Του Γιάννη Σιδέρη
Είναι πλούσιοι και διάσημοι σε όλο τον πλανήτη, αλλά φέρνουν μέσα τους την χοϊκότητα του απλού λαϊκού ανθρώπου, γιατί μεγάλωσαν στα γήπεδα και όχι σε πανεπιστήμια και βιβλιοθήκες.
Οι δυο πρώην μεγάλοι άσοι του βραζιλιάνικου ποδοσφαίρου, Ροναλντίνιο και Ριβάλντο, που άφησαν το μαγευτικό τους στίγμα στα παγκόσμια γήπεδα, τάχθηκαν υπέρ του ακροδεξιού Ζαίρ Μπολσονάρο, νικητή του πρώτου γύρου τω προεδρικών εκλογών στη Βραζιλία.
Από τις δηλώσεις τους δεν αναδύεται ως αιτία της στήριξης κάποια ταξική μετατόπιση υπέρ της πλουτοκρατίας, που θα διασφάλιζε τα νέα ταξικά τους συμφέροντα. Αντιθέτως αποπνέουν την αγωνία του μέσου ανθρώπου του λαού για την κατάστασης τη χώρα τους.
Αιτιολογεί π.χ. ο Ροναλντίνιο την επιλογή του: «Για μια Βραζιλία καλύτερη, επιθυμώ ειρήνη, ασφάλεια και κάποιον να μας επιστρέψει τη χαρά. Εγώ επέλεξα να ζω στη Βραζιλία και θέλω μια Βραζιλία καλύτερη για όλους». Και ο Ριβάλντο: «Η οικονομική κρίση, η ανεργία, η βία, η υγεία, η εκπαίδευση, και η διαφθορά. Χρειαζόμαστε ένα Πρόεδρο να μας λύσει προβλήματα στη χώρα μας και να μας δείξει αξίες».
Και όμως η Βραζιλία δεν γνώρισε τον τρισκατάρατο νεοφιλελευθερισμό. Γνώρισε τη νουνεχή Κεντροαριστερά στο πρόσωπο του Λούις Ινάσιο Λούλα, στη διάρκεια του οποίου υπήρξε οικονομική άνθηση και ανακουφιστική κοινωνική πολιτική (κάποια στιγμή οι διερευνητικές κεραίες του τότε αντιπολιτευτικού ΣΥΡΙΖΑ εστράφησαν και στο πείραμα Λούλα να αντλήσουν διδάγματα – και δικαίως. Βέβαια δεν ήταν αρκετά «ριζοσπαστικός» στα μάτια τους). Όμως παρά τις επιτυχίες, ο Λούλα και το περιβάλλον του καταποντίστηκε μέσα σε σκάνδαλα, με αποτέλεσμα ο ίδιος να βρεθεί στη φυλακή. Για διαφθορά παραπέμφθηκε επίσης και ο διάδοχός του δεξιός Τεμέρ.
Στην Ευρώπη διαφορετικά τα προβλήματα, αλλά περίπου ίδια θα ακούσεις από τους απλούς πολίτες. Περισσεύουν βέβαια οι οιμωγές γιατί σε μια σειρά από χώρες αναδεικνύονται εξίσου φαιές δυνάμεις όπως ο Μπολσονάρο, και υφίσταται με ο κίνδυνος την επομένη των ευρωεκλογών να αποτυπωθεί ένας διαφορετικός, γκρίζος, πολιτικός ευρωπαϊκός χάρτης. Σίγουρα δεν υπάρχει όπως στη Βραζιλία εμφανές και αποδεδειγμένο πρόβλημα διαφθοράς των πολιτικών ελίτ (άλλωστε στην Ευρώπη αυτά γίνονται πιο εκλεπτυσμένα).
Ωστόσο το πρόβλημα είναι ότι οι λαοί αντιδρούν στο υπάρχον στάτους. Οι ιερεμιάδες των αναλύσεων κατά των ακροδεξιών που ανατέλλουν, καταγγέλλουν πως αυτοί χρησιμοποιούν ως όχημα το μεταναστευτικό, την υποχώρηση στην πολυπολιτισμικότητα, τη γερμανοποίηση της Ευρώπης, ή τα επιβεβλημένο δημοσιονομικό πλαίσιο. Σωστά ως διαπιστώσεις αλλά είναι αναλύσεις «πεφωτισμένων» από καθέδρας, καθώς τα προβλήματα είναι υπαρκτά. Είναι οι ίδιοι «πεφωτισμένοι» που θεωρούν ως επιβεβλημένα: Οι ευρωπαϊκοί λαοί πρέπει να αποδεχθούν τις ορδές των μεταναστών (δεν αναφερόμαστε στους πρόσφυγες πολέμου), το ιδεολόγημα της πολυπολιτισμικότητας, καθώς και τη γερμανική ηγεμονία.
