Το πολιτικό κόστος της ηγεσίας στις δημοκρατίες
Shutterstock
Shutterstock

Το πολιτικό κόστος της ηγεσίας στις δημοκρατίες

Στις δημοκρατίες Δυτικού τύπου, όπως είναι και η δημοκρατία στη χώρα μας, ισχύει το αξίωμα του πολυμαθούς και πολύπειρου Βενιαμίν Φραγκλίνου. Αυτό, σε μετάφραση και συντόμευση από την αυτογραφία του, ορίζει ότι «οι πολιτικοί σπάνια εργάζονται για το καλό της χώρας τους και όταν το κάνουν συμβαίνει γιατί τα συμφέροντά τους συμπίπτουν με αυτά της χώρας τους».

Με βάση αυτό το αξίωμα μπορούμε εύκολα να ερμηνεύσουμε τη δυναμική των κινήτρων που ωθούν τα κόμματα στις δημοκρατίες να επιλέγουν συστηματικά πολιτικές με στόχο την επίλυση των προβλημάτων της καθημερινότητας, και αντιθέτως να αποφεύγουν πολιτικές βέλτιστης πρακτικής, οι οποίες αποφέρουν τα βελτιωτικά τους αποτελέσματα σε χρόνο που ξεπερνάει ίσως κατά πολύ την κοινοβουλευτική θητεία.

Δεδομένου λοιπόν ότι οι πρώτες πολιτικές αποτελούν μοχλό για την πιθανή επανεκλογή τους, ενώ οι δεύτερες λόγω της απουσίας άμεσων και απτών αποτελεσμάτων προκαλούν το αποκαλούμενο «πολιτικό κόστος» για τα κόμματα, κάποιος μπορεί να συμπεράνει ότι η κομματική δημοκρατία δεν είναι συνεπής με τα μακροχρόνια συμφέροντα της ίδιας της δημοκρατίας και της χώρας περί της οποίας πρόκειται.

Αυτό το συμπέρασμα θα ήταν βάσιμο και εύλογο αν δεν υπήρχε ο παράγων της πολιτικής ηγεσίας. Προφανώς, αφού είναι ο ηγέτης του κόμματος, ο οποίος κατά κανόνα αναλαμβάνει την πρωθυπουργία σε περίπτωση νίκης κατά τις εκλογές, για τον εκάστοτε πρωθυπουργό μπαίνει το ερώτημα.

Μπορεί ένας πρωθυπουργός ως ηγέτης του οποίου οι ευθύνες μετρώνται με όρους ιστορίας να σταθμίζει τις πολιτικές που προωθεί με όρους «πολιτικού κόστους»; Ή, για να θέσω το ίδιο ερώτημα διαφορετικά, μπορεί ένας οποιοσδήποτε πρωθυπουργός να λαϊκίζει σε βαθμό που ακόμη και όσοι τον επικροτούν αντιλαμβάνονται ότι οι πολιτικές που υιοθετεί οδηγούν τη χώρα αναπόδραστα σε πολλαπλά αδιέξοδα;

Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Σε όποιο ιδεολογικό στρατόπεδο και να βρίσκεται κανείς, μπορεί να σκεφτεί ηγέτες που ξεπέρασαν τις κοντόφθαλμες και ιδιοτελείς επιλογές των κομμάτων τους και έκαναν τη διαφορά για τις χώρες τους, και ηγέτες οι οποίες ασπάστηκαν τη λογιστική του «πολιτικού κόστους» και έμειναν στην ιστορία και τους πολίτες της χώρας τους ως παραδείγματα προς αποφυγή.

Στη χώρα μας, με εξαίρεση, πρώτον, την κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη (1990-1993), η οποία προσπάθησε να αλλάξει την οργανωτική διάρθρωση της χώρας και βραχυκυκλώθηκε από τους τότε δελφίνους υποστηρικτές του μεγάλου κράτους, και δεύτερον, την παρούσα κυβέρνηση, η οποία παρά τις αντιξοότητες που αντιμετώπισε έβαλε στέρεα αμυντικά και διπλωματικά θεμέλια για την προστασία των συνόρων της χώρας από τους εξ ανατολών γείτονες, δεν υπήρξαν από τη μεταπολίτευση και μετά πολιτικοί ηγέτες διατεθειμένοι κατά το κοινώς λεγόμενο να «σπάσουν αυγά».

Το εκπληκτικό δε είναι ότι, ενώ με την πτώχευση του 2009, η χώρα είχε την ευκαιρία και την ευρωπαϊκή υποστήριξη να αντιμετωπίσει τα μεγάλα διαρθρωτικά προβλήματα που εκκρεμούν, οι πολιτικές ηγεσίες έκλεισαν τα μάτια και τα κόμματα επιδόθηκαν με μανία στην εξυπηρέτηση οργανωμένων μειοψηφιών. 

Τις τελευταίες ημέρες όλη η χώρα θρηνεί για τους νεκρούς από τη μετωπική σύγκρουση των δύο τρένων στην περιοχή της Λάρισας. Αν ανατρέξει κανείς στο παρελθόν, πρόσφατο (Μάτι) και απώτερο (Ναυάγιο του πλοίου Σάμινα), θα διαπιστώσει πλείστα όσα συμβάντα με πολλούς νεκρούς για τα οποία οι έρευνες που έγιναν στη συνέχεια απέδωσαν μεγάλη ευθύνη σε αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες.

Επομένως, για να έχουν τύχη στις επερχόμενες εκλογές, οι ηγεσίες των κομμάτων κυρίως της αντιπολίτευσης, οι οποίες δεν συνέβαλλαν ουσιαστικά στην αποτελεσματικότερη διακυβέρνηση της χώρας, θα πρέπει να μας πουν συγκεκριμένα πως δεσμεύονται να αντιμετωπίσουν την οργανωτική κακοδαιμονία του κράτους.

* Ο Γεώργιος Κ. Μπήτρος είναι Ομότιμος Καθηγητής Πολιτικής Οικονομίας στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών