Το άλλοτε κραταιό κόμμα, που προς στιγμή φάνηκα ικανό να ξαναπροσεγγίσει τα παλαιά μεγαλεία, έχασε ήδη και πάλι τη δεύτερη θέση στις δημοσκοπήσεις (ενώ δεν αποκλείεται να τη χάσει και στη Βουλή, αν τα βρει ο ΣΥΡΙΖΑ με τα αποσχισθέντα λόγω Κασσελάκη στελέχη του που συγκρότησαν την εδώ και καιρό ψυχορραγούσα Νέα Αριστερά).
Παράλληλα, η ήδη χαμηλή εικόνα στην καταλληλότητα για την πρωθυπουργία του προέδρου του καταρρέει έτι περαιτέρω, ενώ -ίσως για να καταδειχθεί με ακόμη μεγαλύτερη έμφαση πως έχει πρόβλημα ηγεσίας- στο ευρηματικό ερώτημα κάποιου δημοσκόπου «ποιο κόμμα θα ψηφίζατε αν αυτό είχε άλλον αρχηγό» το δημοσκοπικό ποσοστό του …διπλασιάζεται!
Τέλος, κάτι επίσης ενδεικτικό, δημοσκοπικά το έχει ξεπεράσει ένα πολιτικό μόρφωμα με ισχυρή ηγεσία μεν, αλλά που έχει υποκαταστήσει στις συγκροτημένες κυβερνητικές προτάσεις τον καταγγελτικό λόγο και την εισαγγελική ρητορεία… (ενώ η αποκάλυψη της αρχηγού του πως συζητάει με τον εαυτό της για την αυριανή της πρωθυπουργία θεωρήθηκε έκπληξη, επειδή αυτή έδειξε ικανή να συζητάει, επειδή φαίνεται πως υπάρχει πρόσωπο ικανό να συζητάει μαζί της, έστω και ο εαυτός της, αλλά και επειδή όλοι κατανόησαν ποιος θα είναι ο προνομιακός συνομιλητής της, όταν έρθει «εν τη βασιλεία της»…)
Πάντων αυτών, λοιπόν, συνεκτιμωμένων, τίθεται το ερώτημα αν το -τυπικώς ακόμη- κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης υφίσταται όλη αυτή την καθίζηση λόγω ανεπάρκειας του αρχηγού του -σε στυλ, πολιτισμικό κεφάλαιο, ικανότητα να εμπνεύσει τα αστικά στρώματα τα οποία κατεξοχήν διαμορφώνουν πολιτικές εικόνες κ.λπ.- ή μήπως είναι μια λανθασμένη στον πυρήνα της στρατηγική που το καταδικάζει στην πολιτική μιζέρια; (Αφού ακυρώνει κάθε ξεκίνημα ανάκαμψης, όπως αυτό που δρομολόγησε η άψογη εσωκομματική διαδικασία η οποία οδήγησε στην επαναβεβαίωση του κ. Ανδρουλάκη;…)
Χωρίς να υποτιμώνται ενδεχόμενες ελλείψεις και ανεπάρκειες του νυν αρχηγού, νομίζω πως το «πράσινο κόμμα» διαρκώς αυτοτραυματίζεται από μια εγγενή αντίφαση στην όλη στάση του:
Εμφανίζεται ως κόμμα συγκροτημένου προγραμματικού λόγου, μεγάλης κυβερνητικής εμπειρίας, επεξεργασμένων θέσεων, πρωτίστως δε ως κόμμα ευθύνης, ταυτόχρονα όμως -αποκλείοντας κάθε κυβερνητική σύμπραξη, λες και είναι κόμμα αντισυστημικού καιροσκοπισμού- ΟΥΔΕΜΙΑ ΠΡΟΣΦΕΡΕΙ ΡΕΑΛΙΣΤΙΚΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΗ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ. Με αποτέλεσμα οι, έστω και πολλαπλώς δυσαρεστημένοι από τα κυβερνητικά πεπραγμένα, ενδιαφερόμενοι για την κυβερνησιμότητα της χώρας να ξανασυσπειρώνονται περί την κυβερνητική παράταξη, οι δε μετωπικά εναντιούμενοι προς αυτήν να στρέφονται προς πολύ πιο ριζοσπαστικές λύσεις. Το δε ΠΑΣΟΚ καθίσταται ο διάδρομος μεταξύ συστημισμού και αντισυστημισμού, μιας και δεν έχει ούτε τον κυβερνητικό πραγματισμό που χαρακτηρίζει τον πρώτο ούτε την υπερβατική ρητορική που καθορίζει τον δεύτερο.
Με κίνδυνο, λοιπόν, να θεωρηθώ πως εντάσσομαι και εγώ στην πολυπληθή κατηγορία των «προπονητών ή πολιτικών συμβουλατόρων του καναπέ», θα έλεγα πως συνεκτική και συμβατή προς τη φύση του ΠΑΣΟΚ στρατηγική και ρητορεία θα ήταν η κατωτέρω:
«Για μας απόλυτη προτεραιότητα είναι η χώρα να καταστεί σωστά κυβερνήσιμη. Για το ‘σωστά’ δουλεύουμε με τη φερεγγυότητά μας, με έμφαση στο κράτος δικαίου, στον σεβασμό στους θεσμούς και με προτάγματα που συνδυάζουν κοινωνική ευαισθησία και δημοσιονομική υπευθυνότητα. Την κυβερνησιμότητα της χώρας όμως την καθορίζει η λαϊκή ψήφος δια των κοινοβουλευτικών συσχετισμών που διαμορφώνει. Όταν αυτοί αποτυπωθούν στην αυριανή Βουλή, θα αναζητήσουμε τη λύση εκείνη που δε θα αφήσει τη χώρα ακυβέρνητη -η ηθική της ευθύνης που έχουμε κατακτήσει δε θα μας επέτρεπε κάτι τέτοιο-, αλλά θα επιδιώκει και το κατά το δυνατόν βέλτιστο των κυβερνητικών προσανατολισμών. Ως κόμμα που βαδίζει στην οδό της πραγματικότητας, δεν επιδιώκουμε τον ανέφικτο καλύτερο δυνατό κόσμο, αλλά ένα κόσμο ρεαλιστικά κατά το δυνατόν καλύτερο».
Νομίζω πως μια τέτοια ρητορεία θα ήταν συμβατή με τη φύση ενός κόμματος κινούμενου στον χώρο του προοδευτικού πραγματιστικού κέντρου, το οποίο -εφόσον τουλάχιστον δε διαθέτει μια υπερβατική ηγεσία ικανή να καλύπτει τις όποιες εσωτερικές αντιφάσεις του- οφείλει να παράγει και να προβάλλει έναν πολιτικό λόγο με συνοχή και συνέπεια…
*Ο καθηγητής Θανάσης Διαμαντόπουλος θα συνομιλήσει με τον καθηγητή Αντώνη Κλάψη για τον Ελευθέριο Βενιζέλο, τις μεγαλουργίες, τις ραδιουργίες και τις αντιφάσεις του στις 27 Απριλίου, ώρα 7.00, στη Βιβλιοθήκη του Αθλητικού Συλλόγου Νέου Βουτσά.