Πενία ποσοστών τέχνας κατεργάζεται. Η και αγωνιώδεις προσπάθειες προκειμένου να θρυμματισθεί η κυριαρχία Μητσοτάκη στο πολιτικό σκηνικό. Εξ ου και στις 13 Φεβρουαρίου οργανώνεται μια συζήτηση με τον εύγλωττο τίτλο: «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;».
Δεν ξέρουμε αν το συνειδητοποιούν οι οργανωτές και συνομιλητές, αλλά ο τίτλος της συζήτησης είναι δηλωτικός της αναγνώρισης του Μητσοτάκη ως κυρίαρχης οντότητας στην πολιτική συγκυρία. Γιατί θα είχε άλλο βάρος αν το ερώτημα αναζητούσε το «Απέναντι στη ΝΔ, ποιος;» και δεν το προσωποποιούσε στον Πρωθυπουργό. Είναι παράλληλα και υπονομευτικός έναντι των αρχηγών των δικών τους κομμάτων.
Συνομιλητές θα είναι ο Διονύσης Τεμπονέρας από τον ΣΥΡΙΖΑ, ο Μανόλης Χριστοδουλάκης από το ΠΑΣΟΚ και η Εφη Αχτσιόγλου από τη «Νέα Αριστερά». Οι ηγεσίες ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ δεν καλοδέχτηκαν τη συμμετοχή των στελεχών τους, αλλά προς το παρόν δεν έχουν εκδώσει απαγορευτικό.
Φιλοδοξία της δημόσιας συζήτησης των τριών είναι να αποτελέσει την πρώτη «μαγιά» για τη συσπείρωση των λεγόμενων «προοδευτικών δυνάμεων», αφού τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών αναμένονται αχαμνά.
Βέβαια ο χρόνος της συζήτησης είναι πρωθύστερος, άρα άκαιρος. Επιφανή στελέχη των βασικών αντιπάλων της ΝΔ (ή μάλλον του Μητσοτάκη αφού αυτός είναι το θέμα της συζήτησης), εμμέσως δηλώνουν ηττοπάθεια, αναζητώντας το πρόσωπο που θα μπορούσε να τρώσει τον Πρωθυπουργό!
Θα μπορούσε η εν λόγω πρωτοβουλία να χαρακτηρισθεί και ως προβοκάτσια έναντι των ίδιων των κομμάτων τους. Αλλά μάλλον απαλλάσσονται λόγω της πολιτικής απειρίας που συνεπάγεται η νεότητά τους, ή λόγω της μεγάλης τους απελπισίας. Πάντως οι αρχηγοί τους ούτε προσβλέπουν σε μια τέτοια συνεργασία, ούτε έχουν δώσει το «ΟΚ» για τέτοια συζήτηση.
Ο Κασσελάκης π.χ. αναφέρεται σε αυτόνομο ΣΥΡΙΖΑ που θα νικήσει τον Μητσοτάκη γιατί ξέρει καλύτερα αγγλικά. Ο Ανδρουλάκης δηλώνει ότι θα αναλάβει πρωτοβουλίες συνεννόησης μετά τις ευρωεκλογές. Θα απευθυνθεί, λέει, στην κοινωνία, εφόσον το κόμμα του έρθει δεύτερο και κατακτήσει τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Βέβαια ο ισχυρισμός είναι έωλος. Ως τις εθνικές εκλογές αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, εκτός αν αποσκιρτήσουν και άλλοι βουλευτές. Επίσης αν έρθει δεύτερος αλλά με διαφορά μόνο 2-3 μονάδων από τον ταλαιπωρούμενο ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα έχει εκείνη την ηγετική αύρα που θα του επιτρέψει να συσπειρώσει ευρύτερες δυνάμεις.
Άλλωστε αντικειμενικά δεν υπάρχει πεδίο σύγκλισης των κεντροαριστερών κομμάτων. Ο Ανδρουλάκης ναι μεν δε κάνει «γκελ» στον λαό, αλλά το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα, άσχετα με τις διαφωνίες για επί μέρους θέσεις του, παρουσιάζεται ως το πιο ορθολογικό, τεκμηριωμένο και τεχνοκρατικό, όλης της αντιπολίτευσης. Και φυσικά τηρουμένων των αναλογιών το λιγότερο λαϊκίστικο.
Δεν έχει πεδίο συνταύτισης με τον… «τρία πουλάκια κάθονται» ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου, ο οποίος περιφέρεται χωρίς πυξίδα, εκπέμποντας φραστικές πομφόλυγες, και παλινδρομώντας ανάμεσα στον φιλελευθερισμό και τον απολίτικο αριστερισμό. Ούτε φυσικά έχει μεγάλη σχέση το ΠΑΣΟΚ με τη «Νέα Αριστερά», της οποίας οι πρόσφατες ανακοινώσεις για τα πανεπιστήμια και τα F-35, παραπέμπουν σε αριστερίστικα γκρουπούσκουλα 18ρηδων «επαναστατών χωρίς αιτία».
Και η ευθύνη των στελεχών της «Νέας Αριστεράς» είναι επιτιμήσιμη, αφού ο αρχηγός Χαρίτσης αλλά και οι πλείστοι των βουλευτών της, πέρασαν από θέσεις υπουργικής ευθύνης. Και ο απλός πολίτης διερωτάται: Με τέτοια μυαλά κυβερνούσαν; Και με τέτοια μυαλά φιλοδοξούν να μας ξανακυβερνήσουν;
Χωρίς να εισερχόμαστε στον χώρο της συνωμοσιολογίας, θεωρούμε δεδομένο ότι επιχειρηματικοί κύκλοι προωθούν την συνεργασία της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, επειδή δεν τους βολεύει ο Μητσοτάκης. Αρκεί να διαβάσει κανείς την ειδησεογραφία κάποιων γνωστών sites. Σε αυτό το μήκος κύματος κάποιοι αρθρογράφοι εκπέμπουν «Ωσαννά» στο Επινέ!
Όπου «Επινέ» σημαίνει το προάστιο του Παρισιού στο οποίο ο Φρανσουά Μιτεράν συνένωσε υπό την σκέπη του κεντρώους, αριστερούς και αριστεριστές. Και σε δέκα χρόνια ήταν πρόεδρος της Γαλλίας. Τους διαφεύγουν βέβαια τρία δεδομένα. Αφενός ο Μιτεράν ήταν μαγνητική προσωπικότητα πανευρωπαϊκής αίγλης. Αφετέρου δεν είχε θητεύσει στην εξουσία, άρα ο λαός δεν είχε «ράμματα για τη γούνα του». Και τρίτο ήταν το κλίμα της εποχής, καθώς τη δεκαετία του ’80 ανέρχονταν οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις στην Ευρώπη.
Το «Απέναντι στον Μητσοτάκη, ποιος;» θα το απαντήσει ο λαός όταν στην αντιπολίτευση αναδυθεί μια χαρισματική προσωπικότητα. Προς το παρόν δεν διαφαίνεται. Απέναντι στον Μητσοτάκη είναι μόνο τα προβλήματα. Αυτά όντως μπορεί να τον νικήσουν αν δεν τα νικήσει.