Με τον ΣΥΡΙΖΑ να αναζητεί τρόπους προκειμένου να αναδείξει στο πλαίσιο της επαναστατικής γυμναστικής που έχει ξεκινήσει την «μητέρα των μαχών» για το εργασιακό εξετάζοντας ακόμη και το ενδεχόμενο κατάθεσής πρότασης μομφής είτε προς τον Κ. Χατζηδάκη, είτε προς την κυβέρνηση συνολικά, το Μέγαρο Μαξίμου προωθεί μπαράζ μεταρρυθμίσεων μετά και την ψήφιση του νομοσχεδίου που κατατέθηκε στη Βουλή την Παρασκευή το βράδυ.
Ένα νομοσχέδιο που εκτιμάται πως θα έχει θετική απήχηση αλλάζοντας μια νομοθεσία που ισχύει από τη δεκαετία του 1980 προκειμένου να ανταποκριθεί στις νέες συνθήκες.
Ακόμη και το γεγονός πως επιχειρείται να δοθεί ένα τέλος στην ακραία εκμετάλλευση των ίδιων των εργαζομένων αλλά και των πολιτών συνολικά από τους εργατοπατέρες θεωρείται ότι θα αναδείξει και τις πραγματικές πτυχές του φαινομένου των επαγγελματιών συνδικαλιστών, που πλέον, σύμφωνα και με τις σχετικές έρευνες, δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις των καιρών και κυρίως στις διεκδικήσεις αυτών που υποτίθεται πως υπερασπίζονται.
Η εικόνα στον Πειραιά μέσα στην εβδομάδα χαρακτηριστική όπως και οι αντιδράσεις και στόχο πλέον είναι να αποφευχθεί, με τη λήψη μέτρων σύγχρονων και άμεσα συνδεδεμένων με την έκφραση των δικαιωμάτων της πλειοψηφίας και όχι μιας μειοψηφίας που απλά έχει τη δύναμη να κάνει «ντόρο», το φαινόμενο του κοινωνικού αυτοματισμού που δεν εξυπηρετεί την προσπάθεια αλλαγής σελίδας της χώρας.
Η κυβέρνηση εισέρχεται στη κρίσιμη φάση του βίου της, περνώντας πλέον στο δεύτερο μισό της θητείας της έχοντας τη στήριξη της πλειοψηφίας των πολιτών προκειμένου να προβεί στις απαραίτητες αλλαγές για την μετά covid εποχή.
Αυτό δύναται να δημιουργήσει μια δυναμική αν και στο Μέγαρο Μαξίμου ξορκίζουν τον εφησυχασμό, όπως προκύπτει και από τα μηνύματα που έστειλε την προηγούμενη εβδομάδα ο Κυριάκος Μητσοτάκης και προς τους υπουργούς και προς τα στελέχη του κομματικού μηχανισμού της κυβερνώσας παράταξης.
Η μάχη για το εργασιακό θα αποτελέσει πρόκριμα για τις επόμενες κινήσεις.
Ήδη ο πρωθυπουργός κατά τη διάρκεια τόσο της συνεδρίασης του υπουργικού συμβουλίου όσο και κατά την πρόσφατη σύγκλιση της κοινοβουλευτικής ομάδας της ΝΔ , έθεσε τις προϋποθέσεις σημειώνοντας ταυτόχρονα και τη δυσκολία των μαχών που ακολουθούν ειδικά το προσεχές δίμηνο.
«Στην συζήτηση στη Βουλή θα φανεί ότι το νομοσχέδιο φέρνει τα πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά που εφαρμόζονται ήδη σε ολόκληρη την Ευρώπη και είναι προς όφελος κυρίως των εργαζόμενων« σημειώνει συνομιλητής του κ. Μητσοτάκη, θεωρώντας ότι η όλη διαδικασία θα φέρει μόνο κέρδη στο κυβερνών κόμμα.
Η αλήθεια είναι ότι στο Μέγαρο Μαξίμου έχουν μελετήσει όλα τα ενδεχόμενα γύρω από την επικείμενη συζήτηση στο κοινοβούλιο.
Η εκτίμηση πως ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να αποκομίσει μικροκομματικά οφέλη από τη διαδικασία για τις νέες εργασιακές σχέσεις, θέλοντας να εξαντλήσει όλα τα περιθώρια εδράζεται στην κινητικότητα του Αλέξη Τσίπρα και συνολικά των στελεχών του κόμματός του αφού έχει προαναγγελθεί ως «μητέρα των μαχών» που θα οδηγήσει την Κουμουνδούρου στο πεζοδρόμιο και την αντίδραση.
Σύμφωνα με πληροφορίες μέσα στην περασμένη εβδομάδα στη διάρκεια κλειστής σύσκεψης στο Μέγαρο Μαξίμου συζητήθηκε ανάμεσα στα άλλα και το ενδεχόμενο το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης να καταθέσει πρόταση μομφής κατά του υπουργού Εργασίας Κωστή Χατζηδάκη, ο οποίος είναι ο υπεύθυνος για το νομοθέτημα.
Στελέχη κοντά στον πρωθυπουργό σχολιάζουν με σκωπτικό τρόπο αυτή την πιθανότητα λέγοντας πως: «Εάν κάνει κάτι τέτοιο ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιβεβαιώσει για μία ακόμα φορά όλους όσοι λένε ότι έχει ένδεια επιχειρημάτων. Θα αποδειχθεί ότι δεν ενδιαφέρεται να λύσει πραγματικά προβλήματα, αλλά απλώς θα επενδύσει στην πόλωση και στη δημιουργία εντυπώσεων καθώς και ότι στο τέλος θα πετύχει την περαιτέρω συνοχή της “γαλάζιας” κοινοβουλευτικής ομάδας».
Την ίδια στιγμή όπως αναφέρουν οι ίδιες πηγές, ο ΣΥΡΙΖΑ με τη στάση του, αντιπαρέρχεται το ρόλο που του ανέθεσαν οι ψηφοφόροι το 2019 ως αξιωματική αντιπολίτευση και καθίσταται ουρά του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ που εκ θέσεως και πεποιθήσεως λειτουργούν με προμετωπίδα τον κινηματικό ακτιβισμό.
Σε κάθε περίπτωση η εβδομάδα που έρχεται θα έχει μεγάλο ενδιαφέρον και θα δώσει στην κοινωνία την ευκαιρία να εκτιμήσει και να «ζυγίσει» δύο διαφορετικές πολιτικές προτάσεις σε σχέση με τον ευαίσθητο τομέα της εργασίας.