Η κατάρρευση της, μόλις 6 μηνών, κυβέρνησης του κεντρώου πρωθυπουργού της Βουλγαρίας Κίριλ Πετκόφ δεν θεωρείται κεραυνός εν αιθρία. Οι στενές σχέσεις της προηγούμενης κυβέρνησης Μπορίσοφ με το Κρεμλίνο και η διείσδυση της Ρωσίας στη χώρα, σε συνδυασμό με τη στάση του κεντρώου πολιτικού που τάχθηκε από την πρώτη στιγμή με τη Δύση, εκτιμάται πως συνέβαλε καθοριστικά στις εξελίξεις που οδηγούν τη χώρα σε μια βαθιά πολιτική κρίση την ώρα που ακρίβεια πληθωρισμός και ενεργειακή κρίση βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη. Στα δυτικά Βαλκάνια οι εξελίξεις προκαλούν προβληματισμό και φέρνουν την Ευρώπη προ της άμεσης ανάγκης να λάβει μέτρα.
Τον Ιανουάριο έναν μήνα πριν η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία, απαιτούσε από το ΝΑΤΟ να αποσύρει τις δυνάμεις του από τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία με το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών να θέτει επισήμως το αίτημα στο πλαίσιο των εγγυήσεων ασφαλείας που ζητούσε από τη Δύση. Μάλιστα δήλωνε ότι πρέπει το ΝΑΤΟ να σταματήσει την επέκτασή του και να επιστρέψει στα σύνορα του 1997 γεγονός που για τις δύο ως άνω χώρες σήμαινε ότι δεν πρέπει να έχουν στρατεύματα ή οτιδήποτε άλλο, ενώ τον περασμένο Φεβρουάριο απέπεμψε τον φιλορώσο υπουργός Άμυνας Στέφαν Γιάνεφ που χαρακτήρισε τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία ως «επιχείρηση» υιοθετώντας πλήρως την τακτική της Μόσχας.
Η στάση του νεοεκλεγέντος τότε Κίριλ Πετκόφ προκάλεσε την αντίδραση της Μόσχας αφού μιλώντας στο κοινοβούλιο της χώρας του απαντούσε ότι «Η Βουλγαρία είναι μια κυρίαρχη χώρα, η οποία έχει κάνει από καιρό την επιλογή της να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ. Ως μέλος του ΝΑΤΟ, εμείς και μόνο εμείς αποφασίζουμε να οργανώσουμε την άμυνα της χώρας μας σε συντονισμό με τους εταίρους μας».
Στη συνέχεια η Βουλγαρία συντάχθηκε με τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ της ΕΕ και συνολικά της Δύσης, ο κεντρώος πρωθυπουργός έδειξε αποφασισμένος να μην ενδώσει στις πιέσεις του Κρεμλίνου αλλά και σε αυτές που άσκησαν κόμματα άμεσα συνδεδεμένα με τη Ρωσία, τα οποία μάλιστα εκπροσωπούν και ψηφοφόρους που δεν τάσσονται αναφανδόν κατά τις ρωσικής εισβολής, υιοθετώντας την προπαγάνδα πως για τις εξελίξεις ευθύνεται η Δύση και το ΝΑΤΟ.
Θεωρώντας ουσιαστικά ως δική του περιοχή τη χώρα ο Πούτιν είχε στείλει από την πρώτη στιγμή τα μηνύματά του. Άλλωστε το Κρεμλίνο έχει εδώ και χρόνια επενδύσει στη διείσδυση στην ευρύτερη περιοχή και είναι πρόσφατες οι αποκαλύψεις για τις διώξεις που ασκήθηκαν από την αμερικανική δικαιοσύνη κατά ενός εκ των καθοδηγητών του Ρώσου προέδρου, του Κονσταντίν Μαλοφέεβ για την προπαγάνδα που έστηνε σε χώρες της Ευρώπης με επίκεντρο την Ελλάδα και τη Βουλγαρία.
Όπως πρόσφατη είναι και η σύλληψη του Αμερικανού Τζακ Χάλικ ο οποίος κατηγορείται πως ενεργώντας για λογαριασμό του Ρώσου Ολιγάρχη επιχείρησε να υλοποιήσει το σχέδιο διείσδυσης της ρωσικής προπαγάνδας σε Ελλάδα και Βουλγαρία μετά την κατάληψη της Κριμαίας που σήμανε την έναρξη του αναθεωρητικού σχεδίου του Βλαντιμίρ Πούτιν. Ο ίδιος ο Μαλοφέεβ μιλούσε για «θρησκευτική συμμαχία» για τις χώρες Ρωσία, Βουλγαρία, Ελλάδα προσθέτοντας και τη Σερβία που από την πρώτη στιγμή έχει στηρίξει τις ενέργειες του Ρώσου προέδρου.
