Επιχειρώντας να διατηρήσει χαμηλούς τους τόνους στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας και παράλληλα να ενημερώσει και να κάμψει τους προβληματισμούς, τις επιφυλάξεις και τις αντιρρήσεις, το κυβερνητικό επιτελείο με τον Άκη Σκέρτσο και τον Άδωνι Γεωργιάδη σε πρώτο ρόλο, βρέθηκε ενώπιον βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας στα γραφεία του κόμματος.
Οι δύο υπουργοί παρουσίασαν τα επιχειρήματα για την αναγκαιότητα της προωθούμενης ρύθμισης και απάντησαν σε απορίες και ενστάσεις βουλευτών, ανάμεσά τους αρκετοί εξ όσων έχουν δηλώσει δημοσίως τη διαφωνία τους ή την επιφυλακτικότητά τους - όπως η Άννα Καραμανλή και οι κύριοι Γκιουλέκας, Καραγκούνης, Καστανιώτης, Κατσαφάδος, Δημοσχάκης, Καρασμάνης, Βλάσης, Βλαχάκος, Γεωργαντάς, αλλά και οι υφυπουργοί Κεφαλογιάννης, Κελέτσης και Κεφάλα.
Ο Άδωνις Γεωργιάδης επεσήμανε ότι δεν βλέπει τον λόγο να μην ψηφιστεί το επίμαχο νομοσχέδιο, σημειώνοντας, μάλιστα, το παράδοξο που καταγράφεται, εκείνοι που απείχαν ή καταψήφισαν το 2015 το σύμφωνο συμβίωσης, σήμερα να το επικαλούνται και να λένε ότι τους καλύπτει, ενώ ο Άκης Σκέρτσος αναγνώρισε μεν τη δυσκολία κάποιων στελεχών, προκρίνοντας, ωστόσο το «εύρος» της παράταξης ως προς τις απόψεις, που μπορεί να φιλοξενήσει.
Χαρακτηριστική ήταν και η αναφορά του εισηγητή του νομοσχεδίου στον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την ιστορική φράση «ανήκουμε στη Δύση», που αφορούσε τη χώρα οικονομικά, πολιτικά και πολιτιστικά, όπως σημείωσε.
Στόχος του Μεγάρου Μαξίμου είναι να επικοινωνήσει με τον πιο αναλυτικό τρόπο, το επίμαχο νομοσχέδιο και τις αλλαγές, που επιφέρει, ώστε να υπερψηφιστεί από τον μεγαλύτερο αριθμό βουλευτών και με τις μικρότερες δυνατές απώλειες και απουσίες.
Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επέλεξε να απαντήσει στα όσα είπε προ ημερών ο Αντώνης Σαμαράς περί προτροπής του Κυριάκου Μητσοτάκη στους βουλευτές να απέχουν, με τον κυβερνητικό εκπρόσωπο να υπενθυμίζει ότι ο ίδιος ο πρώην πρωθυπουργός είχε επιλέξει την αποχή στο σύμφωνο συμβίωσης το 2015, αλλά και την επιλογή να μη δοθεί συνέχεια στη συζήτηση αυτή, όπως έλεγαν χαρακτηριστικά κυβερνητικά στελέχη, μετά την απάντηση Σαμαρά στον Παύλο Μαρινάκη, τον οποίο κατηγόρησε για επίθεση στο πρόσωπο του πρώην πρωθυπουργού.
Το πολιτικό πλαίσιο, που «συνοδεύει» την πρωτοβουλία του Κυριάκου Μητσοτάκη για τον γάμο των ομόφυλων ζευγαριών, αντικατοπτρίζεται στις προβλέψεις της ρύθμισης, που έχουν γνώμονα τον σεβασμό των δικαιωμάτων και την προστασία των παιδιών, ακολουθώντας το παράδειγμα 36 χωρών, που έχουν πράξει ανάλογα.
