στη χθεσινή δημοσκόπηση της Pulse η καταλληλότητα Μητσοτάκη- Τσίπρα ήταν 44-26. Δεύτερος παραμένει και στην Opinion Poll, με μεγαλύτερη απόκλιση (52-18,5%).
Δεν οφείλεται στο ότι τον… επισκίασε ο Μητσοτάκης. Ο ίδιος καταβαράθρωσε εαυτόν. Σε ζοφερούς καιρούς όπου η αγωνία του θανάτου επισκίαζε την πλανητική κοινότητα, επιδόθηκε σε ασύγγνωστη προσπάθεια να αναβιώσει τον κακό αντιμνημονιακό εαυτό του και να αναστήσει το κύμα των αγανακτισμένων.
Αλλά οι καιροί δεν αντιγράφουν εαυτούς, ιδιαίτερα όταν ο εχθρός είναι αόρατος και όχι οι ορατοί πολιτικοί αντίπαλοι, τους οποίους μπορείς να δαιμονολογήσεις ασυστόλως, και να τους υποδείξεις ως τους αποδιοπομπαίους τράγους που θα άρουν το κοινό μίασμα.
Το βασικό που αναδύεται από τις δημοσκοπήσεις είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη για τα δύσκολα της χώρας. Παράλληλα με την καταγγελτική εχθροπαθή ρητορική που εκπέμπουν ο ίδιος, στελέχη, ενεργοί οπαδοί και τα τρολ τους, απομάκρυναν περαιτέρω εαυτούς από την Κεντροαριστερά, και τους κεντροαριστερούς από αυτούς.
Η εγκαθίδρυση στην Κεντροαριστερά δεν πραγματώνεται με πολιτική απόφαση. Συνεπάγεται άλλη κουλτούρα, άλλες προτάσεις, καθώς και πράο - λελογισμένο πολικό λόγο. Αλλά ακόμη και αυτά ως δια μαγείας να τα αποκτούσαν, δεν υπάρχει πλέον ακροατήριο στο οποίο θα μπορούσαν να απευθυνθούν.
Το κεντρώο κοινό που ψήφισε ΝΔ λόγω Μητσοτάκη, ακόμη δεν τον εγκαταλείπει. Αλλά και να το έκανε, θέλει πολύ ισχυρή δόση φαντασιοπληξίας να υποθέσει κανείς ότι θα στρεφόταν στον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλέξη.
Επίσης, η πλειοψηφία που έμεινε στο ΚΙΝΑΛ είναι δεδομένο ότι δεν έχει απλώς πολιτική αντίθεση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι όποιες πολιτικές διαφορές ίσως δεν είναι αγεφύρωτες. Είναι αγεφύρωτο το πολιτισμικό χάσμα. Οι συνειδητοί κεντροαριστεροί διέπονται από απέχθεια, θεωρώντας τον ένα λαϊκίστικο μόρφωμα.
Αυτά βλέπουν στον ΣΥΡΙΖΑ και έχουν αρχίσει οι «συζητήσεις διαδρόμου» μεταξύ ανωτάτων στελεχών, όπως συμβαίνει σε όλα τα κόμματα όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά. Συνήθως όμως σε τέτοιες περιπτώσεις δε βάζουν στο αμόνι τις ιδέες τους, δε διερωτώνται εάν είναι αυτές που ηττήθηκαν, εάν είναι αυτές που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες των κοινωνιών που απευθύνονται.
Ειδικά στην Αριστερά, που είναι προσηλωμένοι με θρησκευτική ευλάβεια και δογματικά πεπεισμένοι για την απόλυτη αλήθεια τους, οι συζητήσεις στρέφονται στα πρόσωπα και την εφηρμοσμένη πολιτική.
Συχνά φταίει η επικοινωνιακή πολιτική και οι υπεύθυνοι γι' αυτή (τρωτοί εκ των πραγμάτων όντας εκτεθειμένοι στη βιτρίνα), οι σύμβουλοι των αρχηγών, τα ανώτερα στελέχη, και στο τέλος, με κάποια αιδημοσύνη έρχονται και οι σκέψεις μήπως ο αρχηγός ολοκλήρωσε την αποστολή του.
Σε αυτή τη φάση βρίσκονται στον ΣΥΡΙΖΑ. Στην ενδεχόμενη περίπτωση που τα ποσοστά των επόμενων εκλογών είναι μικρότερα από αυτά του 2019, είναι δεδομένο ότι θα τεθεί θέμα αρχηγού. Ήδη τα βλέμματα - ως κομματική υπόθεση εργασίας, εξηγούμε για να μην υπάρξει παρανόηση – στρέφονται στην επόμενη γενιά.
Ο Τσακαλώτος, όταν τον είχαν ρωτήσει ανύποπτη στιγμή, εάν ενδιαφέρεται για τη θέση του Προέδρου, είχε απαντήσει ότι δεν αρμόζει στην ηλικία του, και είχε υποδείξει νεότερα στελέχη «όπως η Έφη» (Αχτσιόγλου). Παράλληλα τα βλέμματα στρέφονται και προς τον Γαβριήλ Σακελλαρίδη, τον πρώτο κυβερνητικό εκπρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Γαβριήλ συσσώρευσε πολιτικό κεφάλαιο όταν παραιτήθηκε από αξιώματα και τη βουλευτική θέση επειδή το έφερε συνειδησιακά βαρέως να ψηφίσει μνημόνια.
Χωρίς να είμαστε κακοί μάντεις, δε βλέπουμε τρόπο ανάκαμψης του ΣΥΡΙΖΑ. Όταν πρώην ο λαμπερός Αλέξης που τους πήρε από το 4% και τους έφτασε στο 36%, βρίσκεται πλέον πίσω από το κάρο (τα ποσοστά του κόμματος), ποιος άλλος θα μπορούσε, αν όχι να τους δώσει εξουσία, τουλάχιστον να τους διατηρήσει με ευπρόσωπο ποσοστό στην αξιωματική αντιπολίτευση;
Η ρότα του καραβιού άρχισε να πορεύεται μέσα από συμπληγάδες.