Παρακολουθώ με ιδιαίτερο και ειλικρινές ενδιαφέρον την πολιτική συμπεριφορά του ΠΑΣΟΚ. Αντιλαμβάνομαι και συμμερίζομαι την αγωνία πολλών φίλων για την εκλογική του επίδοση και την μετεκλογική του τύχη.
Δυστυχώς, δεν μπορώ να μοιραστώ ούτε την αισιοδοξία πολλών, ούτε, πολύ περισσότερο την αμετροεπή συμπεριφορά, λίγων είναι αλήθεια, στελεχών τους. Κατανοώ ότι πρέπει κάπως να ξεχωρίσουν κατά την προεκλογική εκστρατεία, αλλά δεν εγκρίνω τις ανοίκειες επιθέσεις και την ιταμή συμπεριφορά που επιδεικνύουν, ιδιαίτερα απέναντι σε εκείνους με τους οποίους συμπορεύτηκαν σε δύσκολες εποχές για τη χώρα.
Διανύοντας την τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, η Ελλάδα έχει την ατυχία να διαθέτει ένα ασταθές πολιτικό σύστημα, έναν κολοβό δικομματισμό, στον οποίο, από τη μία πλευρά συμμετέχει η κεντροδεξιά και, από την άλλη, το συνονθύλευμα του ΣΥΡΙΖΑ.
Για την αποκατάσταση της υγείας του κομματικού συστήματος, η χώρα χρειάζεται έναν δεύτερο πόλο, ο οποίος θα διαθέτει τα χαρακτηριστικά της θεσμικότητας, του φιλοευρωπαϊκού και φιλοδυτικού προσανατολισμού, της υποστήριξης του κοινωνικού κράτους και της επικυριαρχίας του νόμου, χωρίς εξαιρέσεις. Έναν πόλο, ο οποίος θα προτείνει συγκεκριμένα μέτρα για την αύξηση του πλούτου και τη δικαιότερη ανακατανομή του, για την προστασία του περιβάλλοντος, την υπεράσπιση των ευάλωτων ομάδων και μειονοτήτων πάσης φύσεως και θα έχει την πολιτική βούληση να καταθέτει προτάσεις και να προβαίνει στους κατάλληλους συμβιβασμούς.
Ο μαξιμαλισμός προηγούμενων εποχών, ίσως να δούλεψε και να απέφερε κομματικά οφέλη, ήταν, όμως, οι συνθήκες άλλες και δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής σε αυτόν.
Για μένα προσωπικά, ο χρόνος μηδενίστηκε το 2010, όταν η χώρα βρέθηκε προ των πυλών της κολάσεως. Κρίνω κόμματα και πολιτικούς από τη στάση που κράτησαν μετά από την μοιραία εκείνη χρονιά.
Κρίνοντας το ΠΑΣΟΚ και τη στάση του, για το συγκεκριμένο διάστημα, θεωρώ πως η στάση του ήταν γενναία, εποικοδομητική και πατριωτική. Κατά το κοινώς λεγόμενο, το ΠΑΣΟΚ «έβαλε πλάτη», πλήρωσε δυσανάλογο τίμημα, αλλά είχε το θάρρος και τη γενναιότητα να λάβει δύσκολες, μα ιστορικά σπουδαίες αποφάσεις.
Πλήρωσε το τίμημα, όχι μόνο γιατί είδε να εξανεμίζονται τα εκλογικά του ποσοστά, αλλά γιατί το εγκατέλειψαν μεγάλες μάζες πολιτών, μεταναστεύοντας στον ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να διατηρήσουν αλώβητα τα δίκτυα των μικρών και μεγάλων συμφερόντων τους. Αυτοί δεν πρόκειται ποτέ να επαναπατριστούν στο ΠΑΣΟΚ. Έχουν ταυτιστεί με τη φαυλότητα που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ κατά τα 4,5 χρόνια της διακυβέρνησής του και ελπίζουν στην «ολική επαναφορά» του.
Στο ΠΑΣΟΚ απέμεινε, όμως, μία κρίσιμη μάζα μελών, στελεχών και φίλων, οι οποίοι στα πέτρινα χρόνια της πολιτικής αναταραχής, έδωσαν μάχες, όχι για να κάνουν καριέρες, αλλά για να σωθεί η πατρίδα.
Οι παραπάνω σκέψεις, με βασανίζουν καιρό τώρα. Δυσκολεύομαι να παρακολουθήσω την πολιτική αυτού του κόμματος, με τους διαρκείς επαμφοτερισμούς, τους υπαινικτικούς χρησμούς και την αοριστολογία, ως προς το μεγάλο ερώτημα - διακύβευμα των προσεχών εκλογών, το οποίο δεν είναι άλλο από το αν η χώρα θα αποκτήσει μία κυβέρνηση - ακόμη και συνεργασίας - η οποία θα φροντίσει για τη δημιουργία ενός κλίματος φιλικού προς τις επενδύσεις, για τη μείωση της ανεργίας και την ανάπτυξη.
Αυτό, ωστόσο, σημαίνει πως ο φιλόδοξος εταίρος μιας τέτοιας κυβέρνησης, θα πρέπει να διαθέτει ένα σύνολο προτάσεων, τις οποίες θα θέσει στη κρίση του εκλογικού σώματος. Αντ’ αυτού, βλέπουμε μία διαρκή σκιαμαχία για τα ονόματα πιθανών πρωθυπουργών και μία απροσδιόριστη στάση απέναντι στο βασικό ερώτημα.
Δεν συμφωνώ με εκείνους που θεωρούν πως η σοσιαλδημοκρατία έχει φάει τα ψωμιά της και πως σε ευρωπαϊκό επίπεδο αντιμετωπίζει μια βαθιά κρίση ταυτότητας. Ας μη ξεχνάμε πως σε δύο μεγάλες χώρες - τη Γερμανία και την Ισπανία - υπάρχουν κυβερνήσεις με σοσιαλδημοκράτες πρωθυπουργούς. Ταυτόχρονα, πολλοί από τους συντηρητικούς, εφαρμόζουν σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές, ιδίως από την περίοδο της πανδημίας και μετά. Ανάμεσα σε αυτούς και ο Έλληνας πρωθυπουργός.
Ελπίζω κι εύχομαι, οι φίλοι στο ΠΑΣΟΚ, να καταφέρουν να ξεπεράσουν αυτή την περιδίνηση της αυτοκαταστροφικής εσωστρέφειας, όχι μόνο για να επιβιώσουν εκλογικά και πολιτικά, αλλά για ξαναβρούν το βηματισμό τους στην μεγάλη, ευρωπαϊκή οικογένεια της σοσιαλδημοκρατίας και να αποτελέσουν τον δεύτερο πόλο που τόσο μεγάλη ανάγκη έχει σήμερα και το πολιτικό σύστημα και η χώρα μας. Σε διαφορετική περίπτωση υπάρχει πραγματικός κίνδυνος για τη χώρα, να ταλαιπωρηθεί για πολλά χρόνια από αυτόν τον κολοβό δικομματισμό και να χάσει όλα τα στοιχήματα της εποχής.