Του Γιάννη Σιδέρη
Ο αείμνηστος ηγέτης της ΕΔΑ Ηλίας Ηλιού, διακωμωδώντας το γεγονός ότι το κόμμα του εκπροσωπείται μόνο από τον ίδιο στη Βουλή, έλεγε σε βουλευτές με αυτοσαρκασμό: «Το μόνο κόμμα που δεν πρόκειται να διασπαστεί είναι η ΕΔΑ». Στα απορημένα βλέμματά τους, έπαιρνε θεατρικά πομπώδες ύφος και με πονηρό χαμόγελο διακήρυττε: «Κύριοι… δεν διασπώμαι»!
Παρόμοιο χιούμορ δεν επέδειξε χθες το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ. Με μια σοβαροφανή ανακοίνωση (που δεν δικαιολογείται από τα εκλογικά μεγέθη), χαιρέτησε… την ομόφωνη απόφαση της Διοικούσας Επιτροπής της Νέας Ελληνική Ορμής για συμπόρευση με τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΕΟ είναι απλώς το μονοπρόσωπο κόμμα της Κατερίνας Παπακώστα, αλλά τα δύο μέρη το ενέδυσαν με τον βαρύγδουπο τίτλο κάποιας «Διοικούσας Επιτροπής»!
Η απόφαση - κατά το Γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ - εκφράζει τις προγραμματικές συγκλίσεις, σχετικά με την ανασυγκρότηση του κοινωνικού κράτους, τη δίκαιη ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη απέναντι στο νεοφιλελεύθερο οδοστρωτήρα που θέλει να σαρώσει δικαιώματα και κατακτήσεις του ελληνικού λαού.
Προφανώς οι προγραμματικές συγκλίσεις ξεκίνησαν όταν η κα Παπακώστα (συμπαθής κατά τα άλλα σε προσωπικό επίπεδο) έγραφε τον Αύγουστο του 2014: «Θλιβερός Τσίπρας, προκλητικά αμοραλιστής. Θλιβερή κυβέρνηση. Ντρέπομαι για λογαριασμό όσων τον επέλεξαν». Η ίδια είχε αναφερθεί στην εισροή παράνομων μεταναστών, λέγοντας «οι λαθρομετανάστες εισρέουν κατά χιλιάδες στα σύνορα ως κατσαρίδες».
Η επίθεση στον κ. Τσίπρα και τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και η ατυχής παρομοίωση για τους οικονομικούς μετανάστες, δεν συνάδουν επ' ουδενί με την ιδεολογία του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο έτερος αστήρ της λαϊκής Δεξιάς και νυν υποψήφιος, ο κ. Τέρενς Κουίκ, ερωτηθείς κάποτε για το ενδεχόμενο να αναγνωριστούν τα Σκόπια ως Μακεδονία απαντούσε «Ε, αυτό είναι κίνδυνος-θάνατος. Θα εκχωρήσω εγώ τη Θράκη;»!
Για τη Θράκη δεν ξέρουμε. Τη Μακεδονία ανέτως την εκχώρησε! Επίσης ερωτηθείς για το ενδεχόμενο ο Συριζαίος υπουργός Παιδείας να κατεβάσει τα θρησκευτικά σύμβολα από τις σχολικές αίθουσες (σ.σ. απόφαση όχι κατακριτέα για ένα κοσμικό κράτος), ο αδάμαστος Τέρενς διακήρυττε: Εγώ θα έπρεπε να αλλάξω τόπο, να πάω σε άλλη ήπειρο από ντροπή.
Τελικά αντί να αλλάξει ήπειρο από ντροπή, άλλαξε κόμμα χωρίς ντροπή. Έγινε υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ, όπως και η ομοϊδεάτης του Μαρίνα Χρυσοβελώνη, ή η Ελενα Κουντουρά στην Ευρωβουλή, κ.α.
Δεν υπάρχει έκπληξη εκ μέρους μας, και με ελαστικά κριτήρια θα λέγαμε ότι αποδίδουμε εξίσου ελαστικό ψόγο στους ανθρώπους που «αλλαξοπίστησαν», όπως οι ανωτέρω. Η δημοσιότητα βλέπετε πασπαλίζει το άτομο με χρυσόσκονη την οποία δεν μπορεί να αποτινάξει. Η δε ενασχόληση με την πολιτική είναι σαράκι. Όποιος εμπλακεί στα μαγνάδια της δύσκολα εγκαταλείπει. Η «επωνυμία», οι τεμενάδες, η αναγνωρισιμότητα, η αίσθηση του ανήκειν σε τριακόσιους εκλεκτούς εν μέσω δέκα εκατομμυρίων συμπολιτών, δεν σε αφήνει να επιστρέψεις στην ανωνυμία του πλήθους, του οικογενειακού περιβάλλοντος, της γειτονιάς, της δουλειάς σου.
Είναι χαρακτηριστική η συμπεριφορά πολιτικών του προηγούμενου αιώνα – τότε που περίσσευε το πολικό πάθος και υστερούσε ο ωφελιμισμός. Πολιτικοί έμπαιναν στην πολιτική με οικονομική ευμάρεια και απέρχοντο φτωχοί – εν αντιθέσει με τους πολιτικούς της μεταχουντικής δημοκρατία μας. Οι τελευταίοι όχι επειδή έκλεβαν, όπως τους θέλει ο χύδην λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ , αλλά γιατί η μεταπολιτευτική δημοκρατία μας φρόντισε να καλύψει επαρκώς τις βιοποριστικές τους ανάγκες, ενώ ο πληθωρισμός των ΜΜΕ τους έδινε βήμα έκφρασης.
Το πρόβλημα δεν είναι της Παπακώστα, του Κουίκ και των υπολοίπων εισπηδησάντων. Είναι του ΣΥΡΙΖΑ. Ένα κόμμα που υποτίθεται προέτασσε την ιδεολογική καθαρότητα, που υποτίθεται ανακαλούσε ιστορικές μνήμες, που υποτίθεται επικαλείτο την ιστορική συνέχεια μιας παράταξης (εξ ου και η ψευδεπίγραφη επίκληση του «ηθικού πλεονεκτήματος), μετέρχεται τις πλέον χυδαίες συμπεριφορές παλαιοκομματικής πρακτικής.
Εντάσσει στους κόλπους του ανθρώπους που τον έβριζαν, που τον θεωρούσαν εθνοπροδότη, που δεν έχουν καμία ιδεολογική, πολιτική, ιστορική, αξιακή συνάφεια μαζί του. Και για ποιο λόγο; Μπας και κερδίσουν κάποια δεκαδικά ποσοστών (γιατί τόσα μπορεί να κερδίσει από τους «νεοπροσήλυτους»), και να παραμείνει στην πολιτική επιφάνεια με όσο το δυνατό μεγαλύτερο ποσοστό.
Και όλα αυτά επειδή ο κ. Τσίπρας έχει το άγχος να μην αμφισβητηθεί την επόμενη ημέρα στο κόμμα του, να παραμείνει ο αδιαμφισβήτητος ηγέτης και εσαεί πρωθυπουργήσιμος – οψέποτε τύχει και εάν η ΝΔ αποτύχει.