Ποιος ρώτησε τους πολίτες εάν τα δέχονται και ποιος ασχολήθηκε να τους εξηγήσει και να τους πείσει γιατί πρέπει να τα δεχθούν; Ποιος τους ρώτησε κατά πόσο (δικαίως ή όχι) είναι διατεθειμένοι να αλλάξουν βιαίως τις παραδόσεις τους, τον τρόπο ζωής τους, την ασφάλειά τους (που και πάλι - καλώς ή κακώς - έχει συνδυαστεί με τη δράση ξένων ζηλωτών ξεκομμένων από τις ευρωπαϊκές αξίες);
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, του τι δεν κατανοούν: Όλη η δημοκρατική και προοδευτική Ευρώπη καταγγέλλει με απέχθεια τον ακροδεξιό Βίκτωρα Ορμπάν, αλλά αυτός σαρώνει στην Ουγγαρία. Δεν θέλουν να ξέρουν ότι εκεί συμβαίνει κάτι που θέλγει τους πολίτες: Υπάρχει ασφάλεια και κοινωνικό κράτος. Οποιαδήποτε γυναίκα - για παράδειγμα - μπορεί να κυκλοφορήσει οποιαδήποτε ώρα της νύχτας σε οποιοδήποτε δρόμο της Βουδαπέστης χωρίς να νιώσει ότι κινδυνεύει. Επίσης στο δρόμο δεν θα δει ζητιάνους, γιατί το κοινωνικό κράτος του Όρμπαν τους περιθάλπει. Μπορούν να το κάνουν οι κυβερνήσεις τη Δύσης;
Επίσης ποιος εξήγησε στους πολίτες τις αιτίες των δυσάρεστων φαινομένων όπως η μετανάστευση; Η Αφρική ήταν αποικιοκρατούμενη και ως πρόσφατα βυθισμένη σε πολέμους και ακραία φτώχεια, που εν πολλοίς έχει προκαλέσει η Δύση. Η Λιβύη π.χ. από όπου φεύγουν οι μετανάστες, όσο ζούσε ο Καντάφι δεν είχε γίνει χώρος απόβασης αφρικανών μεταναστών για την Ευρώπη. Απλώς γιατί τότε - όσο και αν δεν αρέσει στους δυτικόφιλους φιλελεύθερους - ήταν σοβαρό κράτος. Οι δυτικοί διέλυσαν τη Λιβύη, σκότωσαν τον Καντάφι, παρέλυσαν οι κρατικές δομές και τώρα η «χώρα» αδυνατεί, ή αδιαφορεί, να συγκρατήσει μετανάστες. Η ΕΕ προσπαθεί να ξαναστήσει το κράτος της Λιβύης αλλά ως μαθητευόμενη μάγος αποτυγχάνει. Τα κράτη δεν στήνονται έτσι, αφ υψηλού ( το ίδιο συνέβη και στην Συρία).
Επίσης ρώτησαν τους λαούς κατά πόσο πλήττεται το εθνικό τους φιλότιμο όταν η ευρωπαϊκή γραφειοκρατία τους επιβάλει τον στενό κορσέ των δημοσιονομικών μέτρων; Ποιος θα τους αναπληρώσει το αίσθημα της συλλογικής αξιοπρέπειας και ελευθερίας όταν βλέπουν ότι η Γερμανία επιβάλει τη θέλησή της στην γραφειοκρατική ελίτ των Βρυξελλών και δι' αυτών στους ευρωπαϊκούς λαούς; Η επιμονή της Γερμανίας στο αυστηρό δημοσιονομικό πλαίσιο κλονίζει οικονομίες και κυβερνήσεις, αλλά επειδή έγινε δόγμα η τευτονική νοοτροπία του Βερολίνου, αυτό γράφτηκε σε πλάκες γρανίτη και δεν αλλάζει.
Θα φανεί απλοϊκό ή μελοδραματικό - το υπερχρησιμοποιούν άλλωστε ως άλλοθι και οι αντιευρωπαϊστές - αλλά η ΕΕ έχει χάσει το όραμα πάνω στο οποίο οικοδομήθηκε. Ειρήνη, ανάπτυξη, δημοκρατία, αλληλεγγύη, ανακατανομή πλούτου.
Οι ανισότητες δεν αντιμετωπίζονται με περισσότερο νεοφιλελευθερισμό και περισσότερη οικονομία της αγοράς αλλά με κοινωνικό κράτος – αυτό που ιστορικά οικοδόμησε η σοσιαλδημοκρατία και στην συνέχεια το απεμπόλησε. Ο κόσμος θέλει πλήρη εργασία, θέλει προσωπική ασφάλεια, ασφαλιστικά δικαιώματα και το δικό του πολιτιστικό περιβάλλον – η κάθε χώρα το δικό της. Και αυτά δεν τα βρίσκει.
Μπορεί να τα προσφέρει η κεντροαριστερά ή η κεντροδεξιά; Αν όχι, η πορεία της Ευρώπης δεν θα αντιστραφεί. Θα οδηγηθεί σε νέο μεσαίωνα, και η ακροδεξιά θα είναι το μέλλον της (Ώσπου βέβαια οι λαοί να απογοητευτούν και από αυτή –αλλά αυτό θα πάρει χρόνο, και χρόνο δεν έχουμε!).