Μπορεί το θέμα να βρίσκεται στη διελκυστίνδα των εσωκομματικών τριβών και της πολιτικής αντιπαράθεσης, στην πραγματικότητα, ωστόσο, δεν πρόκειται παρά για την αναγνώριση μιας υπάρχουσας κατάστασης, που εν μέρει ρυθμίζεται με το σύμφωνο συμβίωσης από το 2015, με το προωθούμενο νομοθέτημα να καλύπτει τα κενά, που διαπιστώνονται, κυρίως σε ό,τι αφορά στην τεκνοθεσία.
Η βασική πρόβλεψη του νομοσχεδίου είναι η προστασία των παιδιών, που μεγαλώνουν σε ομόφυλες οικογένειες και που πλέον θα αντιμετωπίζονται ισότιμα με τα παιδιά των ετερόφυλων ζευγαριών. Τα παιδιά αυτά σήμερα βρίσκονται «στον αέρα», καθώς στη χώρα μας αναγνωρίζεται μόνο ο ένας σύντροφος ως γονέας.
Με το σημερινό καθεστώς, αν ο αναγνωρισμένος γονιός αποβιώσει, τότε το παιδί, βιολογικό ή υιοθετημένο στο εξωτερικό, θεωρείται από την πολιτεία ορφανό και παραδίδεται σε ίδρυμα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει άλλος γονέας εν ζωή. Αντίστοιχα, δικαιώματα δεν υπάρχουν για τον μη αναγνωρισμένο γονέα ούτε σε περίπτωση διάλυσης της σχέσης.
Δεύτερη διευθέτηση, το θέμα της ελληνικής ιθαγένειας, που ένα παιδί οικογένειας ομόφυλου ζευγαριού, που είχε γεννηθεί στο εξωτερικό, δεν μπορεί σήμερα να λάβει στη χώρα μας, καθώς δεν αναγνωρίζεται το πιστοποιητικό γέννησής του, στο οποίο αναγράφονται ως γονείς δύο άτομα του ιδίου φύλου.
Με το νέο νόμο, κάθε πολιτικός γάμος θα αναγνωρίζει τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις, ανεξάρτητα από το φύλο των συζύγων. Ως αποτέλεσμα, θα μπορούν να αναγνωριστούν στη χώρα μας και πολιτικοί γάμοι ομόφυλων ζευγαριών, που έχουν συναφθεί στο εξωτερικό.
Ιδιαίτερη σημασία, όμως, δίνει το Μέγαρο Μαξίμου και σε όσα επιλέγει να μην νομοθετηθούν, με δεδομένη την επιφυλακτικότητα ενός μεγάλου μέρους της κοινής γνώμης και τη θέση του Κυριάκου Μητσοτάκη ότι η ρύθμιση αυτή δεν πρέπει να διχάσει, αλλά ούτε και να περιλαμβάνει πειραματισμούς.
Έτσι, το νομοσχέδιο δεν καταργεί τη διάκριση των φύλων, δεν έχει προβλέψεις για ορολογία τύπου «γονέας 1» και «γονέας 2», αλλά προβλέπει την αναφορά σε δύο μητέρες ή δύο πατέρες για τα παιδιά. Ταυτόχρονα, δίνεται στα ομόφυλα ζευγάρια η δυνατότητα υιοθεσίας παιδιού, αλλά όχι η παρένθετη μητρότητα, η απόκτηση δηλαδή παιδιού μέσω παρένθετης μητέρας, που στη χώρα μας επιτρέπεται μόνο όταν συντρέχουν λόγοι υγείας σε ετερόφυλα ζευγάρια.
Οι προβλέψεις αυτές, όσα δηλαδή δεν νομοθετούνται με την προωθούμενη ρύθμιση, αποτελούν και τη σημαντικότερη διαφορά ανάμεσα στο κυβερνητικό νομοσχέδιο και την πρόταση νόμου, που κατέθεσε ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η «επιχείρηση πειθούς» θα συνεχιστεί σήμερα με την ενημέρωση των υπόλοιπων βουλευτών, προκειμένου να λυθούν, όπως λένε, απορίες και να δοθούν όλες οι απαραίτητες διευκρινίσεις.