Σταθερή ευρωπαϊκή πορεία για τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της χώρας
Shutterstock
Shutterstock
Μετά τις ευρωεκλογές

Σταθερή ευρωπαϊκή πορεία για τον εκσυγχρονισμό και την πρόοδο της χώρας

Οι ευρωεκλογές της 9ης Ιουνίου έδωσαν πολλά μηνύματα και πυροδότησαν φυσιολογικά ορισμένες πολιτικές εξελίξεις.

Επικάθεται πλέον και η σκόνη των πολλών αναλύσεων από διάφορες σκοπιές και με διάφορες σκοπιμότητες. Η ερμηνεία των στοιχείων και αριθμών και η βάση των συγκρίσεων πάντα έχουν πολιτική σημασία.

Υπό την ανωτέρω έννοια η εκλογική επίδοση της ΝΔ ήταν κάτω από τον πήχη που η ίδια είχε θέσει με τον ίδιο τον Π/Θ να το υπενθυμίζει, καλώς ή κακώς, σε κάθε ευκαιρία. Πρόκειται για σαφή εκλογική ήττα. Οι αιτίες μετρήθηκαν και δίνουν μια πρώτη εκτίμηση (ακρίβεια κ.τ.λ). Χρειάζεται περισσότερη ανάλυση. Είχα επισημάνει στο προηγούμενο άρθρο μου ότι ενδεχόμενη ήττα δεν θα ήταν καταστροφική. Εξακολουθώ να το υποστηρίζω, ενώ ενδέχεται να αποδειχτεί και δημιουργική! Ασφαλώς το βασικό μέτρο σύγκρισης είναι οι ευρωεκλογές του 2019 αλλά και οι συγκρίσεις με τις επιδόσεις των κομμάτων στις δύο διαδοχικές εκλογικές αναμετρήσεις του 2023, τον Μάιο και τον Ιούνιο, είναι καθόλου νόμιμες και μπορεί να οδηγήσουν σε χρήσιμα συμπεράσματα.

Υπάρχουν πολλές σοβαρές πτυχές των ευρωεκλογών που αξίζει να μελετηθούν ξεχωριστά και στις αμοιβαίες εξαρτήσεις τους. Ωστόσο, θα πρέπει κανείς να εκκινήσει από ορισμένες βασικές διαπιστώσεις.

Κατ’ αρχάς, οι εκλογικές απώλειες της ΝΔ σημειώθηκαν προς όλες τις κατευθύνσεις αλλά κυρίως προς τα δεξιά της και προς το «Κέντρο», ελαφρώς περισσότερες στη δεύτερη περίπτωση.

Δεύτερον, η τεράστια αποχή, μολονότι εκλογικά έπληξε κατά κύριο λόγο τη ΝΔ, πλήττει ευθέως στο γενικότερο επίπεδο την ίδια τη δημοκρατία. Εμπεριέχει σε ένα βαθμό κι ένα τμήμα μιας πολτοποιημένης από τους λαϊκισμούς της δεκαετούς κρίσης κοινής γνώμης που έφτασε να απεχθάνεται και να απαξιώνει την πολιτική, κόμματα και δημοκρατικούς θεσμούς ως σύστημα διακυβέρνησης. Συναφώς δεν είναι καθόλου τυχαίο που η πλειοψηφία των πολιτών επικρατούν αρνητικές γνώμες για την ΕΕ, θέμα που ούτε τα φιλοευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα ούτε οι θεσμοί της ίδιας της ΕΕ έχουν δώσει την πρέπουσα σημασία.

Από ένα σημείο και πέρα θα πρέπει να κληθεί εσπευσμένα ο πολιτικός ψυχίατρος καθόσον δε νομίζω να υπάρχει άλλη χώρα που να έχει ωφεληθεί τόσο πολύ οικονομικά, κοινωνικά κ.τ.λ. από την ένταξή της στην ΕΕ και την ευρωζώνη και να έχει γλυτώσει την άτακτη χρεοκοπία και την αφρικανική περιθωριοποίηση χωρίς τη διαρκή οικονομική και πολιτική στήριξη των εταίρων μας.

