«Η αναζήτηση συστημικών και διαχρονικών ευθυνών, πέραν των ανθρωπίνων λαθών που συνέβαλαν καθοριστικά στο τραγικό δυστύχημα, δεν αποτελεί υπεκφυγή αλλά την πιο ουσιαστική εσωτερική διεργασία που πρέπει όλοι να κάνουμε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο αν θέλουμε να βγούμε σοφότεροι και καλύτεροι από αυτή την τραγωδία», αναφέρει χαρακτηριστικά ο υπουργός Επικρατείας, Άκης Σκέρτσος σε ανάρτησή του για Τέμπη.
Μάλιστα υπογραμμίζει ότι «χρειαζόμαστε τη σκληρή αλήθεια για να αποδοθούν πλήρως οι ευθύνες», ωστόσο «χρειαζόμαστε και την άλλη διάσταση της α-λήθειας. Διότι αλήθεια σημαίνει ετυμολογικά και «μη λήθη». Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ τι συνέβη και γιατί συνέβη».
Αναλυτικά η ανάρτησή του:
Η αλήθεια, η δικαιολογημένη οργή και το «σύστημα»
Τα Τέμπη, το Μάτι, η Μάνδρα, το δημοψήφισμα του 2015, η Μαρφίν και πιο πριν η σχεδόν χρεοκοπία της χώρας μας το 2010, αποτελούν συντριπτικά ιστορικά, πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα που πρέπει να οδηγούν σε μεγαλύτερη εθνική και συλλογική αυτογνωσία ώστε να μην επαναληφθούν.
Οι καταστροφές αυτές δεν συμβαίνουν ξαφνικά και από μόνες τους. Δεν είναι αποτέλεσμα μόνο της «κακιάς ώρας». Συμβαίνουν σταδιακά ως μια αλληλουχία λαθών του παρελθόντος που σωρευτικά οδηγούν στο κακό σήμερα.
Γι’αυτό και η αναζήτηση συστημικών και διαχρονικών ευθυνών, πέραν των ανθρωπίνων λαθών που συνέβαλαν καθοριστικά στο τραγικό δυστύχημα, δεν αποτελεί υπεκφυγή αλλά την πιο ουσιαστική εσωτερική διεργασία που πρέπει όλοι να κάνουμε σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο αν θέλουμε να βγούμε σοφότεροι και καλύτεροι από αυτή την τραγωδία.
Ο ρόλος της αλήθειας, επομένως, σήμερα είναι διττός και πολύ αναγκαίος.
Χρειαζόμαστε τη σκληρή αλήθεια για να αποδοθούν πλήρως οι ευθύνες για την τραγωδία των Τεμπών σε όσους πρέπει, εκεί που πρέπει και στο χρόνο που πρέπει, δηλαδή το ταχύτερο δυνατό.
Χρειαζόμαστε, όμως, και την άλλη διάσταση της α-λήθειας. Διότι αλήθεια σημαίνει ετυμολογικά και «μη λήθη». Δεν πρέπει να ξεχάσουμε ποτέ τι συνέβη και γιατί συνέβη. Και για να συμβεί αυτό, η μνήμη μας δεν πρέπει να γεμίσει με βολικά ψεύδη που εξυπηρετούν τη μια ή την άλλη πλευρά αλλά τελικά κονταίνουν την εθνική αυτογνωσία.
Πρέπει να μιλήσουμε για το νόμο 3891 του 2010 που οδήγησε στην αποψίλωση ΟΣΕ και ΤΡΑΙΝΟΣΕ με την αποχώρηση 2.351 εργαζομενων μεταξύ των οποίων 830 μηχανοδηγών, σταθμαρχών και κλειδούχων. Είναι αναγκαίο να αναγνωρίζουμε τις δύσκολες αποφάσεις που πήρε η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για την αποτροπή της χρεοκοπίας, όμως αυτές οι προκρούστειες λύσεις τελικά σε τι κατάσταση οδήγησαν τους ελληνικούς σιδηροδρόμους 10-12 χρόνια μετά;
Πρέπει να μιλήσουμε για τη μείωση της τακτικής κρατικής χρηματοδότησης του ΟΣΕ από τα 100 εκ ευρώ ετησίως στα 45 εκ. Ευρώ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, εκ των οποίων τα 40 πήγαιναν σε μισθοδοσίες και μόνο τα 5 σε συντήρηση υποδομών. Ή για το γεγονός ότι έως το 2019 είχαν γίνει 471 αποχωρήσεις από τον ΟΣΕ και μόλις 26 προσλήψεις. Και βεβαίως ότι η περίφημη ανεξάρτητη αρχή σιδηροδρόμων μοιάζει να ήταν ένα αδειανό πουκάμισο, υποστελεχωμένη και με διαρροή υπαλλήλων της προς πολιτικά γραφεία και κόμματα.
