Τέμπη, οικονομία και καθημερινότητα, δημοσκοπήσεις και πολιτικό κλίμα, είναι μερικά από τα ζητήματα που θέτει ο υπουργός Επικρατείας 'Ακης Σκέρτσος, στη δισέλιδη συνέντευξή του στην εφημερίδα «Το Μανιφέστο».
«Χρέος μας για τα Τέμπη να μάθουμε την αλήθεια»
Ξεκινώντας από τα Τέμπη, ο υπουργός εκφράζει την πεποίθησή του πως «στις μεγάλες τραγωδίες που μετατρέπονται σε συλλογικά εθνικά τραύματα, όπως η τραγωδία των Τεμπών, έχουμε ένα και μόνο χρέος: να μάθουμε την πλήρη αλήθεια, να πληρώσουν όσοι έφταιξαν και να μην ξεχάσουμε ποτέ ώστε να μην ζήσουμε ξανά μια τέτοια τραγωδία».
Όμως, προσθέτει, «κατά το Σύνταγμα, μόνη αρμόδια να δώσει τις απαντήσεις είναι η ανεξάρτητη δικαιοσύνη. Κανείς άλλος. Ούτε τα λαϊκά δικαστήρια ούτε οι δήθεν οργισμένοι πολιτικοί αρχηγοί που υποδύονται τους δικαστές και εργαλειοποιούν τα εύλογα συναισθήματα των πολιτών, για να τα στρέψουν τελικά κατά της ίδιας της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης. Πολιτική αμφισβήτηση της δικαιοσύνης έχω ακούσει μόνο από την αντιπολίτευση που επιχειρεί να μετατρέψει τη Βουλή και τη χώρα, λόγω της προγραμματικής της ανεπάρκειας, σε απέραντο λαϊκό δικαστήριο, αντιμετωπίζοντας τους πολιτικούς της αντιπάλους, δηλαδή την κυβέρνηση, ως εχθρούς, ως a priori ένοχους και μέλη εγκληματικής οργάνωσης», αναφέρει υποστηρίζοντας συγχρόνως πως «δεν υπάρχει μεγαλύτερη ένδειξη πολιτικής αδυναμίας από την προσπάθεια της αντιπολίτευσης να ποινικοποιήσει την πολιτική ζωή του τόπου επειδή δεν έχει να προτείνει τίποτα θετικό για το παρόν και το μέλλον».
Στον αντίποδα, «η κυβέρνηση σέβεται, τιμά και υποστηρίζει με κάθε τρόπο το ρόλο της δικαιοσύνης. 'Αλλωστε αν κάποιος έχει όφελος να επιταχυνθεί το δικαστικό έργο για να χυθεί επιτέλους άπλετο φως στην τραγωδία των Τεμπών αυτή είναι η κυβέρνηση». Εξάλλου, συμπληρώνει, «δείγμα επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης στην υπόθεση των Τεμπών είναι και η γενναία πράξη του Χρήστου Τριαντόπουλου να ζητήσει ίδιος την απευθείας παραπομπή του στο αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο, όπως ακριβώς ζητούσε η αντιπολίτευση, ώστε να κριθεί αν είναι ένοχος ή όχι το ταχύτερο δυνατόν. Όσοι ασχημονούν και αμφισβητούν ευθέως το κράτος δικαίου, τους φυσικούς δικαστές, τους δημοκρατικούς θεσμούς και το κοινοβούλιο πριονίζουν το κλαδί της δημοκρατίας. Έχουν ευθύνη και τα ΜΜΕ για την καλλιέργεια εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς και τη δικαιοσύνη. Τα ζήσαμε και τα πληρώσαμε ακριβά σε μια άλλη εθνική τραγωδία, στη χρεοκοπία της χώρας, όταν πάλι οι ίδιοι πολιτικοί κύκλοι έβγαλαν τους πολίτες στους δρόμους υποσχόμενοι λεφτόδεντρα και διαγραφές χρεών για να φέρουν τελικά κοινωνικό διχασμό, βαθιά ύφεση, υπερφορολόγηση, σχεδόν έξοδο από το ευρώ και πανηγυρική διάψευση όσων υπόσχονταν», αναφέρει ακόμη ο υπουργός Επικρατείας.