Το γεγονός, πάντως, ότι οι μισοί που πήγαν στις κάλπες ήταν άνω 55 ετών, αποτελεί γενικότερα σοβαρότατο πρόβλημα για όλο το πολιτικό σύστημα. Συναφώς, η ΕΕ, εύκολα αποτελεί «σάκο του μποξ» για κάθε αντισυστημική πολιτική δύναμη, δημαγωγούς και αγύρτες πολιτικούς, συνάμα δε και μόνιμο στόχο εθνολαϊκισμών ποικίλης απόχρωσης. Κι εκεί όπου τη διακυβέρνηση της ΕΕ καθορίζει η συνεργασία του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος, των Σοσιαλιστών και των Φιλελεύθερων κι όπου πρωτοστατεί ο Π/Θ της χώρας, εδώ επικρατεί ένα παρωχημένο και τοξικό αντιδεξιό παραλήρημα, η δε συνεργασία με τη «Δεξιά» (τη ΝΔ) θεωρείται έγκλημα καθοσιώσεως από τις ψευδεπίγραφες «προοδευτικές δυνάμεις».

Τρίτον, η αποχή αφορούσε κυρίως τους εκλογείς της ΝΔ. Η επικρατέστερη ερμηνεία ορθώς τονίζει ότι πρόκειται για εκλογείς που με τη στάση τους αυτή ήθελαν να δώσουν ένα μήνυμα διαμαρτυρίας και προειδοποίησης, όχι τιμωρίας. Πρόκειται για κατάσταση αναμονής και πίστωσης χρόνου, διαφορετικά θα στρέφονταν μαζικά προς τα κύρια κόμματα της μείζονος και ελάσσονος αντιπολίτευσης, πράγμα που όχι μόνο σε συνέβη αλλά έπληξε και τα κόμματα αυτά.

Επομένως, οι εκλογείς αυτοί, που τους τοποθετούν (ή αυτοτοποθετούνται) στο χώρο του αποκαλούμενου συμβατικά «Κέντρου», λίγο δεξιότερα ή λίγο αριστερότερα, εκτός από την τήρηση στάσης αναμονής, θα κρίνουν με μεγαλύτερη αυστηρότητα την κυβερνητική πορεία και τα πεπραγμένα της. Θα έχει καθοριστικό πολιτικό ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς τις δημοσκοπικές προτιμήσεις και τις διακυμάνσεις τους στο χώρο αυτό στο βάθος της τριετίας.

Κατά τα άλλα, λογικό είναι και το επιχείρημα ότι στις ευρωεκλογές όχι μόνο η ψήφος είναι «χαλαρή» αλλά και ο βαθμός συμμετοχής συνήθως μικρότερος αυτού των εθνικών εκλογών. Συμπερασματικά, η αποχή οφείλεται σε αρκετούς παράγοντες, δεν είναι μονοσήμαντη. Δεν μπορώ να επεκταθώ εδώ περισσότερο στο θέμα αυτό.

Τέταρτον, οι ευρωεκλογές δεν μπορούσαν φυσικά να ανατρέψουν τους κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς. Η κυβέρνηση διαθέτει άνετη πλειοψηφία στη Βουλή. Με έναν κυβερνητικό ανασχηματισμό προσαρμογής, ανεξαρτήτως της μελάνης που καταναλώθηκε για τον πολιτικό του χαρακτήρα, η κυβέρνηση έχει μπροστά της μια τριετία για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, να επαναφέρει στις γραμμές της τους εκλογείς που απώλεσε κι όσους αποστασιοποιήθηκαν, ακόμα και να κερδίσει νέους.

