Οι τρεις ψάχνοντας τον...Σημίτη τους
Eurokinissi
Eurokinissi

Οι τρεις ψάχνοντας τον...Σημίτη τους

Το 1994 σε σπίτι στο Χαλάδρι έλαβε χώραν το περίφημο «δείπνο των τεσσάρων». Συνδαιτημόνες οι Κώστας Σημίτης, Θεόδωρος Πάγκαλος, Παρασκευάς Αυγερινός, και η οικοδέσποινα Βάσω Παπανδρέου.

«Κύριο πιάτο» ήταν ο Αντρέας, καθώς η εμφανώς προβληματική υγεία του, τον αποστερούσε από την παλαιά ικανότητά του κυβερνάν. Το δείπνο ήταν προετοιμασία της διαδοχής από τον Κώστα Σημίτη και κατέληξε προείκασμά της. Όπως αργότερα δήλωσε η οικοδέσποινα Βάσω, διοχέτευσαν την είδηση ελπίζοντες σε κάποιο σχόλιο στις στήλες των παραπολιτικών των εφημερίδων. Με έκπληξή τους είδαν την επομένη να διατυμπανίζεται ως πρωτοσέλιδο.

Οι συνθήκες και όχι κάποια συνωμοσία το έκαναν πρώτη είδηση. Ο Ανδρέας δεν μπορούσε πλέον να κυβερνήσει, συχνά αποφάσεις έπαιρναν η Μιμή και οι φίλοι της μέσω της οποίας τον επηρέαζαν. Ήταν ιστορική αναγκαιότητα να ανέλθει νέο πρόσωπο στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό και το δείπνο έγινε πρωτοσέλιδο. Αν είχε γίνει (ως υπόθεση εργασίας) στον καιρό της παντοδυναμίας του Ανδρέα, δε θα περνούσε ούτε τα ψιλά. Το πολύ να γινόταν παραπολιτικό σχόλιο με ιοβόλο σαρκασμό.

Για την ιστορία: Ο Ανδρέας πέρασε στην αντεπίθεση, και παρά την κλονισμένη υγεία του, θέλησε να αποδείξει ότι ήταν παρών στις εξελίξεις. Έτσι διοργάνωσε και ο ίδιος… δείπνο στη ροζ βίλα της Εκάλης. Προσκεκλημένοι οι φίλοι του Κάρολος Παπούλιας, Τηλέμαχος Χυτήρης και Γιώργος Κατσιφάρας - για να δικαιώσει τη ρήση ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται σαν φάρσα!

Από τα χιλιάδες δείπνα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά τη μεταπολίτευση, όπου οι συνδαιτημόνες έχουν ως γεύμα συνήθως υψηλόβαθμους απόντες, είναι το πλέον ιστορικό καθότι είχε καθοριστικό αποτέλεσμα στην κεντρική πολιτική σκηνή.

Τηρουμένων των αναλογιών τη θέση του τότε γεύματος των πρωτοκλασάτων στελεχών παίρνει η πολυδιαφημισμένη συζήτηση στρογγυλής τραπέζης των μικρομεσαίων, με το ερώτημα «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;» και με συνομιλητές τον Διονύση Τεμπονέρα από τον ΣΥΡΙΖΑ, τον Μανόλη Χριστοδουλάκη από το ΠΑΣΟΚ και η Έφη Αχτσιόγλου από τη «Νέα Αριστερά».

Αν η συζήτηση γινόταν μεταξύ πολιτικών επιστημόνων, δημοσιογράφων δημοσιολογούντων, θα είχε ενδιαφέρον ως αποτύπωση της τρέχουσας πραγματικότητας και των δυνατοτήτων αναδιαμόρφωσής της. Θα ήταν και «αθώο», με την έννοια ότι δε χρειάζεται να υπάρχουν ύστερες βλέψεις και σκέψεις για να διαπιστωθεί το πρωτοφανές της παντοκρατορίας Μητσοτάκη, και οι συνέπειες αυτής, θετικές αλλά και αρνητικές.