«Κοινός παρανομαστής της αντιπολίτευσης το "όχι σε όλα"»
Στην κριτική του προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης, υποστηρίζει ότι «η κατάρρευση τόσο του ΣΥΡΙΖΑ, η από φάλτσο προσωρινή αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τώρα η δημοσκοπική εκτόξευση της Πλεύσης Ελευθερίας έχουν έναν κοινό παρονομαστή: τα κόμματα αυτά δεν αποτελούν κόμματα εξουσίας αλλά κόμματα διαμαρτυρίας και άρνησης των πάντων. Όχι σε όλα και ναι στο τίποτα», επισημαίνει με την ταυτόχρονη διαβεβαίωση ότι «η κυβέρνηση όμως δεν ετεροπροσδιορίζεται ούτε υποκύπτει στην αντιπολίτευση της εμπάθειας. Ο πρωθυπουργός έχει αναλάβει το δύσκολο έργο -σε πολύ ταραγμένα διεθνή νερά- να μετασχηματίσει μια χώρα που βγήκε πολλαπλά τραυματισμένη από μια δεκαετία βαθιάς ύφεσης, πολιτικού διχασμού και θεσμικού εκτροχιασμού, προκειμένου να ανήκει στο χώρο των ώριμων δημοκρατιών και κρατών που προσφέρουν ασφάλεια, φροντίδα, ευκαιρίες, δουλειές, καλά εισοδήματα και αξιοπρέπεια στους πολίτες. Δεν είμαστε ακόμη εκεί το ξέρουμε. Όμως έως τώρα πετύχαμε να αναπτυσσόμαστε ταχύτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη και να υπηρετούμε το στόχο της σύγκλισης με αυτήν. Από το "μένουμε Ευρώπη" αγωνιζόμαστε να περάσουμε στο "γίναμε Ευρώπη" έως το 2027. Τότε θα κριθούμε με βάση τις δεσμεύσεις που αναλάβαμε το 2019 και το 2023».
Αναγνωρίζει πάντως ότι «προφανώς στα 6 χρόνια διακυβέρνησης έχουν σημειωθεί και λάθη και αστοχίες. Η διαφορά μας όμως με κάθε προηγούμενη κυβέρνηση είναι ότι εμείς αναγνωρίζουμε τα λάθη, αναλαμβάνουμε τις ευθύνες και κυρίως προσπαθούμε να τα διορθώσουμε. Η κυβέρνηση έχει αναλάβει πλήρως τις πολιτικές της ευθύνες για λάθη και αστοχίες, από τα Τέμπη και τις υποκλοπές έως τις μεγάλες φυσικές καταστροφές. Κανένας προηγούμενος πρωθυπουργός δεν έχει λειτουργήσει έτσι στο παρελθόν», υπογραμμίζει ο 'Α. Σκέρτσος.
«Στόχος της ΝΔ να ολοκληρώσει το έργο της»
Ενώ σε άλλο σημείο της συνέντευξης διαμηνύει: «Δεν βλέπουμε την πρόκληση των επόμενων εκλογών μέσα από δημοσκοπικούς στόχους. Αντίπαλός μας είναι μόνον τα προβλήματα των πολιτών, όπως το στεγαστικό ζήτημα, οι υπηρεσίες υγείας στα επείγοντα και στις απομακρυσμένες περιοχές της χώρας, η μείωση του κόστους διαβίωσης, η καταπολέμηση της ανομίας και της παραβατικότητας. Όσο δίνουμε αυτό τον αγώνα και κερδίζουμε καθημερινά μικρές και μεγαλύτερες μάχες, τόσο θα είμαστε χρήσιμοι για τους πολίτες. Προσωπικά αυτό που πάντα με απασχολεί, πρωτίστως ως πολίτη αυτής της χώρας είναι ο κίνδυνος της ακυβερνησίας και των αδύναμων κυβερνητικών σχηματισμών. Έχουμε υποφέρει από πολιτικές τερατογενέσεις πριν λίγα μόλις χρόνια που μας πήγαν πολύ πίσω. Και ταυτόχρονα έχουμε καταφέρει χάρη στην αυτοδύναμη μονοκομματική κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη να εξασφαλίσουμε την οικονομική και πολιτική σταθερότητα και ταυτόχρονα την οικονομική πρόοδο».
Και, στο δια ταύτα, «στόχος της ΝΔ είναι να ολοκληρώσει το έργο της, να βελτιώσει ουσιωδώς τη ζωή και την καθημερινότητα των πολιτών, να αποκτήσουμε μια στιβαρή οικονομία που αντέχει στα εξωγενή σοκ και προσφέρει ευκαιρίες καλής εργασίας και αξιοπρεπών εισοδημάτων για όλους με ένα κράτος που δεν ταλαιπωρεί και δεν δημιουργεί εμπόδια στη ζωή των ανθρώπων. Με ριζοσπαστικές ρήξεις και μεταρρυθμίσεις στο βαθύ κρατος θα κερδίσουμε τις εκλογές στο τέλος αυτής της 4ετίας για να έχουμε ξανά μια αυτοδύναμη και ισχυρή κυβέρνηση».
Κλείνοντας ο Α. Σκέρτσος καταθέτει τη γνώμη του είναι ότι «η κυβέρνηση θα υλοποιήσει το σύνολο των δεσμεύσεων που είχε αναλάβει το 2023 έναντι των πολιτών. Και τότε όλοι θα κληθούν να κρίνουν και να συγκρίνουν αν επιθυμούν να έχουν μια κυβέρνηση της συνέπειας, του αποτελέσματος και της προόδου για όλους ή ένα συνονθύλευμα κομμάτων και κομματιδίων που ενώνονται μόνο γύρω από το μίσος τους για τον πολιτικό τους αντίπαλο, χωρίς καμία θετική ρεαλιστική πρόταση για τους πολίτες», καταλήγει.