Όλα αυτά θα αποδειχτούν, εκτός απροόπτου, εκτός δηλαδή γεγονότων που τυχόν θα υποχρέωναν την κυβέρνηση να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές, στην προσεχή εθνική κάλπη. Αυτό, όμως, που έχει καθοριστική σημασία για τον τερματισμό είναι η πορεία, διότι αυτή θα κρίνεται συνεχώς κι αυτή θα καθορίσει το τελικό αποτέλεσμα.

Πέμπτον, το επιχείρημα ότι η απόσταση μεταξύ πρώτου και δευτέρου κόμματος μειώθηκε στο ήμισυ σε σχέση με τις εκλογές του 2023 είναι μεν αριθμητικά σωστό πολιτικά δε εντελώς έωλο. Η κυριαρχία της ΝΔ και του Π/Θ διατηρούνται. Μπορεί κανείς σοβαρά να υποστηρίξει ότι η απόσταση αυτή μπορεί να μικρύνει και οι υπάρχοντας πολιτικοί αρχηγοί των δυο μεγαλύτερων κομμάτων της αντιπολίτευσης να αντιπαραταχτούν στον κ. Μητσοτάκη ή να τον αντικαταστήσουν; Μάλλον όχι.

Έωλο πολιτικά είναι και το επιχείρημα ότι το εκλογικό άθροισμα του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ ισούται με την επίδοση του πρώτου κόμματος. Πρώτον, διότι υποκρύπτει την φαντασίωση και τον ευσεβή, διακαή πόθο «ενότητας» των δυο κομμάτων της «κεντροαριστεράς».

Ανήκει ο ΣΥΡΙΖΑ των κ. Κασσελάκη και Πολάκη στην «κεντροαριστερά» και το «δημοκρατικό», «προοδευτικό», «συστημικό» τόξο, τη διαβόητη πλέον «Δημοκρατική Παράταξη»; «Μεταλλάχτηκε» σε τι ακριβώς; δεύτερον, διότι εκφράζει την νοσταλγική επιθυμία επανόδου σε κάποιο δικομματισμό όταν είναι, επί του παρόντος, φανερό ότι αυτός έχει εκπνεύσει και τρίτον διότι ο συνδυασμός της ισοπαλίας 2+3=1 δεν είναι και ο μοναδικός. Για τη διακυβέρνηση της χώρας υπάρχουν κι άλλοι. Το πολιτικό σύστημα μπορεί άνετα να εξελιχτεί σε πολυπολικό ανοιχτό σε διάφορους συνδυασμούς διακυβέρνησης.

Έκτον, οι εκλογικές απώλειες της ΝΔ οφείλονται κατά κύριο λόγο στα δικά της πεπραγμένα και τη δική της πολιτική συμπεριφορά κι όχι σε κάποια δήθεν πειστικά «εναλλακτικά» κυβερνητικά σχέδια των κομμάτων της αντιπολίτευσης. Αν υπήρχαν τότε θα ήταν ανόητες και άχρηστες όλες οι πανταχόθεν εκκλήσεις για τον επείγοντα χαρακτήρα καταρτισμού τους. Η κυβέρνηση θα κριθεί και πάλι από τις δικές της επιδόσεις, όπως και ο ίδιος ο Π/Θ που έχει βάλει προσωπικά στοιχήματα.

Το πολιτικό σύστημα δε φαίνεται να διατρέχει κανέναν κίνδυνο «ακινητοποίησης», μολονότι η συγκρουσιακή πολιτική που τρέφεται και τροφοδοτείται από τον φαιοκόκκινο λαϊκισμό ενέχει κινδύνους. Επί παραδείγματι, το ΚΚΕ, που πάντα ετοιμάζει το «λαό» για «αντεπίθεση» αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα επιδιώξουν να μετατρέψουν τα διάφορα ρυάκια της διαμαρτυρίας σε ποτάμι, σε «μαζικό κίνημα» αντίστασης κατά της κυβέρνησης, κινητοποιώντας όλες τις «δυσαρεστημένες» κοινωνικές ομάδες.

