Το σύστημα με το οποίο διεξάγονται οι εκλογές ορίζει και το πλαίσιο του πολιτικού ανταγωνισμού και σε αυτό προσαρμόζονται οι τακτικές των κομμάτων, αναλόγως βέβαια των επιδιώξεων και των προσδοκιών τους. Είναι επίσης αυτονόητο, ότι και η επιλογή του συγκεκριμένου κάθε φορά εκλογικού συστήματος από το κόμμα που κυβερνά, αποβλέπει στην διευκόλυνση των δικών του σχεδιασμών και την προώθηση των στόχων του, με όρους πραγματισμού.
Αν λ.χ. ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι υπήρχαν σοβαρές πιθανότητες να κερδίσει τις εκλογές του 2023, δεν υπήρχε περίπτωση να καθιέρωνε το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής αλλά, αντιθέτως, θα «αναπαυόταν» στον νόμο Παυλόπουλου που θα του έδινε μπόνους έως και πενήντα εδρών.
Αυτές είναι οι εισαγωγικές παραδοχές μιας έντιμης συζήτησης. Από κει και πέρα, υπάρχουν τα σημερινά δεδομένα: Οι επόμενες εκλογές θα γίνουν με απλή αναλογική, είναι το ένα. Η πολιτική κυριαρχία του Μητσοτάκη είναι το άλλο. Η κυβέρνηση φαίνεται ότι περνάει με "αμυχές" από τις συμπληγάδες της πανδημίας, της ενεργειακής κρίσης και της τουρκικής φρενίτιδας. Ενώ η αντιπολίτευση, μείζων και ελάσσων, παραμένει σε στασιμότητα και δεν κεφαλαιοποιεί πολιτικά οφέλη από την εύλογη κόπωση των πολιτών αλλά και την αβεβαιότητα που προκαλεί η πολλαπλή κρίση, που κυριαρχεί πανευρωπαϊκά.
Απέναντι στην ιστορική πρόκληση της απλής αναλογικής, ο μεν πρωθυπουργός τονίζει την ανάγκη να μην τεθούν σε διακινδύνευση η πολιτική σταθερότητα και τα αξιόλογα βήματα προόδου στην αμυντική θωράκιση της χώρας, την οικονομία, τον εκσυγχρονισμό του κράτους και την παιδεία. Δηλώνει αποφασισμένος να υπερασπιστεί το έργο του αλλά και το πρόγραμμα της επόμενης μέρας, πράγμα που μπορεί να γίνει μόνο εάν οι πολίτες ανανεώσουν την εμπιστοσύνη τους στο πρόσωπό του και την πολιτική του.
Δεν αρνείται τις συνεργασίες-άλλωστε το δείγμα γραφής της σύνθεσης της κυβέρνησής του επιβεβαιώνει την άνεσή του να ενσωματώνει στο κυβερνητικό στρατόπεδο σημαντικό μέρος της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας-αλλά δεν είναι διατεθειμένος να τεθεί υπό πολιτική ομηρεία ή να αποδεχθεί παρανοϊκές απαιτήσεις, που, εκτός όλων των άλλων, περιφρονούν τη λαϊκή βούληση όπως αυτή θα έχει αδιαμεσολάβητα εκφραστεί μέσα από την κάλπη. Υπό την έννοια αυτή, ο πρωθυπουργός θέτει στον ελληνικό λαό ένα αληθινό δίλημμα και πολύ καλά κάνει και το θέτει.
Η αξιωματική αντιπολίτευση, με τον πλέον πανηγυρικό τρόπο, δεσμεύτηκε ότι εάν είναι δεύτερο κόμμα, δεν θα αποπειραθεί την επίτευξη συνεργασίας, ακόμη κι αν «βγαίνουν τα κουκιά». Η θέση αυτή, στο βαθμό που είναι ειλικρινής, μοιάζει να σέβεται την πολιτική τάξη που θα διαμορφωθεί από τις επόμενες εκλογές αν και μπορεί κανείς να της χρεώσει την υστεροβουλία της αποδέσμευσης των πολιτών από το υπαρκτό, σοβαρό δίλημμα που θέτει ο πρωθυπουργός.
Τα πράγματα όμως μπερδεύονται εξαιτίας της στάσης του τρίτου στη σειρά κοινοβουλευτικού κόμματος, που θα κληθεί κατά το σύνταγμα, να λάβει τη διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης. Δεν έχει τοποθετηθεί με σαφήνεια για το τί σκοπεύει να κάνει, μιλάει αόριστα για «προοδευτικές πλειοψηφίες» και το μόνο πράγμα στο οποίο είναι ξεκάθαρο είναι ότι αποκλείει την περίπτωση να στηρίξει κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Μητσοτάκη.
Ταυτόχρονα, συνιστώντα του ΣΥΡΙΖΑ στελέχη αναφέρονται στην μετατροπή της πλειοψηφίας στο λαό σε κοινοβουλευτική και πολιτική πλειοψηφία. Πρόκειται για μεγαλοπρεπή ανοησία. Πρώτον, διότι τα αθροίσματα δεν μπορούν να αναγορευτούν πλασματικά σε πλειοψηφίες και ως εκ τούτου είναι αθέμιτο να τα θεωρούμε εν δυνάμει πολιτικές και κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες.
Δεύτερον, διότι παραγνωρίζει την αξία που έχει για την ποιότητα της δημοκρατίας η αρχή του σχετικά πλειοψηφούντος, δηλαδή του πλειοψηφούντος μεταξύ, όχι δύο αλλά πολλών, ανταγωνιστικών κομμάτων. Και τρίτον, διότι περιφρονεί τη λαϊκή βούληση και με τον τρόπο αυτό τη δημοκρατική αρχή, βασικός κανόνας της οποίας είναι η αρχή της πλειοψηφίας και όχι των αθροισμάτων, όπως αυτή εξηγήθηκε πιο πάνω. Γι αυτόν άλλωστε το λόγο, κανένα σύστημα ενισχυμένης αναλογικής, ακόμη και αυτό του Παυλόπουλου, δεν αντιμετώπισε ποτέ ζήτημα συνταγματικότητας.
Τέλος, δύο πραγματολογικές διαπιστώσεις: η πρώτη είναι ότι ο σημερινός πρωθυπουργός υπερέχει κατά κράτος των αντιπάλων του σε σημείο που να καθίσταται η σύγκριση μεταξύ τους αναπάντεχη. Η δεύτερη είναι, ότι οι πολίτες το έχουν εμπεδώσει αυτό. Όσοι ορέγονται προοδευτικές πλειοψηφίες, υποκινούμενοι είτε από φθόνο είτε από τη λαχτάρα τους να επανακάμψουν στην εξουσία, πρέπει να ξέρουν ότι αυτό αποτελεί ευκαιριακή συγκόλληση.
Ας δοκιμάσουν πρώτα να συναντηθούν πολιτικά, να συνυπάρξουν, να εκτεθεί το εγχείρημά τους στη βάσανο της δημόσιας παρατήρησης και να βρουν κοινή συνισταμένη. Εάν τα καταφέρουν, εδώ είμαστε να ξαναμετρηθούμε για να δούμε εάν υπάρχει και τί είναι τελικά αυτό που νεφελωδώς αποκαλείται «προοδευτική πλειοψηφία».