Όταν όμως συνυπάρχουν τρία στελέχη διαφορετικών κομμάτων της αντιπολίτευσης που θέτουν εαυτούς ως «αυτοφοράκηδες» στη διερεύνηση του «Ποιος», το ερώτημα χάνει την αθωότητά του. Οι διοργανωτές και υποστηρικτές της εκδήλωσης παρεμβαίνουν αντιδεοντολογικά στο εσωτερικό των κομμάτων προσπαθώντας να βιάσουν εξελίξεις.

Αντιθέτως, μια τέτοια συζήτηση είναι καθ΄ όλα νόμιμη και δεοντολογική στο εσωτερικό των κομμάτων τους εφόσον αυτά καρκινοβατούν. Στη λιγότερη δυσχερή θέση βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ. Ναι, ο Νίκος Ανδρουλάκης προσπαθεί ολημερίς αλλά… γιοφύρι δε στεριώνει. Ωστόσο, η ψυχρή παρατήρηση των αριθμών, μπορεί να μην τον δείχνει ιδιαίτερα επιτυχημένο αλλά προς ώρας δεν τον καταγράφει και ως καταστροφικό για το κόμμα του. Το παρέλαβε με ποσοστό 8,10% από τις εκλογές του 2019, και το ανέβασε στο 11,84% τον Ιούνιο του 2023.

Η Νέα Αριστερά ξεκίνησε με προσδοκίες υπερκέρασης του ΣΥΡΙΖΑ αλλά τα δημοσκοπικά ποσοστά της παραμένουν… μαραζιάρικα. Όσο για τον πολιτικό της λόγο, τις θέσεις που παρουσιάζει για τα γεγονότα της επικαιρότητας, δεν είναι τίποτε άλλο από το «κόπυ πάστε» των πλέον αφελών πολιτικών διακηρύξεων του ΣΥΡΙΖΑ.

Εκεί που συμβαίνει το αδιανόητο πατατράκ, είναι στο κόμμα φιλόδοξου εξολοθρευτή του Μητσοτάκη, Στέφανου. Τα ποσοστά συνεχίζουν να καταρρέουν, και αυτό επιτείνει την αλλόφρονη πολιτική του. Τελευταίο του άηθες παράπτωμα το σόου που έδωσε στο σημείο της τραγωδίας των Τεμπών.

Δεν αναφερόμαστε στο τραγικό γεγονός που διερευνάται από τη δικαιοσύνη και από την αρμόδια επιτροπή της Βουλής. Αλλά όποιος πάει σεμνύεται, αφήνει ένα λουλούδι, λέει δυο σεμνά λόγια στη μνήμη τους και άλλα τόσα καταδικαστικά για την κυβέρνηση Αλλά δεν εργαλειοποιεί τον θάνατο των παιδιών και τον πόνο των οικείων τους, σαν κοράκι.

Και δεν ήταν αυτά που είπε. Ήταν ότι πάλι πήρε μαζί του προσωπικό φωτογράφο και κάμεραμαν, σουλάτσαρε και πόζαρε στον τόπο της τραγωδίας, όπως πόζαρε και στη Μακρόνησο και το Άουσβιτς, χωρίς καμιά ενσυναίσθηση (αγαπημένη λέξη των Συριζαίων), καμία ντροπή. Ο άνθρωπος έχει ξεπεράσει τον Τσίπρα σε λαϊκισμό. Ο λαϊκισμός του Τσίπρα ήταν πολιτικός. Του Στέφανου είναι ό,τι να ΄ναι.

Ανήκει όμως στο στελεχικό δυναμικό του κόμματος η ευθύνη να τον κρίνει μετά τις ευρωεκλογές. Όχι σε παραθεσμικούς καλοθελητές που φιλοδοξούν να καναλιζάρουν την πολιτική ζωή.