Ωστόσο, η χώρα πρέπει να προχωρήσει στο δρόμο του πολύμορφου και πολυδιάστατου «εκσυγχρονισμού», να καλύψει το χαμένο έδαφος από τα χρόνια της 10χρονης κρίσης, να πλησιάσει ακόμα περισσότερο τα προηγμένα κράτη της ΕΕ, να αυξήσει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών, να ενισχύσει το κοινωνικό κράτος, να βελτιώσει την ισχύ της χώρας σε όλους τους κρίσιμους τομείς και τόσα άλλα που σκοπεύω να αναπτύξω σε άλλο σημείωμα. Δεν υπάρχει άλλη οδός. Δεν πρέπει να χάσει κι αυτό το τρένο εκσυγχρονισμό, διότι μπορεί να αποβεί μοιραίο για το μέλλον της.

Έβδομον, η ηγεσία της ΝΔ θα πρέπει να αντιμετωπίσει με θάρρος και αποφασιστικότητα τις εσωτερικές επιθέσεις πως δήθεν έγινε «Ποτάμι», ήτοι ένα άχρωμο και άοσμο φιλελεύθερο κόμμα χωρίς έρμα και προορισμό, ότι έχει αλλοιώσει τη φυσιογνωμία της κι ότι αν συνεχίσει έτσι κινδυνεύει να χάσει τους δικούς της, «ανεκπροσώπητους», που θα πάνε, φυσιολογικά, «δεξιότερα». πράγμα που απέχει παρασάγγας από την πραγματικότητα. Σημασία, όμως, έχουν οι προσλαμβάνουσες.

Ο Π/Θ, ούτε τους βασικούς Υπουργούς του άλλαξε ούτε τους βασικούς του στόχους, μολονότι προσαρμογές πολιτικής πάντα είναι σκόπιμες και αναγκαίες χωρίς να αλλοιώνουν τον πυρήνα τους. Οφείλει να συνεχίσει την πολιτική της «τριγωνοποίησης», του μείγματος εκείνου πολιτικών κεντροδεξιάς και κεντροαριστερής προέλευσης, που μπορεί μεν να μην απέδωσε, για διάφορους λόγους, μετά τις εκλογές του 2023 και το 41% αλλά είναι το μόνο που μπορεί να του δώσει και τρίτη εκλογική νίκη και θητεία, εάν επιτύχει όχι τόσο τη σωστή αναλογία αλλά απτά αποτελέσματα. Τελικά, ο ίδιος ο Π/Θ λογικά δέχτηκε ότι το 41% δεν υπάρχει πλέον. Ωστόσο, φαίνεται αποφασισμένος κι είναι στο χέρι του να το ξανακερδίσει. Και σε αυτό χρειάζεται κανείς να επανέλθει.

Όγδοο, η διαβόητη ασυμμετρία του κομματικού συστήματος, με ένα κυρίαρχο κυβερνών κόμμα και με δυο άλλα μικρότερα στην αντιπολίτευση που δεν μπορούν το απειλήσουν από μόνα τους, κυριαρχία η οποία εξακολουθεί να ισχύει με άλλες αναλογίες, δεν είναι παρά ένα πρόσχημα, προς αναζήτηση αντικαταστάτη του κ. Μητσοτάκη. Εξ ου και οι δημοσκοπήσεις για τον «αρχηγό» μιας φαντασιακής «κεντροαριστεράς», πριν και μετά τις εκλογές, ως «αντίπαλο δέος» που συμπεριέλαβαν και τον κ. Τσίπρα που κάνει restart.

Ο κ. Κασσελάκης εμετρήθη μεν επιμένει δε να ισχυρίζεται ότι η «σύγχρονη Αριστερά περιέχει και το Κέντρο», εκμηδενίζοντας κάθε ίχνος πολιτικής λογικής. Εντός του κόμματος, άλλοι του ζητούν δημοψήφισμα για την «κεντροαριστερά, ο ίδιος εμφανίζεται «έτοιμος» να διεκδικήσει κάθε είδους ηγεσίας ενός άλλου, ενιαίου ή όχι πολιτικού «κενροαριστερού φορέα, φωνασκεί, και απολύει.

