Tου Γιάννη Κ. Τρουπή
Στην πολιτική όπως και στη ζωή έρχεται η στιγμή των μεγάλων αποφάσεων. Η στιγμή που τα λόγια σταματούν και οι πράξεις μπαίνουν σε πρώτο πλάνο. Ο κανόνας αυτός βρίσκεται σε πλήρη εφαρμογή τις ώρες αυτές κυρίως στους βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Τα τελευταία 24ωρα λοιπόν η πολιτική σκηνή της χώρας κυριαρχείται από ένα παράδοξο φαινόμενο, που όμοιό του δεν έχει προηγούμενο, τουλάχιστον στο πρόσφατο παρελθόν. Τα μέλη της κοινοβουλευτικής ομάδας των Ανεξαρτήτων Ελλήνων να δηλώνουν την κάθετη αντίθεσή τους στην προωθούμενη συμφωνία για τα Σκόπια αλλά παράλληλα να θεωρούν ότι αυτό δεν τους εμποδίζει στο να συνεχίσουν την κοινή πορεία τους με τον ΣΥΡΙΖΑ. Με ομόφωνη μάλιστα απόφαση της κοινοβουλευτικής τους ομάδας ξεκαθαρίζουν ότι θα πουν όχι στην πρόταση δυσπιστίας. Το ερώτημα λοιπόν τίθεται αβίαστα: Μπορεί ένας πρωθυπουργός να μην απολαμβάνει την στήριξη του υπουργικού του συμβουλίου και να προχωρά στην υπογραφή μίας διεθνούς συμφωνίας για το θέμα;
Φαίνεται πως για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛ η απάντηση είναι καταφατική. Παρ'' όλ'' αυτα από όποια οπτική γωνία βλέπει κάποιος την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μετά την συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ.
Η πρόταση δυσπιστίας αποτελεί μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για όλους τους βουλευτές των κομμάτων να έρθουν αντιμέτωποι με την προσωπική τους ευθύνη. Είτε είσαι υπέρ είτε είσαι κατά των όσων συμφωνήθηκαν για το ονοματολογικό της πΓΔΜ, η ψήφος του Σαββάτου θα έχει έναν ξεκάθαρο συμβολισμό:
Όσοι καταψηφίσουν την πρόταση μομφής, ουσιαστικά θα πουν «ναι» στο κείμενο που θα υπογραφεί στις Πρέσπες. Με άλλα λόγια το «όχι» στην ψηφοφορία του Σαββάτου ισοδυναμεί με «ναι» στην συμφωνία Τσίπρα - Ζάεφ. Μία συμφωνία που ξεκάθαρα δημιουργεί τετελεσμένα. Για να γίνει πιο καθαρό, ας κάνουμε μία υπόθεση εργασίας.
Ας φανταστούμε πως όλα γίνονται όπως τα δρομολογεί η κυβέρνηση. Τα Σκόπια κάνουν δημοψήφισμα, η συμφωνία των Πρεσπών εγκριθεί από τους Σκοπιανούς και αμέσως μετά το σύνταγμα της γειτονικής χώρας αλλάξει. Μετά από όλα αυτά, σύμφωνα πάντα με τον κυβερνητικό σχεδιασμό, η ελληνική βουλή θα πρέπει να επικυρώσει την συμφωνία. Στην περίπτωση λοιπόν που το κοινοβούλιό μας ΔΕΝ εγκρίνει την συμφωνία, μιας και για παράδειγμα οι ΑΝΕΛ έχουν από τώρα δεσμευθεί πως θα την καταψηφίσουν, ποιο θα είναι το επόμενο βήμα; Μήπως τότε η Ελλάδα θα είναι αναγκασμένη να ζητήσει από τη γειτονική χώρα να αλλάξει ξανά το σύνταγμα της; Με άλλα λόγια, η υπογραφή στη συμφωνία των Πρεσπών πυροδοτεί εξελίξεις που δε θα μπορούν να αλλάξουν, γιατί διαφορετικά θα πρόκειται για διεθνή ευτελισμό της χώρας μας.
