Στην αντεπίθεση φιλοδοξεί από αύριο να περάσει ο Αλέξης Τσίπρας με την επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε στον Πρωθυπουργό για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Φυσικά η προσπάθειά του ενέχει μπλακ χιούμορ και απέλπιδα προσπάθεια. Το μπλακ χιούμορ συνίσταται στην ερώτηση εάν η κυβέρνηση θα ακολουθήσει την πολιτική... του ΣΥΡΙΖΑ, ήτοι τα μέτρα στήριξης της εργασίας και των επιχειρήσεων που είχε παρουσιάσει ο ίδιος!
Η άπελπις προσπάθεια συνίσταται σε δύο στοιχεία. Αφενός στην έλλειψη πυρομαχικών, αφετέρου στην έλλειψη στρατεύματος. Δεν αρκεί να λες πάρε κόσμε,πρέπει να έχεις και ένα διαρθρωμένο πρόγραμμα σε ρεαλιστική βάση, και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν το έχει. Βιάστηκε με το «μένουμε όρθιοι» να «μοιράσει» εμπροσθοβαρώς λεφτά. Βιάστηκε γιατί όσα μοίραζε ανταποκρίνονταν - ας πούμε ότι ανταποκρίνονταν - στην κατάσταση προ πακτωλού που αποφασίστηκε με την συγκρότηση του Ταμείου Ανάπτυξης. Ως εκ τούτου οι όποιες προτάσεις του είναι εκ των πραγμάτων παρωχημένες. Έτσι θα αυτοσχεδιάζει στο γνωστό μοτίβο «να δοθούν χρήματα στον κόσμο της εργασίας και τις επιχειρήσεις» γενικώς, χωρίς καν κριτήρια βιωσιμότητος.
Στην έλλειψη πυρομαχικών εντάσσεται και η καταρρακωμένη αξιοπιστία του. Πόση δηλαδή αξιοπιστία, για να μην πούμε σοβαρότητα, είχε η προτροπή κατά την συνάντησή του με τους οινοπαραγωγούς, να μειωθεί ο ΦΠΑ στο κρασί, όταν ήταν η δική του κυβέρνηση που αύξησε τον ΦΠΑ από το 13 στο 24%, με αποτέλεσμα να τσακίσει πολλούς μικρούς παραγωγούς υπέρ των μεγάλων και των ξένων πολυεθνικών;
Όσο για το στράτευμα, αυτό έχει μετατραπεί ασύντακτο ασκέρι, χωρισμένο σε επί μέρους μπαϊράκια. Πληρώνει - και - την επιλογή του να μην κάνει γρήγορα το συνέδριο, την επαύριο της ήττας, και μέσα από μια «βαθιά αυτοκριτική» (που λένε και στην Αριστερά) να αναδιατάξει το κόμμα, να το συγκροτήσει με εκλεγμένα όργανα, και να ιεραρχήσει στόχους. Η καθυστέρηση είχε διαλυτική επίδραση στην οργανωτική συνοχή και την ιδεολογική ευκρίνεια. Ήρθε και ο κορονοϊός που επέβαλε αναβολή του συνεδρίου, δημιουργώντας νέους κλυδωνισμούς.
Ο Νίκος Παππάς π.χ. πρότεινε να διεξαχθεί… ψηφιακό συνέδριο, λες και τα χιλιάδες μέλη ενός κόμματος έχουν τον αριθμό ενός Δ.Σ. πολυεθνικής ή ενός υπουργικού συμβουλίου. Η αντίπερα όχθη των παραδοσιακών κομματικών (όπως Σκουρλέτης, Βούτσης, «53»), δικαίως επιμένει στην οργάνωση ενός παραδοσιακού συνεδρίου, οψέποτε το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Η κοινωνική αποστασιοποίηση πάντως που επιβάλει η πανδημία δεν αποτρέπει τις αστοχίες, τις εσωκομματικές κόντρες και τα παράπονα. Κατά τη διάρκεια της καραντίνας τα εσωκομματικά μαχαιρώματα ήταν στην ημερησία διάταξη. Ο Γραμματέας Σκουρλέτης κατήγγειλε τον νεοαυριανισμό, ο οποίος, κατ’ αυτόν, εξακόντιζε επιθέσεις στο πρόσωπό του καθ΄ υπόδειξιν των εσωκομματικών του αντιπάλων.
Παρόμοια αναταραχή υπήρξε και με την υστερική θέση Δρίτσα – Κατρούγκαλου για το ανύπαρκτο θέμα της «εισβολής» τουρκικής στρατοχωροφυλακής του Εβρου, ένα ύφος που θα το ζήλευε ο… Φαήλος. Αυτό δυσαρέστησε πολλούς από τους πάγιους «αντιεθνικιστές» του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των οποίων οι «53» και οι «γεφυραίοι», που από πάντα παραμένουν άγρυπνοι φρουροί αντίστασης στον εθνικισμό – αφού στο ιδεολογικό τους πρίσμα μεταφράζουν κάθε εθνικό ως εθνικιστικό.
Οι τελευταίοι, οι «γεφυραίοι» και οι υπόλοιποι που προσέτρεξαν, όπως τα απομεινάρια του ΠΑΣΟΚ υπό την ομπρέλα της «Προοδευτικής Συμμαχίας», αντιλαμβάνονται τώρα ότι απλώς έπαιξαν τον ρόλο του διακοσμητικού στοιχείου στην πρόθεση του Αλέξη να ανοιχτεί στην Κεντροαριστερά, αλλά δεν έχουν αποκτήσει καμία δυνατότητα παρέμβασης και συμβολής στην στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Εκτός ίσως της Μαριλίζας και του Ραγκούση, αλλά και αυτών η δυνατότητα παρέμβασης είναι μικρή καθότι δοτή από τον αρχηγό (από «κοοπτάτσια» όπως θα λέγαμε στη γνήσια αριστερή διάλεκτο), όπως άλλωστε το ίδιο δοτή ήταν και στο ΠΑΣΟΚ επί Γιώργου, χωρίς προσωπική λαϊκή απήχηση.
Δεν μηδενίζει η στήλη την εποικοδομητική συμπεριφορά, τις προτάσεις, και ενίοτε τα δίκαια κάθε αντιπολίτευσης. Όμως η συνεισφορά της αντιπολίτευσης πέραν του ότι θα πρέπει να είναι τεκμηριωμένη (εντάξει υπερβολή, σπάνια είναι, όλων των κομμάτων και κάθε αντιπολίτευσης),θα πρέπει να έχει το εχέγγυο της αξιοπιστίας. Και ο ΣΥΡΙΖΑ την αξιοπιστία την απώλεσε στο μόνο πεδίο που μπορεί να δοκιμαστεί εμπράκτως ένα κόμμα. Στη διακυβέρνηση.