Στην εκτίμηση πως «η Ελλάδα εκτός ακραίων σεναρίων δεν θα μπει σε ύφεση» προέβη σήμερα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης, στο πλαίσιο της συζήτησης στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής για το προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού του 2023.
Ο κ. Σκυλακάκης ανέφερε ότι το σενάριο του προσχεδίου βασίζεται «σε πολύ συντηρητικές προβλέψεις, έχουμε πάρει αυτό που θα λέγαμε, το ρεαλιστικό αρνητικό σενάριο για να έχουμε μια σωστή διαχείριση των προσδοκιών αλλά και για να αντιμετωπίζουμε αυτή την κατάσταση της ακραίας αβεβαιότητας με σωφροσύνη».
Η ανάπτυξη της τάξεως του 2,1% που προβλέπεται, είπε ο αναπληρωτής υπουργός, στηρίζεται κατά κύριο λόγο στις αυξήσεις των επενδύσεων κάτι που συμβαίνει ήδη από το 2021-2022 και έτσι η εκτίμηση αυτή δεν είναι έωλη. Χαρακτηριστικά σημείωσε ότι τα επενδυτικά σχέδια του εργαλείου των δανείων του Ταμείου Ανάκαμψης έχουν περάσει τα 7 με 7,5 δισ. ευρώ εκ των οποίων τα μισά έχουν προ εγκριθεί από τις τράπεζες και θα υλοποιηθούν το επόμενο διάστημα κατά 95% με 99%, ενώ ταυτόχρονα έχουν κατατεθεί επιπροσθέτως επενδυτικά σχέδια ύψους 3 δισ. ευρώ που είναι προς έγκριση σε άλλα χρηματοδοτικά εργαλεία επιδοτήσεων. Το κύμα επενδύσεων, σημείωσε ο κ. Σκυλακάκης περιλαμβάνει ποιοτικές και παραγωγικές επενδύσεις και έχει στέρεη βάση υλοποίησης. Για αυτό «και πιστεύουμε ότι του χρόνου θα κρατηθούμε εκτός ύφεσης, πετυχαίνοντας και τους δημοσιονομικούς στόχους, ενδεχομένως και καλύτερα από ό,τι συνέβη το 2021».
Εφέτος ο στόχος του ελλείμματος σε 1,7% θα επιτευχθεί όπως και το 0,7% το 2023, που είναι μια συντηρητική πρόβλεψη και έτσι του χρόνου θα έχουμε την επενδυτική βαθμίδα που θέλουμε για να απελευθερωθεί η δυναμική της χώρας. Η επενδυτική αναβάθμιση κατά πόσο θα επιτευχθεί πριν ή μετά τις εκλογές, είπε ο αναπληρωτής υπουργός, αυτό θα το δούμε αλλά η προϋπόθεση είναι η πολιτική σταθερότητα και η φιλοεπενδυτική πολιτική.
Αναφερόμενος στο δημόσιο χρέος, ο κ. Σκυλακάκης ανέφερε ότι η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ άφησε ένα χρέος ύψους 186,7% του ΑΕΠ το 2018 και ταμειακά διαθέσιμα ίδια περίπου με τα σημερινά και πως το τέλος του 2022, η χώρα θα έχει 169% του ΑΕΠ χρέος, σημαντικά ταμειακά διαθέσιμα, του ίδιου περίπου ύψους με αυτά που παραλάβαμε και αυτό έχει γίνει με μια διαφορετική άσκηση πολιτικής, χωρίς φόρους και υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξης, αντίθετα εμείς μειώσαμε συστηματικά τους φόρους.
Ο αναπληρωτής υπουργός, σημείωσε ότι η μείωση των φόρων επέφερε την αύξηση του ονομαστικού διαθέσιμου εισοδήματος για το μέσο νοικοκυριό. Για την ενεργειακή κρίση και πως θα βγούμε από αυτή, είπε ότι «αυτή μας βρήκε, την Ελλάδα, πιο ευάλωτη στο ενεργειακό της μίγμα από το μέσο ευρωπαϊκό όρο. Και συνέβη αυτό γιατί απομακρυνθήκαμε από τον λιγνίτη, απομάκρυνση η οποία αποφασίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 2010 όταν η ΕΕ έβαλε περιβαλλοντικούς όρους που καθιστούσαν απαγορευτική τη λειτουργία των παλιών λιγνιτικών εργοστασίων και υπήρξε στροφή στο Φυσικό Αέριο περισσότερο και όχι επενδύσεις σε ΑΠΕ που θα μπορούσαμε να είχαμε προχωρήσει. Το μέλλον είναι οι ΑΠΕ, είναι μονόδρομος αλλά οι επενδύσεις αυτές που διπλασιάστηκαν ή και τριπλασιάστηκαν στη δική μας περίοδο θέλουν χρόνο. Ο αναπληρωτής υπουργός, επισήμανε ότι στο προσχέδιο έχουμε πάρει πολύ συντηρητικές προβλέψεις σε ό,τι αφορά τα καύσιμα και είναι συνειδητά αρνητικές. Εκτίμησε, όμως, ότι θα υπάρξουν καλύτερες εξελίξεις το 2023. Συνεπώς, «εάν συνεχιστεί η πτώση των τελευταίων ημερών η ελληνική οικονομία θα έχει πολύ καλύτερές προοπτικές. Καλύτερο ΑΕΠ και δημοσιονομικές δυνατότητες. Επίσης, το τέλος του πολέμου στην Ουκρανία και η ήττα της Ρωσίας στα πεδία των μαχών που φαίνεται να υπάρχει, θα ανοίξουν μια καινούρια περίοδο διεθνώς και γεωπολιτικά και οικονομικά και η Ελλάδα είναι σωστά τοποθετημένη για να αξιοποιήσει αυτό τον επόμενο χρόνο».
Πηγή: ΑΠΕ - ΜΠΕ