Ας μιλήσουμε πολιτικά για τις δύο διαδοχικές εκπλήξεις των εκλογών. Η πρώτη έκπληξη - η εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ την 21η Μαΐου - ήρθε ως το φυσιολογικό αποτέλεσμα της κατάρρευσης του αντιμνημονιακού αφηγήματος που έτρεφε την «Ριζοσπαστική Αριστερά» για μια δωδεκαετία περίπου αναδεικνύοντάς την ακόμα και στην εξουσία έστω κι αν χρειάστηκε να συγκυβερνήσει με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου.
Η ανιστόρητη εμμονή του Αλέξη Τσίπρα να διεκδικεί το παρελθόν του ΠΑΣΟΚ υποδυόμενος τον Ανδρέα Παπανδρέου, η προσκόλλησή του στο καταστροφολογικό σενάριο και, κυρίως, η αδυναμία του να παρουσιάσει ουσιαστικό προγραμματικό λόγο και προτάσεις για το μέλλον και τις προοπτικές της χώρας οδήγησαν στο αποτέλεσμα της κάλπης που σηματοδότησε την στρατηγικού χαρακτήρα ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Μια ήττα που φαίνεται, σύμφωνα και με την πρώτη μετεκλογική δήλωση του αρχηγού του, να κλείνει οριστικά την «εποχή ΣΥΡΙΖΑ» στην πολιτική ιστορία της χώρας.
Η δεύτερη έκπληξη - η είσοδος στη Βουλή ακραίων λαϊκιστικών μορφωμάτων την 25η Ιουνίου - ήρθε ως αποτέλεσμα των προσδοκιών που γέννησε η απλή αναλογική σε συνδυασμό με το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών. Η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε να αποδεχθεί τα μηνύματα της κάλπης αποδίδοντας τη συντριβή της είτε στους «προοδευτικούς» αντιπάλους της που αρνήθηκαν την πρότασή της είτε στον λαό που «δικαιούται να σφάλλει». Η στάση αυτή όχι μόνο δεν ενθάρρυνε τους ψηφοφόρους της Αριστεράς να την ξαναψηφίσουν αλλά τους έσπρωξε προς την αποχή ή την κάλπη άλλων κομμάτων και ακραίων συγκυριακών σχημάτων.
Ταυτόχρονα, η άμεση αντίδραση του Κυριάκου Μητσοτάκη στην προσπάθεια νομιμοποίησης των καταδικασμένων εγκληματιών της Χρυσής Αυγής μέσω της εκλογικής διαδικασίας και η κάθετη απόρριψη από την πλευρά του κάθε πιθανότητας μετεκλογικής συνεργασίας με την Ακροδεξιά οδήγησε σε πολύμορφες συσπειρώσεις στον ακραίο αυτό χώρο, κάποιες από τις οποίες πέτυχαν δυστυχώς την είσοδό τους στο Κοινοβούλιο.
Η είσοδος αυτή, αφήνει μια πικρή γεύση για το αποτέλεσμα της κάλπης. Η εικόνα του έγκλειστου Κασιδιάρη να πανηγυρίζει στο κελί του ως «Σπαρτιάτης» ξύπνησαν τις πιο φρικτές μνήμες της Χρυσής Αυγής, των στρατοπέδων εκπαίδευσης των νεοναζιστών και των εγκληματικών τους πράξεων ζωντανεύοντας τον εφιάλτη της δολοφονίας του Παύλου Φύσσα. Το γεγονός ότι ένα «σήμα» από τη φυλακή ήταν αρκετό για να μπει ένα κόμμα στη Βουλή είναι η καλύτερη απόδειξη ότι η σύγκρουση με τον νεοναζισμό χρειάζεται πολύ πιο αποφασιστική αντιμετώπιση από τις νομοθετικές απαγορεύσεις.
Ωστόσο, το πρόβλημα δεν περιορίστηκε μόνο στους «Σπαρτιάτες». Οι σκοταδιστές της «Νίκης» εμφανίστηκαν με τον ίδιο περίπου τρόπο λίγες εβδομάδες πριν τις πρώτες εκλογές με αντίστοιχα «σήματα» από μοναστήρια αυτή τη φορά, εργαλειοποιώντας την θρησκευτική πίστη και κουβαλώντας όλους τους αναχρονισμούς και τις προκαταλήψεις των ιεροεξεταστών.
Από την άλλη πλευρά η Ζωή Κωσταντοπούλου εμφανίστηκε ως άλλη Ζαν ντ’ Αρκ απειλώντας το «σύστημα» και διακηρύσσοντας ότι η ίδια αξίζει όσο 100 βουλευτές! Την επανεκλογή του εξασφάλισε ακόμα και ο πλασιέ κηραλοιφών και κάτοχος επιστολών του Ιησού, Κυριάκος Βελόπουλος.
Το αποτέλεσμα των εκλογών απέδειξε ότι ο λαϊκισμός, σε κάθε του μορφή, εξακολουθεί να δηλητηριάζει την κοινωνία και την πολιτική ζωή της χώρας κι ακόμα ότι οι φορείς του λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία ανάλογα με τις περιστάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η εισβολή των «Σπαρτιατών» στις κάλπες έφερε ανακατάταξη στα ποσοστά των ακραίων σχημάτων όλου του φάσματος που είχαν αρχικά επωφεληθεί από την απαγόρευση του κόμματος Κασιδιάρη.
Αλίμονο αν η νέα σύνθεση της Βουλής και οι απρόβλεπτες συνέπειες που θα υπάρξουν στη λειτουργία της δεν σημάνουν γενικό συναγερμό στο πολιτικό σύστημα. Ο λαϊκισμός που βρήκε εύφορο έδαφος στα χρόνια της κρίσης αποτελεί ανοιχτή πληγή στον κοινωνικό ιστό. Η αντιμετώπισή του είναι κυρίως θέμα δημοκρατικών θεσμών και παιδείας.