Η ρωσική διείσδυση στη Βουλγαρία είναι μεγάλη. Ίσως, από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, σίγουρα η πιο εμφανής αφού σε άλλες χώρες τα κόμματα που συντάσσονται με τους ρωσόφιλους επιχειρούν να εμφανιστούν με έναν μανδύα ίσων αποστάσεων. Αρκεί να σημειωθεί πως στη Βουλγαρία όταν η Βουλή εκλήθη να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή τόσο το κόμμα των Σοσιαλιστών όσο και της ακροδεξιάς είχαν αρνηθεί να υπερψηφίσουν και να ταχθούν με τον κυβερνητικό συνασπισμό.
Το γεγονός πάντως ότι η κυβέρνηση της Βουλγαρία με επικεφαλής των κεντρώο Πετκόφ ήταν από αυτές που χαρακτηρίζονται ως ετερόκλητες. Άλλωστε ό εκ του Χάρβαρντ προερχόμενος πρωθυπουργός εμφανίσθηκε στο πολιτικό σκηνικό λίγους μήνες πριν τις εκλογές στις οποίες βγήκε πρώτος με τους πολίτες να θεωρούν ότι δύναται να βάλει τέλος στη διαφθορά. Και αυτό επιχείρησε μόνο που ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η στάση που ο ίδιος τήρησε απέναντι στη Ρωσία προκάλεσε ρωγμές στον ομφάλιο λώρο των Βούλγαρων Ολιγαρχών με τη Μόσχα κυρίως με τις μπίζνες που έστηναν με Ρώσους ολιγάρχες πάνω στον τομέα της ενέργειας αλλά και σε άλλους τομείς.
Τόσο τα ρωσόφιλα κόμματα όσο και οι Βούλγαροι ολιγάρχες επένδυσαν στην αγανάκτηση από την ακρίβεια και τις ανατιμήσεις που έφερε η ενεργειακή κρίση και στη χώρα αυτή πατώντας και στο γεγονός πως μεγάλο τμήμα της βουλγάρικης κοινωνία έτεινε ευήκοα ώτα στις θεωρίες συνωμοσίας αναφορικά με τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ο διχασμός ως προς το θέμα αυτό είναι καταγεγραμμένους και έδωσε και το έναυσμα για τις πολιτικές εξελίξεις που οδήγησαν στην κατάρρευση της κυβέρνησης Πετκόφ.
Το ερώτημα είναι κατά πόσο οι εξελίξεις αυτές θα οδηγήσουν σε κυβερνήσεις όπως αυτές του Μπορίσοφ ο οποίος συνελήφθη για διαφθορά αλλά έχει αφεθεί ελεύθερος επιδιώκοντας τη με κάθε τρόπο επαναφορά του στην εξουσία τείνοντας χείρα φιλία στο Κρεμλίνο.
Σε κάθε περίπτωση η εξέλιξη αυτή κρούει τον κώδων του κινδύνου για τις εξελίξεις στα Βαλκάνια αφού η Μόσχα παρά τις κυρώσεις και την προσπάθεια περιορισμού της από τις χώρες της Δύσης παραμένει ενεργή στην ευρύτερη περιοχή και επιδιώκει τη με κάθε τρόπο διείσδυσή της στα ανώτερα κλιμάκια των ηγεσιών. Η προπαγάνδα της συνεχίζεται με έμμεσους τρόπους αλλά και κεκαλυμμένες παρεμβάσεις μέσω social media κυρίως δε μέσα από τη θρησκεία και τις σχέσεις με τις εκκλησίες των περιοχών των Βαλκανίων. Στην Ελλάδα τα παραδείγματα είναι πλέον γνωστά με την περίπτωση του Αγίου Όρους να κυριαρχεί. Ανάλογη είναι και η τακτική σε άλλες χώρες της Ευρώπης με τη χρηματοδότηση να κινείται μέσα από ινστιτούτα και ιδρύματα θρησκευτικού αντικειμένου.
Παράλληλα ο κώδωνας του κινδύνου χτυπά και για την Ευρώπη που καλείται πλέον να πάρει αποφάσεις και να προχωρήσει σε μέτρα που θα ελαχιστοποιήσουν τις επιπτώσεις στις χώρες μέλη ώστε να κοπεί εν τη γενέσει του ο δεσμός μεταξύ Ρωσίας και ακραίων κομμάτων καθώς και ο λαϊκισμός που βασίζεται στην ακρίβεια και την ανέχεια των κοινωνιών.