Η κοινωνική οργή όλο προφητεύεται και όλο ξέπνοη μένει. Χθες την προανήγγειλε για πολλοστή φορά ο Αλέξης με αφορμή το «ξεπούλημα» της ΔΕΗ. Κάτι που είχε δρομολογήσει ο ίδιος το 2017 για το ίδιο ποσοστό, δημοσιεύοντας προκήρυξη για πρόσληψη συμβούλου πώλησης.
Τότε, η πώληση δεν ήταν «ξεπούλημα ασημικών της πατρίδας», όπως είπε χθες, ανασταίνοντας παλαιϊκές ρητορικές. Ξεπούλημα ασημικών είναι η μετοχοποίηση. Κατά τα άλλα η κυβέρνηση δουλεύει «ψιλό γαζί» τους πολίτες, όχι ο ίδιος!
Το θέμα μας δεν είναι η ΔΕΗ. Έχει υπερεξαντληθεί εδώ. Και αν υπάρξει λαϊκή δυσαρέσκεια θα οφείλεται στην εισαγόμενη αύξηση του κόστους ρεύματος, και όχι γιατί ο λαός θα νιώθει αλληλέγγυος με τη ΓΕΝΟΠ. Έχουν χάσει κάθε λαϊκή συμπαράσταση από τον καιρό που νταβατζίδικα κατέβαζαν τους διακόπτες.
Το θέμα μας είναι η «λαϊκή οργή» που βλέπει κάθε λίγο και λιγάκι να αναδεύεται στα σπλάχνα της κοινωνίας ο Αλέξης, και την επικαλείται τιμωρητικά. Αλλά δυστυχώς γι’ αυτόν τα σπλάχνα της κοινωνίας παραμένουν… «ανάδευτα».
Η επίκλησή της δεν έχει καν τη δύναμη της αυτοεκπληρούμενης προφητείας, καθώς ο κήρυκας δεν μπορεί να την εμπνεύσει έχοντας απωλέσει κάθε επαφή με τον λαό, μετά την απογοήτευση που του έδωσε. Απλώς μηρυκάζει λέξεις που σαρκώθηκαν στις ιδιαίτερες αντιμνημονιακές συνθήκες και τον έφεραν στην εξουσία.
Μόνο που οι συνθήκες δεν δημιουργούνται κατ' επιταγήν. Υπάρχουν αφ' εαυτές (οι «αντικειμενικές συνθήκες» που τον έμαθαν στην ΚΝΕ) και κάποιοι τις εκμεταλλεύονται, όπως έκανε ο ίδιος την περίοδο '12 - '15. Όταν δεν υπάρχουν, όταν ο κήρυκάς τους δεν συμβαδίζει με το ακροατήριό του, καθίσταται… κύμβαλον αλαλάζον.
Σε κάθε πτυχή της κυβερνητικής δράσης, είτε πρόκειται για την πανεπιστημιακή αστυνομία, την καθιέρωση της ελάχιστης βάσης, την απαγόρευση των κορονοπάρτι (που «στοχοποιούσαν τη νεολαία»), το «μεσαιωνικό» εργασιακό νομοσχέδιο, το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις, την πανδημία (αυτή το κόστος της οποίας αναλάμβανε, χάριν Κουφοντίνα), τη ΔΕΗ, κ.α., ως μάντης Τειρεσίας προβλέπει τον ξεσηκωμό του οργισμένου λαού που στο διάβα του θα σαρώσει την «αντιλαϊκή συμμορία» (έτσι ονομάζουν οι οπαδοί του την κυβέρνηση στο διαδίκτυο), η οποία πραξικοπηματικά (δια της λαϊκής ψήφου δηλαδή), ανήλθε στο γκουβέρνο.
