Τα «κρας τεστ» για τις σχέσεις κυβέρνησης - ΠΑΣΟΚ

Τα «κρας τεστ» για τις σχέσεις κυβέρνησης - ΠΑΣΟΚ

Το τετ α τετ του Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Νίκο Ανδρουλάκη, μετά από τρία χρόνια δοκιμασίας για τις σχέσεις τους, δημιούργησε μια «ακτίνα» για το κλίμα, που μπορεί τελικά να «ευδοκιμήσει» και στην ελληνική πολιτική σκηνή.

Τα επιτελεία, τόσο του πρωθυπουργού, όσο και του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, εξέπεμψαν ένα μήνυμα ειλικρινούς και καλής συζήτησης, για όλα τα μείζονα θέματα της πολιτικής ατζέντας και της κοινωνίας, όπου οι δύο άνδρες δεν έμειναν μόνο στην παρουσίαση της δικής τους προσέγγισης, αλλά αναζήτησαν κοινές συνισταμένες και τις βρήκαν, όπως φαίνεται, σε ζητήματα, όπως το δημογραφικό και η συμφωνία τους να υπάρξει κοινή πρωτοβουλία για τη σύσταση Εθνικής Επιτροπής ή τα θέματα των καταναλωτών, όπου συμφωνήθηκε να εξεταστεί η δημιουργία Εθνικής Επιτροπής Καταναλωτή, παρότι η κυβέρνηση διαμηνύει ότι προφανώς, η υλοποίηση του προγράμματός της συνεχίζεται χωρίς αλλαγές και η Χαριλάου Τρικούπη, ότι θα συνεχίσει τη δική της αντιπολιτευτική «γραμμή».

Μία συνάντηση μιας ώρας και είκοσι λεπτών είναι προφανές, ότι ούτε εξαλείφει διαφορές, ούτε διαγράφει θέματα για τα οποία Νέα Δημοκρατία και ΠΑΣΟΚ έχουν συγκρουστεί σφοδρά, όπως το θέμα των παρακολουθήσεων, που η Χαριλάου Τρικούπη σημειώνει ότι έθεσε ο κ. Ανδρουλάκης ή η μείωση του ΦΠΑ για την οποία η προσέγγιση είναι τελείως διαφορετική από κάθε πλευρά.

Ωστόσο, η συνάντηση αυτή έβαλε, επί του πρακτέου πλέον, «στο τραπέζι», την απαλλαγή του πολιτικού σκηνικού από την τοξικότητα, έτσι όπως έχει διαχυθεί από την περίοδο των μνημονίων και της οικονομικής κρίσης και μετά, ως κάτι «εφικτό». Έτσι, ίσως για πρώτη φορά, τουλάχιστον από το 2012, οι επικεφαλής κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνουν ότι μπορούν να καθίσουν απέναντι, να ανταλλάξουν απόψεις, να καταγράψουν διαφωνίες και να αναζητήσουν μικρά ή μεγάλα θέματα, στα οποία μπορούν να κινηθούν από κοινού.

Με τις επόμενες εθνικές εκλογές να τοποθετούνται από το Μέγαρο Μαξίμου στο τέλος της τετραετίας, δηλαδή το 2027, η πολιτική ατζέντα περιλαμβάνει τουλάχιστον δύο μείζονα ζητήματα, που εκ του Συντάγματος αποτελούν πεδία αναζήτησης συναινέσεων. Και αυτά θα είναι το πρώτο «κρας τεστ» του κλίματος, που εξέπεμψαν χθες, Κυριάκος Μητσοτάκης και Νίκος Ανδρουλάκης.

Το πρώτο αφορά στην Προεδρία της Δημοκρατίας. Η πρόταση της πλειοψηφίας, δηλαδή του πρωθυπουργού, είναι εκείνη που θα δώσει τον τόνο. Μια πρόταση, που έως σήμερα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει αποφύγει, αποτελεσματικά, να αποκαλύψει, είτε ως προς το πρόσωπο, είτε ακόμη και ως προς τα χαρακτηριστικά, που προκρίνει να έχει, παρά τις τοποθετήσεις βουλευτών και στελεχών της Νέας Δημοκρατίας, που επιδιώκουν υποψηφιότητα από τον κεντροδεξιό χώρο.

Και ο Νίκος Ανδρουλάκης, όμως, απέφυγε να αποκαλύψει τις προθέσεις του και να «εγκλωβιστεί» πίσω από ονόματα, που κυριαρχούν τα τελευταία 24ωρα στη δημόσια συζήτηση, όπως του κ. Ράμμου για παράδειγμα, τα οποία προτείνονται από τον χώρο της κεντροαριστεράς. Οι πληροφορίες επιμένουν ότι ο κ. Μητσοτάκης, όπως είχε πει και στη συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, δεν είναι έτοιμος να αποκαλύψει τις προθέσεις του, καθώς ούτε έχει καταλήξει στο πρόσωπο, που θα προτείνει, ούτε θεωρεί ότι η ώρα είναι κατάλληλη. Η συζήτηση θα ανοίξει από τον Ιανουάριο, καθώς θα πλησιάζει η λήξη της θητείας της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, τον Μάρτιο.

Το δεύτερο θέμα, στο οποίο η συναίνεση δεν είναι μόνο ζητούμενο, αλλά και προϋπόθεση, είναι η συνταγματική αναθεώρηση. Η συζήτηση θα ανοίξει μέσα στο 2025, με το άρθρο 16 και την αναθεώρησή του να προκρίνεται ως σημείο σύγκλισης, μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ το ενδιαφέρον στρέφεται στα άλλα θέματα, που η κυβέρνηση θα θέσει ως πρόταση σε αυτή την κοινοβουλευτική διαδικασία.

Πριν από τα «ραντεβού» της νέας χρονιάς, όμως, υπάρχει η συζήτηση του προϋπολογισμού, η κορυφαία κοινοβουλευτική δοκιμασία, που ενέχει και τη μορφή της ψήφου εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση και αποτελεί το σημαντικότερο πεδίο αντιπαράθεσης των πολιτικών δυνάμεων. Είναι προφανές ότι στη συζήτηση αυτή, στα μέσα Δεκεμβρίου, θα αναδειχθούν οι βασικές διαφορές κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης, το ερώτημα, ωστόσο, είναι σε ποιο πλαίσιο και σε ποιο κλίμα αυτό θα γίνει.

Μια αμιγώς πολιτική αντιπαράθεση απέχει κατά πολύ από μια οξεία, προσωπική, με ακραία ρητορική αντιπαράθεση των πολιτικών αρχηγών, επομένως το περιεχόμενο της συζήτησης για τον προϋπολογισμό και η στάση της αντιπολίτευσης -κυρίως της αξιωματικής- σε θέματα, όπως για παράδειγμα οι αμυντικές δαπάνες, θα αποτελέσουν «καθρέφτη» του ευρύτερου πολιτικού κλίματος, που θα επικρατήσει.

Με τον πολιτικό χρόνο να είναι εξαιρετικά πυκνός, είναι προφανές ότι η πολιτική ατζέντα δεν περιορίζεται στα «προγραμματισμένα». Σε κάθε περίπτωση, όμως, η αποκατάσταση ενός διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των κυρίων Μητσοτάκη και Ανδρουλάκη, είναι το βασικό, απτό αποτέλεσμα της χθεσινής συνάντησης και απομένει να αποδειχθεί πλέον η αντανάκλαση, που μπορεί να έχει στο πεδίο της «εφαρμοσμένης» πολιτικής και αντιπαράθεσης.