Πρέπει να μιλήσουμε για τους 12 νόμους που εισηγήθηκε και ψήφισε τα τελευταία 3,5 χρόνια αυτή η κυβέρνηση με στόχο τη δημιουργία μιας νέας κουλτούρας λογοδοσίας, αξιολόγησης, ελέγχων και κυρώσεων στο δημόσιο. 12 νόμοι που αφορούν στην εφαρμογή της αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων, των πειθαρχικών τους ελέγχων, της εμπέδωσης του αναγκαίου εσωτερικού ελέγχου σε διαδικασίες και προσωπικό, της διαχειρισης κινδύνων στο δημόσιο τομέα, των νέων θεσμών για καταγγελίες υπαλληλικών παραβάσεων, οι οποίοι όμως καταψηφίστηκαν από την αντιπολίτευση επί της αρχής και επι του συνόλου.
Διότι μόνο έτσι θα κατανοήσουμε ποιοι είναι τελικά με το βαθύ κράτος και ποιοι όχι. Μόνο έτσι θα υιοθετήσουμε τα σωστά πολιτικά αιτήματα -αντί για την ισοπέδωση και τον μηδενισμό που δεν λύνουν ποτέ κανένα πρόβλημα- για να αλλάξουμε σε βάθος όσα μας πληγώνουν στον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το ελληνικό κράτος.
Αν από το δυστύχημα των Τεμπών αυτό που καταλαβαίνουμε είναι ότι χρειαζόμαστε τελικά λιγότερη αξιολόγηση στο δημόσιο και λιγότερο «επιτελικό κράτος» -που δουλειά του είναι θυμίζω να θέτει στόχους σε υπουργεία και φορείς και να ελέγχει την υλοποίησή τους-, τότε κάτι δεν έχουμε καταλάβει καλά.
Γι’αυτό και θεωρώ ότι η υγιής αντίδραση της κοινωνίας σε αυτή τη φριχτή τραγωδία, δεν πρέπει να ευτελιστεί σε ένα ισοπεδωτικό κίνημα καταγγελίας των πάντων και του «συστήματος». Διότι αν το σκεφτούμε καλύτερα, ο κόσμος βγαίνει σήμερα στους δρόμους διότι θεωρεί πως δεν υπήρχαν «συστήματα» που θα αποτρέψουν το ανθρώπινο λάθος.
Συνεπώς, το κοινωνικό πρόταγμα σήμερα δεν μπορεί να είναι αντι-συστημικό ούτε κατά της αξιολόγησης. Και αυτό που μένει να κριθεί είναι ποιοι πολιτικοί φορείς πιστεύουν γνήσια σε αυτές τις αναγκαίες λύσεις για τον μετασχηματισμό του κράτους μας.
Όσοι σήμερα δηλώνουν αλάνθαστοι και άμοιροι ευθυνών θυμίζουν εκείνους που και επί των μνημονίων μιλούσαν για έναν άλλο δρόμο που τελικά δεν υπήρχε. Όλοι κυβερνήσαμε, όλοι προσφέραμε λιγότερα ή περισσότερα (στην κρίση του καθενός), όλοι κάναμε λάθη. Κάποιοι όμως δεν μαθαίνουν από τα λάθη τους ενώ κάποιοι άλλοι τα αναγνωρίζουν, τα διορθώνουν και προχωρούν μπροστά.
Το ερώτημα είναι ποιοι είναι μέρος της λύσης και ποιοι μέρος του προβλήματος και με ποιους τελικά μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά.
Μιλώντας για το ίδιο θέμα στα Παραπολιτικά, «έχουμε μία κυβέρνηση, η οποία, μέχρι και το δυστύχημα των Τεμπών, είχε φέρει αποτελέσματα. Χωρίς διάθεση έπαρσης ή αλαζονείας έφερε αποτελέσματα που είχαμε πολλά χρόνια να δούμε στην ελληνική δημόσια διοίκηση. Ακριβώς γιατί έχει έναν πρωθυπουργό και υπουργούς που έχουν αναλάβει μία ευθύνη: να πάνε τη χώρα πιο μπροστά». Από την άλλη, διευκρίνισε, «αυτό το τραγικό δυστύχημα μας έφερε αντιμέτωπους με τις πολλές διαχρονικές υστερήσεις που έχει σε πάρα πολλά πεδία το Δημόσιο. Δεν μπορεί ο πρωθυπουργός ή ο υπουργός να ελέγχει τον τρόπο διοικεί ένας τοπικός επιθεωρητής το σταθμαρχείο Λάρισας, το κατά πόσο γίνονται σκάντζες μεταξύ των σταθμαρχών για το αν θα πάνε νωρίτερα ή αργότερα στη βάρδιά τους ή για το κατά πόσο ένας εκπαιδευμένος, κατά τα άλλα, σταθμάρχης επιλέγει να μη χρησιμοποιήσει ένα πληροφοριακό σύστημα τηλεδιοίκησης».
