Του Γιώργου Φιντικάκη
Η τρομοκρατία έχει πετύχει το στόχο της. Αυτό που επιδιώκουν όσοι κάνουν «μπούλινγκ» στα πανεπιστήμια, δηλαδή να τρομοκρατήσουν, το έχουν πετύχει. Τα στόματα είναι κλειστά. Ο Έλληνας πανεπιστημιακός φοβάται πλέον να μιλήσει ανοικτά για τη βία.
«Τέτοιας φύσεως γεγονότα συμβαίνουν διαρκώς, που να μπλέκεις τώρα με τους αλήτες, μπόρα είναι θα περάσει», έτσι πλέον αντιμετωπίζουν καθηγητές και πρυτάνεις το φαινόμενο.
Δεν είναι μπόρα που θα περάσει, είναι απλά ο απόλυτος φόβος. Ότι θα είμαι εγώ ο επόμενος που θα με κάνουν ρεζίλι μέσα στην αίθουσα, που θα με δείρουν, που θα μου σπάσουν το αυτοκίνητο, που θα απειλήσουν την γυναίκα μου. Ας μην τους μπω στο μάτι.
Συνομιλώντας χθες με Πρύτανη Πανεπιστημίου του λεκανοπεδίου, όταν του ζητήσαμε σχόλιο για την επίθεση με μπογιές στην καθηγήτρια Μαίρη Μπόση του Πανεπιστημίου Πειραιά, εισπράξαμε την εξής απίστευτη απάντηση: «Τι τα θες, δεν συνέβη και τίποτα τρομερό, ένα ακόμη περιστατικό βίας ήταν, εμείς θα βγάλουμε το φίδι από την τρύπα, αφού το κράτος σταματά στην είσοδο του Πανεπιστημίου».
Πράγματι το κράτος σταματά στην είσοδο του Πανεπιστημίου. Αλλά ολοένα και λιγότεροι ακαδημαϊκοί βγαίνουν πλέον να υποστηρίξουν αυτή τη θέση δημόσια, γιατί φοβούνται. Όσοι το κάνουν, δεν είναι παρά η εξαίρεση που δικαιώνει τον κανόνα.
Αν το σκεφτεί κανείς, αυτή η ζούγκλα του μαυροπίνακα στα πανεπιστήμια είναι εντελώς οξύμωρο γεγονός. Τα Πανεπιστήμια είναι ο κύριος μηχανισμός κοινωνικού μετασχηματισμού. Ο φτωχός φοιτητής που μπαίνει στο Πανεπιστήμιο, έχει τη δυνατότητα να αλλάξει κοινωνική τάξη με όπλο το πτυχίο του. Ως τέτοιο μηχανισμό επομένως θα έπρεπε ως κοινωνία να τον προστατεύουμε, πολλώ δε μάλλον όταν πληρώνουμε πανάκριβα για να σπουδάσουμε τα παιδιά μας. Δεν τον προστατεύουμε γιατί τον θεωρούμε δεδομένο, όπως τόσα άλλα τριγύρω μας.
Το πρόβλημα δεν είναι τωρινό. Τα Εξάρχεια δημιουργήθηκαν τη δεκαετία του '80, οι καταλήψεις στα Πανεπιστήμια άρχισαν από το 1978, και συνεχίζονται επί 40 χρόνια. Αν ενοχλούσαν την κοινωνία, κάποια στιγμή εκείνη θα είχε αντιδράσει. Δεν το έχει κάνει, επειδή θεωρούσε και θεωρεί ότι δεν την αφορά η βία (έως πρότινος επικρατούσε η λογική «παιδιά είναι») ή επειδή δεν θέλει να μπλέξει.
Ζήτω ο φόβος, λοιπόν. Προ μηνών ο Στεφανίδης, ο Παύλος, ο Συρίγος, ο Ζαπράνης, προ εβδομάδων η Ζαραφωνίτου, χθες η Μπόση, αύριο κάποιος άλλος, και η λίστα θα μεγαλώνει.
Υπάρχει βέβαια και η κυβέρνηση. Στην παιδεία, όπως και στην περίπτωση του αντιμνημονιακού αγώνα, ενώ έκανε τη στροφή, τελικά αποδείχθηκε ότι δεν την είχε επεξεργαστεί θεωρητικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Απέναντι στη βία συμπεριφέρεται συνειδητά με συστολή, μη τυχόν κατηγορηθεί για αυταρχισμό και συγκριθεί με την «κακιά δεξιά». Έτσι παράγει μια τραγική αντίφαση, και στέλνει αντιφατικά μηνύματα στην κοινωνία.
Η εφαρμογή όμως των νόμων και η τήρηση της τάξης δεν είναι αντιφατικό πράγμα με το σεβασμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων των πολιτών. Στις ανοικτές δημοκρατίες, η τήρηση του νόμου γίνεται ταυτόχρονα με το σεβασμό των δικαιωμάτων των πολιτών.
Προφανώς η ελληνική κοινωνία απέχει ακόμη πολύ από το να αναπτύξει μια δημοκρατική κουλτούρα που να αγκαλιάζει την ανάγκη προάσπισης της δημοκρατικής τάξης. Αυτό είναι δουλειά της κυβέρνησης να το αντιληφθεί, όχι των δημοσιογράφων. Και για να το αντιληφθεί πρέπει να σκοτώσει και τις τελευταίες μεσσιανικές χίμαιρες που κυκλοφορούν στα μυαλά κάποιων "συντρόφων".
Πώς θα φύγει ο φόβος από τα Πανεπιστήμια; Όχι πάντως με ευχολόγια και απερίφραστες καταδίκες της βίας από τους πρυτάνεις.
Όταν πριν από ένα χρόνο καθηγητής μεγάλου Πανεπιστημίου των Αθηνών έπεσε θύμα ξυλοδαρμού, περιστατικό που πήρε μεγάλη έκταση στα μέσα ενημέρωσης, μετά από μερικές ημέρες η Σύγκλητος πήρε την εξής απόφαση. Του έδωσε λίγες ημέρες άδεια «μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα». Εκείνος αρνήθηκε, η Σύγκλητος όμως επέμεινε.
Ο φόβος φέρνει περισσότερο φόβο.
Φωτογραφία: Ιntime