Ο ίδιος δεν ξέρει που πατά και πού πηγαίνει, βρίσκεται σε πλήρη σύγχυση, αλλά το «μαγαζί» που αγόρασε το κρατάει γερά. Κι ας έχει τον κ. Τεμπονέρα να ονειρεύεται «κοινό πρόγραμμα» μεταξύ των «προοδευτικών» κομμάτων. Εκεί όπου, μεταξύ άλλων, αναμένεται να συγκροτήσουν και «αντιπολεμικό κίνημα» για την «Ειρήνη», πολύτιμο αγαθό που έχει ως προμετωπίδα και το Ινστιτούτο του κ. Τσίπρα, προφανώς για να στηρίξουν από κοινού τον ειρηνοποιό κ. Πούτιν και τη δημοκρατική τρομοκρατική οργάνωση Χαμάς.

Ως προς το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ οι «δελφινάριοι» έσπευσαν άμεσα να εκδηλωθούν δημοσίως, η οικογένεια-ιδιοκτήτης του κόμματος έκανε ισχυρή εμφάνιση, ενώ κάπου στη γωνία ξεπρόβαλε και ο ευεργετηθείς από τον κ. Ανδρουλάκη «Δούξ των Αθηνών». Μυρίστηκε την ευκαιρία για να μεταφέρει στο «χώρο», ως νέος σωτήρ, αριστερές γενικότητες, κοινοτοπίες και μπαρούφες καθώς και το «υπόδειγμα» της «ηγετικής» του εμπειρίας από τη συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (μόνο η κα Ζωή και η κομμουνιστογεννής Νέα Αριστερά λείπουν για να συγκροτηθεί το «Λαϊκό Μέτωπο» κατά του ακροδεξιού κ, Μητσοτάκη).

Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ δοκιμάζεται και πάλι από μια νέα σοβαρή κρίση, μολονότι η μη κατάκτηση της δεύτερης θέσης (εκλογικός στόχος) δεν αποτελεί και καμιά σοβαρή ήττα ούτε η απόσταση από το 2ο κόμμα είναι αγεφύρωτη. Η δυναμική είναι το πρόβλημα και το εμφανές γεγονός ότι οι επιθυμούντες την ανατροπή του κ. Μητσοτάκη βιάζονται και απεργάζονται λύσεις για να συγκροτήσουν το «αντίπαλο δέος».

Γι' αυτό αναζητούν τα κατάλληλα πρόσωπα και προωθούν πολιτικά σχήματα που νομίζουν ότι θα τα καταφέρουν καλύτερα. Κι αυτοί έχουν μπροστά τους τρία ολόκληρα χρόνια! Δεν τα έχουν καταφέρει μέχρις στιγμής. Η πρώτη αντίδραση του κ. Ανδρουλάκη ήταν πολύ σκληρή. Έτριξε τα δόντια του στον αναιδή «Δούκα», δε θα παραδοθεί εύκκολα και θα παλέψει μέχρις εσχάτων για να διατηρήσει τη θέση του. Η συνέχεια κατ’ αρχάς στα «όργανα» που συγκαλεί και ελέγχει…

Θα χρειαστεί να παρακολουθήσουμε επισταμένως τον Κεντροαριστερό Θίασο και να επανέλθουμε σε πολλά άλλα και ενδιαφέροντα πολιτικά θέματα που προέκυψαν από τις ευρωεκλογές, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι πολιτικές εξελίξεις στην Ευρώπη και οι εκλογές στη Γαλλία ενδέχεται να επηρεάσουν το ελληνικό πολιτικό σκηνικό κατά τρόπους που ίσως δεν μπορούν άμεσα να προβλεφτούν.


* Ο Βασίλης Καπετανγιάννης είναι πολιτικός επιστήμων