Και έρχονται αλλεπάλληλες οι δημοσκοπήσεις, έξι τον Σεπτέμβριο, και καταρρίπτουν τις ευγενείς αναμονές για τον έμπλεο οργής λαϊκό ξεσηκωμό. Και πιστοποιούν διψήφια διαφορά στην πρόθεση ψήφου και χαοτική διαφορά στην πρωθυπουργική καταλληλότητα – ου μην αλλά και σε κάτι που δεν είναι το δυνατό χαρτί του Μητσοτάκη: Τον δείκτη δημοφιλίας! (το τελευταίο έχει και αντίθετη ανάγνωση. Πόσο αντιπαθής είναι ο Τσίπρας, ώστε μεταξύ των δύο είναι πιο δημοφιλής ο Μητσοτάκης!).
Υπάρχει δικαίως η απορία: Αφού βλέπει ότι η «ηρωική» ανάγνωση της πραγματικότητας αποτυγχάνει, ότι η λαϊκή οργή δεν αναδύεται στους δρόμους της αγανάκτησης, γιατί δεν αλλάζει ρητορική; Νομίζουμε απλούστατα, γιατί δεν μπορεί. Δεν είναι πλασμένος γι' άλλα, ούτε το κόμμα του, ούτε καν οι Πασόκοι που κατέφυγαν εκεί.
Η πολιτική τους κουλτούρα ορμηνεύει ότι η άσκηση πολιτικής είναι οι μετωπικές συγκρούσεις, η αφρίζουσα οργή του πλήθους, ο ορισμός αντιπάλων στρατοπέδων που πάση θυσία πρέπει να εξοντωθούν («ή τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν»). Γίνονται τόσο παράλογα πολεμικοί, που μέχρι και για τη δολοφονία της καθηγήτριας στη Ρόδο έφταιγε η πολιτική της κυβέρνησης!
Την ίδια εχθροπαθή διάθεση όμως δεν δείχνει μόνο στην κυβέρνηση – χαλάλι, αυτό να το κατανοήσεις. Την ασκεί και στον λαό όταν δεν συμφωνεί με την πολιτική του. Τελευταία φορά που υπήρξε πραγματική και αυθόρμητη λαϊκή οργή στη χώρα μας, ήταν για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Πώς αντιμετώπισε αυτόν τον κόσμο; (και δεν αναφερόμαστε στο ξύλο, που στο Πισοδέρι τραυμάτισε και μικρά παιδιά. Αναφερόμαστε στη ρητορική του).
Όλοι όσοι διαφωνούσαν ήταν καθυστερημένοι, φασίστες, μακεδονομάχοι, ακροδεξιοί, εθνικιστές. Αυτά τα έλεγαν όχι μόνο τα τρολ του στο διαδίκτυο αλλά και τα στελέχη του και οι βουλευτές του.
Αντί να βγει ως ο εκλεγμένος πρωθυπουργός να εξηγήσει στον λαό αυτά που θεωρούσε θετικά και επέβαλαν την αναγκαιότητα της συμφωνίας (λέμε τώρα) άρχιζαν να βρίζουν, να ειρωνεύονται, να απαξιώνουν.
(Αυτό είχε καυτηριάσει σαρκαστικά και ο Μίκης ξεκινώντας την ομιλία του στο Σύνταγμα με το περίφημο «Αδέρφια μου φασίστες». Και οι Συριζαίοι έλεγαν να η απόδειξη, έχει προσχωρήσει στην ακροδεξιά!).
Η ρητορική αυτή απομακρύνει τον κόσμο της Κεντροαριστεράς. Είναι κόσμος που θέλει συναινέσεις, πολιτισμένο διάλογο, εποικοδομητικές προτάσεις για το αύριο της χώρας, και όχι ψυχροπολεμικές αντιπαραθέσεις. Είναι μία από τις αιτίες, όχι η μόνη, που δεν πλησιάζει τον ΣΥΡΙΖΑ, και που αντιτίθεται σε όποια πιθανότητα «προοδευτικής διακυβέρνησης» μαζί του.