Τα έξοδα στέγασης δεν πρέπει να ξεπερνούν το 20-25% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε κάθε νοικοκυριό που νοικιάζει ή αποπληρώνει ένα δάνειο για το σπίτι που έχει αγοράσει. Αυτός είναι ο «χρυσός κανόνας» ώστε να τηρείται μια εισοδηματική ισορροπία και να μένει χώρος και για κάποια μικρή έστω αποταμίευση στον οικογενειακό κουμπαρά. Στην Ελλάδα το ποσοστό αυτό αγγίζει το 37% του διαθέσιμου εισοδήματος και απειλεί πλέον ευθέως το δικαίωμα κάθε νέου και νέας για αυτόνομη διαβίωση σε προσιτή και αξιοπρεπή στέγη.
Χρειάζεται κρατική παρέμβαση για να ισορροπήσουν οι τιμές στην αγορά ακινήτων; Και τι περιεχόμενο πρέπει να έχει αυτή; Η απάντηση είναι αναμφίβολα «ναι» αλλά δεν μπορεί να είναι μια παρέμβαση που έρχεται από τα παλιά. Άλλωστε η Ελλάδα δεν διέθετε ποτέ οργανωμένη και μεγάλης έκτασης δημόσια πολιτική κοινωνικής στέγης. Αυτό που βλέπουμε δηλαδή να έχουν πετύχει άλλες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Αυστρία και η Ολλανδία όπου το 25% των κατοικιών προσφέρονται με χαμηλότερα ρυθμισμένα ενοίκια για τις ανάγκες των νεότερων ή πιο ευάλωτων οικονομικά ομάδων του πληθυσμού.
Η λύση βρίσκεται στην ενίσχυση της προσφοράς και στην ενδυνάμωση ενοικιαστών αλλά και ιδιοκτητών να προχωρήσουν σε γρήγορη και φθηνή αγορά, ανακαίνιση ή μίσθωση παλιότερων κατοικιών.
Χαρακτηριστικό του νέου τοπίου στην αγορά ακινήτων είναι ένα γερασμένο και μη κατοικήσιμο οικιστικό στοκ. Το 85% των κατοικιών στη χώρα, σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ είναι άνω των 20 ετών (5,8 εκατ. κατοικίες), χωρίς σύγχρονες προδιαγραφές. Ενώ περίπου 770.000 δηλώνονται ως κενές/κλειστές κατοικίες στο Ε2. Από αυτές οι 630.000 είναι άνω των 15 ετών και 200.000 βρίσκονται σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Η στενότητα στην προσφορά νέων ακινήτων, τα πολλά κλειστά και παλιά σπίτια αλλά και η ανάπτυξη της οικονομίας μαζί με την αυξημένη εδώ και μερικά χρόνια ζήτηση για βραχυχρόνια μίσθωση, αναπόφευκτα οδήγησαν τις τιμές των κατοικιών προς τα πάνω. Νέοι και οικονομικά ασθενέστερες πληθυσμιακές ομάδες είναι τα θύματα αυτής της νέας κατάστασης που δεν λύνεται με επιδοματικές πολιτικές - όπως πλειοδοτεί η αντιπολίτευση - αλλά απαιτεί μια πιο ευέλικτη, καινοτόμα και περισσότερο από ποτέ αναγκαία «πράσινη» δημόσια πολιτική για προσιτή στέγη.
Αυτή είναι η λογική του νέου προγράμματος #σπίτιμου που ανακοίνωσε η κυβέρνηση, με δικαιούχους 137.000 νέους και νέες, προϋπολογισμό ύψους 1,8 δισ ευρώ, με μόχλευση εθνικών, κοινοτικών και ιδιωτικών πόρων, στοχεύοντας στην αύξηση της προσφοράς σύγχρονων κατοικιών είτε για μακροχρόνια μίσθωση είτε για αγορά από νεότερους συμπολίτες μας.
Στους ωφελούμενους ωστόσο -ανεξαρτήτως ηλικίας- θα πρέπει να συνυπολογίσουμε και τους ιδιοκτήτες των κλειστών κατοικιών που αν και πληρώνουν τον αναλογούντα ΕΝΦΙΑ δεν έχουν καμία πρόσοδο από την ακίνητη περιουσία τους προφανώς γιατί αδυνατούν να τη μισθώσουν λόγω ακαταλληλότητας.
Τώρα δίνεται η δυνατότητα με το πρόγραμμα «Ανακαινίζω-Ενοικιάζω» οι ιδιοκτήτες κλειστών κατοικιών να λάβουν επιδότηση έως 40% για εργασίες ανακαίνισης των κατοικιών (ύψους έως 10.000 ευρώ), με την προϋπόθεση στη συνέχεια να τα νοικιάσουν για τρία έως πέντε χρόνια. Με βάση τα κριτήρια αξιολόγησης που θα εφαρμοστούν, θα πριμοδοτούνται όσοι έχουν μικρότερη ακίνητη περιουσία και ζητούν μικρότερη ενίσχυση.
