Ο όρος που χρησιμοποιείται εντός εισαγωγικών στον τίτλο ανήκει σε έναν από τους πιο χαρισματικούς σύγχρονους «γραφιάδες», λειτουργούς του γραπτού τύπου, στον Μιχάλη Τσιντίνη… Εννοεί, όπως ο ίδιος αποσαφηνίζει, την ύπαρξη -και δη την απόλυτη κυριαρχία στις ημέρες μας- ανταγωνιστικών μονολιθικών βεβαιοτήτων…
Και εδώ είναι ίσως το δράμα… Το δράμα της κριτικής σκέψης στην εποχή μας. Πράγματι… Αν κάποτε, επί ψυχρού πολέμου, είχε λεχθεί πως ο στρατός της μιας υπερδύναμης, του ενός πόλου του τότε διπολικού κόσμου, αποτελούσε τον εξ αντικειμένου πλέον πολύτιμο σύμμαχο του αντίπαλου στρατού, διότι δικαίωνε τη χρησιμότητά του, την ανάγκη ενίσχυσης και ενδυνάμωσή του…
Κατ’ αναλογία, οι σήμερα παραγόμενες βεβαιότητες σε πάρα πολλούς τομείς της κοινωνικοπολιτικής ζωής –παρ’ ημίν, πρόσφατα, από τις τηλεφωνικές υποκλοπές/επισυνδέσεις/συνακροάσεις καθώς και το θέμα της Κιβωτού ή το προσφυγόπουλο που εμφανίστηκε πως πέθανε στον Έβρο μέχρι την αντιμετώπιση ως δεδομένου παιδοβιαστή ενός καλλιτέχνη με πολιτικό πρόσημο-, όλες αυτές οι δεδομένες «αλήθειες» νομοτελειακά παράγουν αντίθετες βεβαιότητες.
(Νομίζω, δε, πως τις επόμενες ημέρες κάτι ανάλογο θα συμβεί –λόγω και της χαμηλής αξιοπιστίας του λόγου κάποιων δημόσιων αρχών- και με το πολύ πρόσφατο συμβάν του πυροβολισμού στο κεφάλι από αστυνομικούς ενός 16χρονου αθίγγανου που δεν πλήρωσε τη βενζίνη του: Οι μεν θα είναι σίγουροι πως πυροβόλησαν τον ρομά με κτηνώδη κυνισμό οι μπάτσοι-γουρούνια-δολοφόνοι, οι δε πως άνοιξε πυρ -ή πάντως πως με κάποιο τρόπο εκδήλωσε ανθρωποκτόνο συμπεριφορά- πρώτος ο «γύφτος»…).
Και στο αποτέλεσμα αυτό, στην απόλυτη κυριαρχία δηλαδή της άκριτης βεβαιότητας (με το ένα ή με το αντίθετο πρόσημο), καθοριστικά συμβάλλουν τα σύγχρονα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Διότι τα μεγέθη της αμφιβολίας και της παρέμβασης στο δημόσιο διάλογο τείνουν να γίνουν σταθερού αθροίσματος. Αμφιβάλλω πολύ σημαίνει γράφω ή/και μιλάω λίγο, με φειδώ, περίσκεψη, ακόμη και αυτοαναιρετική συστολή.
Ενίοτε, δε, σιωπώ ολοσχερώς. (Αυτό μπορεί να συμβαίνει ακόμη και με αυτοπροστατευτική διάθεση μέσα στον κόσμο των βεβαιοτήτων: «Του σιωπούντος ή του λουφάζοντος οι οικείοι ουδέποτε πενθοφορούν», θα μπορούσε να πει κανείς σήμερα, κάνοντας συγκερασμό και παράφραση της ιστορικής φράσης του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου, «εκ της πολιτικής μου ουδείς επενθοφόρησεν», και μιας άλλης που επαναλαμβάνει συχνά το Ευάγγελος Βενιζέλος: «Του φευγάτου η μάνα δεν κλαίει ποτέ»).
Αντίθετα: Δεν αμφιβάλλω καθόλου σημαίνει αφήνω την παρεμβατική μου λογοδιάρροια να κατακλύσει ή μάλλον να κατακλύζει επί καθημερινής βάσεως τους χώρους όπου καταχωρείται και αναδεικνύεται η δημόσια αντιπαράθεση. Παράγοντας φανατικούς γνωμακόλουθους, αλλά και εξίσου αταλάντευτους φορείς και εκφραστές της αντίθετης βεβαιότητας.
Με δευτεροβάθμιο αποτέλεσμα, στην ακόμη πιο εκκωφαντική σιωπή των σκεπτικών ή σκεπτικιστών να αντιστοιχεί η εκκωφαντική βοή των «ασφαλώς βεβαίων». Κάτι «λογικό» αν γίνει δεκτό πως η αταλάντευτη βεβαιότητα επί παντός θέματος συνιστά μορφή παράνοιας (με την έννοια πως οδηγεί σε εθελοτύφλωση): ως γνωστόν, δε, ο τρελός δεν φοβάται, δεν διστάζει, δεν αμφιβάλλει και δεν ντρέπεται, αντιθέτως αντιστέκεται στις διαψεύσεις των πιστεύω του που παράγει η πραγματικότητα…
Καταλήγουμε λοιπόν στο σημείο της αφετηρίας μας, τοποθετώντας το σε μια ευρύτερη βάση: το δίπολο των αντίθετων βεβαιοτήτων και των αντίθετων απολυτοτήτων, από κοινού δολοφονούν τον σκεπτικισμό και τον σχετικισμό, άρα την κριτική σκέψη.
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι συγγραφέας του βιβλίου «Ο Εθνικός Διχασμός και η κορύφωσή του. Η ΔΙΚΗ ΤΩΝ 'ΕΞΙ'. Εξιλασμός ή δικαστικός φόνος;», που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη