Την ανάληψη κοινοβουλευτικής πρωτοβουλίας για να κατατεθεί στη Βουλή η αγωγή κατά της εταιρείας Novartis, «ώστε να δούμε τι περιλαμβάνει, ποια είναι η συνολική αξίωση του ελληνικού δημοσίου και σε ποια επιχειρήματα τεκμηριώνεται», ζήτησε ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Θεόφιλος Ξανθόπουλος κατά την τοποθέτησή του στην Ολομέλεια επί του νομοσχεδίου του υπουργείου Δικαιοσύνης «Ενσωμάτωση της Οδηγίας (ΕΕ) 2019/713 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 17ης Απριλίου 2019 για την καταπολέμηση της απάτης και της πλαστογραφίας μέσων πληρωμής πλην των μετρητών και την αντικατάσταση της απόφασης-πλαίσιο 2001/413/ΔΕΥ του Συμβουλίου (L 123) και λοιπές επείγουσες διατάξεις».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης παρατήρησε πως «το ελληνικό δημόσιο άσκησε τα κατά νόμου δικαιώματά του, μετά την ομόφωνη γνωμοδότηση του ΝΣΚ και παλινωδίες πολλών μηνών. Όπως δήλωσε ο υπουργός Υγείας που κατέθεσε την αγωγή, η αξίωση αποζημίωσης ανέρχεται στα 214 εκατ. ευρώ, για παράβαση καθήκοντος, υπερσυνταγογράφηση και άλλες παράνομες πράξεις γιατρών.
Και αυτό, ενώ είναι κοινό τοις πάσι ότι αν δεν υπήρχε πολιτική επίνευση, πρωτοβουλία και ευθύνη, το σκάνδαλο δεν θα έφτανε σε αυτά τα δυσθεώρητα ύψη». Αντιλαμβανόμαστε, είπε ο Θ. Ξανθόπουλος «την αδυναμία της κυβέρνησης να διαχειρισθεί την αντίφαση της πολιτικής της, ότι δηλαδή δεν πρόκειται για σκάνδαλο αλλά για δήθεν σκευωρία. Γι' αυτό ζητάμε να κατατεθεί στη Βουλή η αγωγή κατά της Novartis».
Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ, παράλληλα κατήγγειλε για μια ακόμη φορά, όπως είπε, τις «απίθανες υπερβολές και τα κραυγαλέα ψεύδη που ακούστηκαν ξανά για το νόμο Παρασκευόπουλου» όταν «όλες οι κυβερνήσεις ψήφισαν νόμους για την αποσυμφόρηση των φυλακών. Κάποιοι είπαν τερατώδη ψέματα για 17.000 αποφυλακίσεις που δεν έχουν καμία σχέση με την αλήθεια».
Στηλίτευσε, επίσης, την προσπάθεια αυστηροποίησης των ποινών που επιχειρεί η κυβέρνηση, απευθυνόμενη στα συντηρητικά αντανακλαστικά της κοινωνίας, τροποποιώντας διαρκώς διατάξεις ΠΚ με νομοτεχνικά αδύναμες διατυπώσεις, δυσανάλογες ποινές και πρόχειρη, αποσπασματική διαδικασία, που δεν συνάδουν ούτε με την ποινική νομοθεσία ούτε με τη νομοθετική διαδικασία.
Άσκησε κριτική στην κυβέρνηση για την επιμονή της να εξαιρεί μετ΄ επιτάσεως τα τραπεζικά στελέχη από την αυτεπάγγελτη δίωξη της κακουργηματικής απιστίας, απαιτώντας έγκληση, λέγοντας πως «είναι τεράστια η πολιτική της ευθύνη και δεν νομιμοποιείται να μιλά για πάταξη των εγκλημάτων του λευκού κολάρου όταν φροντίζει πρωτίστως να απαλλάξει, όσους είναι πιθανό να έχουν σχέση με αυτά».
Ο κ. Ξανθόπουλος επανέλαβε ότι υπάρχει πολύ σοβαρό θέμα με την εφαρμογή του Ευρωπαϊκού Εντάλματος Σύλληψης και κατά πόσο μπορεί να ακυρώνονται διατάξεις του Συντάγματος και να περιορίζονται πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα Ελλήνων πολιτών. Εκτίμησε, πως «θα βρεθούμε μπροστά σε πολύ σοβαρά ζητήματα. Η Γερμανία απαγορεύει την έκδοση εάν έρχεται σε σύγκρουση με την αξία του ανθρώπου».
Έκρουσε τον κίνδυνο για τα δικαιώματα που μπορεί να υπάρξουν με την τροποποίηση στις τρομοκρατικές πράξεις, σημειώνοντας πως η Οδηγία απαιτεί συγκεκριμένη διακινδύνευση ενώ η απάλειψη του όρου «δημόσια» από την υποκίνηση, μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα ακόμη και μια ιδιωτική συζήτηση να είναι κολάσιμη πράξη, συμπλήρωσε.
Για τις διατάξεις σχετικά με τις αναβολές δικών και την υποχώρηση του υπουργείου Δικαιοσύνης μπροστά στην ομόθυμη αντίδραση, ο Θ. Ξανθόπουλος επεσήμανε ότι η κυβέρνηση δεν μπορεί να προχωρά σε ρυθμίσεις χωρίς διαβούλευση και συναίνεση με αυτούς τους οποίους αφορά.