Ωφελούμενοι και μάλιστα διπλά θα είναι και οι ιδιοκτήτες που θα συμμετάσχουν στο πρόγραμμα «Κάλυψη» καθώς δεν θα εξασφαλίσουν μόνο εγγυημένο εισόδημα από το μίσθωμα που θα τους καταβάλλει το κράτος για τις κατοικίες τους, αλλά θα πάρουν πίσω και ένα ανακαινισμένο ακίνητο με έξοδα του κράτους αφού λήξει δηλαδή η παραχώρησή του για τουλάχιστον πέντε χρόνια σε νέους και νέα ζευγάρια -δικαιούχους του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος.
Υπάρχει και το πρόγραμμα «Εξοικονομώ Ανακαινίζω» που προβλέπει συνδυασμό επιδότησης και άτοκου ή χαμηλότοκου δανεισμού σε νέους για την ανακαίνιση και την ενεργειακή αναβάθμιση κατοικιών που ιδιοκατοικούν. Με την πολιτική μας για την απαλλαγή από τη φορολόγηση των γονικών παροχών προς τα νεότερα μέλη κάθε οικογένειας, η ακίνητη οικογενειακή περιουσία μπορεί πλέον να αποτελέσει κεφάλαιο δημιουργίας για τους νέους, πόρος βελτίωσης της ζωής τους και όχι αναξιοποίητο βαρίδι.
Η ανακαίνιση και μίσθωση κλειστών μέχρι σήμερα σπιτιών διαμερισμάτων αφενός θα επιτρέψει να ξαναγίνουν «δοχεία ζωής» -όπως αποκαλούσε τις κατοικίες ο κορυφαίος αρχιτέκτονας Άρης Κωνσταντινιδης - και ταυτόχρονα θα δώσει νέα πνοή σε παραμελημένες περιοχές των πόλεων μας, ιδίως των μεγάλων αστικών κέντρων.
Μια δημοκρατική πόλη δεν πρέπει να έχει κοινωνικά γκέτο στα οποία οδηγούσε παλαιότερα η πολιτική της κρατικής φθηνής κατοικίας αλλά και να αντιστέκεται στη «μονοκαλλιέργεια» αποκλειστικών δραστηριοτήτων όπως συμβαίνει με τις βραχυχρόνιες τουριστικές μισθώσεις.
Μια δημοκρατική πόλη χρειάζεται να ενθαρρύνει τη συνύπαρξη διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και οικονομικών παικτών γιατί μόνο έτσι διασφαλίζεται η κοινωνική συνοχή και κατ’ επέκταση η κοινωνική κινητικότητα.
Η επιτυχία των προγραμμάτων κοινωνικής στέγης στην υπόλοιπη Ευρώπη στηρίζεται στην εμπλοκή μεγάλων θεσμικών επενδυτών που ειδικεύονται στην κατασκευή κατοικιών μικτής χρήσης, δηλαδή εμπορικής και κοινωνικής. Άρα με την κοινωνική αντιπαροχή -μια ακόμη σημαντική πτυχή της νέας στεγαστικής πολιτικής μας - δίνουμε δικαίωμα μακροχρόνιας εκμετάλλευσης - χωρίς κυριότητα γης - σε επενδυτές να χτίσουν φθηνότερη Στέγη σε αδρανή δημόσια οικόπεδα, δημιουργώντας και μια νέα αγορά στη χώρα μας που σήμερα δεν υπάρχει.
Με τον τρόπο αυτό γίνεται πράξη η αξιοποίηση των πόρων του δημοσίου -με εμπλοκή και του ιδιωτικού τομέα - για τον σχεδιασμό και την υλοποίηση κοινωνικής πολιτικής, πάντα με κανόνες υπέρ του δημόσιου συμφέροντος και των πολλών.
Γι αυτό πιστεύουμε ότι η νέα στεγαστική πολιτική που δρομολογήσαμε έχει πραγματικό κοινωνικό και προοδευτικό πρόσημο: δίνει κίνητρα για την απόκτηση ή ενοικίαση προσιτής κατοικίας κυρίως σε νεότερους ανθρώπους, ανοίγοντας ταυτόχρονα το “παράθυρο” στην αναβάθμιση και ανάπλαση περιοχών που τα προηγούμενα χρόνια γνώρισαν την εγκατάλειψη και την υποβάθμιση χωρίς να υπάρχει έως σήμερα κάποια προοπτική αναζωογόνησης τους. Το πρόγραμμα #σπίτιμου δίνει σύγχρονες λύσεις σε ένα υπαρκτό κοινωνικό ζήτημα και ταυτόχρονα έχει πολλαπλούς ωφελούμενους.
Τους νέους που αισθάνονται για πρώτη φορά το κράτος δίπλα τους για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή. Τους ιδιοκτήτες ακινήτων που τα προηγούμενα χρόνια λόγω της κρίσης είδαν την ακίνητη περιουσία τους να γίνεται θηλιά στο λαιμό χωρίς να μπορούν να την αξιοποιήσουν. Νέους θεσμικούς επενδυτές που μπορούν να αξιοποιήσουν το εργαλείο της κοινωνικής αντιπαροχής και να δημιουργήσουν και στη χώρα μας σύγχρονες κατοικίες μικτής -εμπορικής και κοινωνικής- χρήσης. Αλλά και το ίδιο το κράτος, που ανοίγει επιτέλους νέο κεφάλαιο στην αξιοποίηση της αδρανούς ακίνητης περιουσίας του με κοινωνικό και αναπτυξιακό πρόσημο.