Στην επόμενη φράση του, όμως, ο υπουργός Επικρατείας στηλίτευσε την ισοπέδωση και το μηδενισμό ως το χειρότερο εχθρό για μια δημοκρατία. 'Αλλωστε, συμπλήρωσε, μιλάμε για «μια κοινωνία η οποία τα τελευταία 13 χρόνια έχει χτυπηθεί πάρα πολύ, έχει υποφέρει από οριζόντιες, τεράστιες περικοπές, που οδήγησαν στο σιδηροδρομικό έργο και όχι μόνον εκεί, σε μία πολύ χαμηλή ποιότητα δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών […] ζούμε σε ένα κράτος που έχασε το 25-30% του ΑΕΠ του πριν από 12 χρόνια και προσπαθούμε να φτάσουμε - και ακόμη δεν έχουμε φτάσει - εκεί που ήμασταν το 2008 και 2009».
Συμπερασματικώς, η κυβέρνηση δεν συμβιβάζεται «με τις κακές όψεις του ελληνικού κράτους, πρέπει να τις αλλάξουμε. Δεν είναι αυτή η Ελλάδα για την οποία δουλεύουμε, η Ελλάδα στην οποίαν πιστεύουμε». Ενώ κληθείς να σχολιάσει, στο σημείο αυτό, την παλαιότερη φράση που είχε αποδοθεί στον πρώην πρωθυπουργό Κώστα Σημίτη, «αυτή είναι η Ελλάδα», ο υπουργός Επικρατείας εξέφρασε την αντίρρησή του: «Όχι, είναι ο αντίποδας. Τον σέβομαι και τον τιμώ (σ. σ. τον πρώην πρωθυπουργό), αλλά δεν είναι αυτή η Ελλάδα. Έχει πολύ άξιους ανθρώπους, έχει άξιους κρατικούς υπαλλήλους».
Σε ερώτημα εάν θα αναζητηθούν ευθύνες από τη Ρυθμιστική Αρχή Σιδηροδρόμων απάντησε ως εξής: «Όλοι όσοι έχουν συμμετοχή σε αυτό το τραγικό δυστύχημα, δεν μπορούν να αισθάνονται και να κάθονται άνετα στις καρέκλες τους. Είναι το ελάχιστο, το οποίο οφείλουμε στις οικογένειες των θυμάτων, τους τραυματίες, τους επιβάτες που έζησαν αυτήν την τραγική εμπειρία. Η Αρχή έχει στηθεί κακά εξ αρχής, ήταν υποστελεχωμένη. Υπάρχουν ευθύνες και του ΣΥΡΙΖΑ και των πολιτικών κομμάτων που αποψίλωναν το προσωπικό της για να μεταφέρουν (άτομα) σε πολιτικά ή κομματικά γραφεία. Όπως έχει πει ο πρωθυπουργός, ναι, θα αναλάβουμε την ευθύνη που μας αναλογεί, δεν θα κρυφτούμε από αυτήν. Αναλαμβάνουμε και την ευθύνη να πάμε τον ΟΣΕ, τους σιδηροδρόμους στην επόμενη ημέρα. Αλλά δεν πρέπει να κρύψουμε κάτω από το χαλί και τις συστημικές ευθύνες και παθογένειες που υπάρχουν στις αποσπάσεις».
Ταυτοχρόνως, ο 'Α. Σκέρτσος προχώρησε, την ίδια ώρα, σε μια συνολική κριτική και προς εκείνους που στερούν κρίσιμο προσωπικό από μια ανεξάρτητη αρχή, και προς τους γιατρούς, οι οποίοι «ελαφρά τη καρδία δίνουν αναρρωτικές άδειες σε ανθρώπους που εμπλέκονται στο τραγικό δυστύχημα. Είμαστε απέναντι σε αυτό το κακό κράτος και θα το αλλάξουμε», διεμήνυσε. Επικαλούμενος, παραλλήλως, την εμπειρία από τον ιδιωτικό τομέα, έκανε αναφορά και στο νέο νόμο εσωτερικού ελέγχου που θα διέπει τη λειτουργία του ελληνικού Δημοσίου. Ένας νόμος που, συμπλήρωσε, καταψηφίσθηκε από ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ πάντως.
Όσον αφορά την επόμενη ημέρα των σιδηροδρόμων, επεσήμανε ότι «ο κ. Γεραπετρίτης με τις υπηρεσίες του Υπουργείου θα κάνει το καλύτερο που μπορεί». Ευρύτερα για το σύνολο των μεταφορών, «η εντολή που έχουν δώσει ο πρωθυπουργός και ο κ. Γεραπετρίτης είναι σαφής και αυστηρή: όλες οι κρίσιμες υποδομές που αφορούν σε λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρόμους και οδικές διασυνδέσεις θα ελεγχθούν εξονυχιστικά. Δεν πρέπει να υπάρχει καμία αίσθηση ανασφάλειας, που ροκανίζει την εμπιστοσύνη των πολιτών προς το κράτος, για τις κρίσιμες αυτές λειτουργίες και υποδομές».
Διαβάστε ακόμα:
Σε εξέλιξη οι έρευνες για τα Τέμπη: Στον Εφέτη ανακριτή οι τρεις κατηγορούμενοι