Όπως μεταφέρει πηγή κοντά στον Κυριάκο Μητσοτάκη η στόχευση της μεγαλύτερης κοινοβουλευτικής επιλογής που έχει στη διάθεσή του το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ήταν μία και ξεκάθαρη: Να θέσει όλους τους βουλευτές προ των ευθυνών τους.
«Δεν μπορείς να λες ότι διαφωνώ με την συμφωνία αλλά στηρίζω την κυβέρνηση που την Κυριακή θα την υπογράψει» έλεγε στο liberal.gr συνομιλητής του προέδρου της ΝΔ, για τον οποίο ο πήχης για την κυβερνητική πλειοψηφία είναι το 154.
Η τακτική που ακολούθησε στο συγκεκριμένο θέμα η Πειραιώς είχε τρία στάδια με ένα συνδετικό κρίκο, την έννοια της πολιτικής νομιμοποίησης. Αρχικά λοιπόν ο Κυριάκος Μητσοτάκης κάλεσε τον Αλέξη Τσίπρα να αποδείξει πως διαθέτει την πολιτική εξουσιοδότηση από την κυβέρνησή του, προκειμένου να υπογράψει την συμφωνία των Πρεσπών. Το Μέγαρο Μαξίμου αρνήθηκε να απαντήσει.
Στην συνέχεια ο πρόεδρος της ΝΔ προκάλεσε τον πρωθυπουργό να μετατρέψει την πρόταση δυσπιστίας σε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση, ώστε οι βουλευτές της πλειοψηφίας να επαναβεβαιώσουν την στήριξή τους. Ο κ.Τσίπρας το απέρριψε και αυτό, δηλώνοντας βέβαιος για το ότι απολαμβάνει της εμπιστοσύνης του κοινοβουλίου. Μετά από αυτές τις δύο αλλεπάλληλες αρνήσεις, το μήνυμα που στέλνει ο πρόεδρος της ΝΔ είναι συγκεκριμένο και αναμένεται να διατυπωθεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή:
Οι αρνητικές ψήφοι στην πρόταση δυσπιστίας ισοδυναμούν με την παροχή διαβατηρίου προς τον κ.Τσίπρα για την συμφωνία.
Υπάρχουν όμως ορισμένοι εντός του κοινοβουλίου που ασφαλώς και θα νιώσουν την πίεσης της πρότασης δυσπιστίας περισσότερους από τους υπόλοιπους. Πρόκειται από την μία για τους βουλευτές των ΑΝΕΛ, οι οποίοι ανοιχτά δηλώνουν απέναντι στη συμφωνία για το σκοπιανό και από την άλλη οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που εκλέγονται στη Βόρεια Ελλάδα. Και στις δύο αυτές περιπτώσεις η επιχειρηματολογία υπέρ της καταψήφισης της πρότασης δυσπιστίας μπορεί να είναι εντός κομματικής γραμμής, όμως η πραγματικότητα αργά ή γρήγορα θα τους χτυπήσει την πόρτα.
Σε κάθε περίπτωση πάντως τα επόμενα 24ωρα στο κοινοβούλιο θα είναι εκρηκτικά. Όπως πληροφορείται το liberal.gr στο βήμα της βουλής πιθανότατα το Σάββατο θα ανέβει και ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς, σε μία τοποθέτηση που αναμένεται με εξαιρετικό ενδιαφέρον. Με ιδιαίτερο επίσης ενδιαφέρον αναμένεται η πιθανή παρέμβαση του πρώην πρωθυπουργού Κώστα Καραμανλή, τον οποίο πληροφορίες θέλουν να σκέφτεται σοβαρά να ανοίγει και αυτός τα χαρτιά του, αναφορικά με τις διαπραγματεύσεις με τα Σκόπια. Ακόμα πάντως δε φαίνεται να έχει καθοριστεί ο τρόπος δημοσιοποίησης των απόψεων του κ. Καραμανλή.