Η πρωτοφανής θεομηνία που έπληξε την Θεσσαλία χτυπώντας αγροτικές και αστικές περιοχές καταστρέφοντας υποδομές (δίκτυα αρδευτικά, ύδρευσης, αποχέτευσης, μεταφορών, ενέργειας, επικοινωνιών), παραγωγικούς τομείς (αγροτικό, κτηνοτροφικό, τουριστικό, φυσικών πόρων), κοινωνικές και οικονομικές υπηρεσίες (υγείας, παιδείας, διοίκησης και μεταφορών) απέδειξε ότι μέτρα από το παρελθόν και συνταγές που αποδεδειγμένα απέτυχαν δεν πρέπει να προκριθούν για την ανοικοδόμηση της επόμενης ημέρας. Για να είναι η απάντηση επιτυχής χρειάζεται οι προτάσεις να είναι έξω από την πεπατημένη, ειδικά όταν πρόκειται για έργα που αποτελούν το 1ο επίπεδο πρόληψης και προστασίας μίας κοινωνίας.
Καθώς η συχνότητα των φυσικών καταστροφών ολοένα και αυξάνεται και είναι στατιστικά πολύ πιθανό να ξαναπλήξουν τις ίδιες περιοχές, όπως δυστυχώς ήδη συνέβη, η προσπάθεια του τεχνικού κόσμου θα πρέπει να εστιάσει στην κατά το δυνατόν πιο ελεγχόμενη αντιμετώπιση τους, έως σταδιακά να προφυλάξουν την Θεσσαλία, σε ένα ικανοποιητικό βαθμό, με την ενεργοποίηση αντίστοιχων οικονομικών πόρων.
Η προσαρμογή των υποδομών στα δεδομένα της κλιματικής αλλαγής είναι ένα πολυσχιδές εγχείρημα που απαιτεί τη συμμετοχή του συνόλου της κοινωνίας. Από τους μηχανικούς που υλοποιούν έως τον τελικό χρήστη. Η φύση μας δίδαξε με σκληρό τρόπο ότι το νέο μοντέλο υποδομών πρέπει να βασίζεται στο να καταστήσουμε τις υποδομές «προσαρμόσιμες» στις μεταβαλλόμενες κλιματικές συνθήκες. Η νέα πρόκληση που τίθεται στους μηχανικούς είναι να προτείνουν λύσεις όταν κατά τη λειτουργία μίας συγκεκριμένης υποδομής διαπιστωθεί ότι κάποια παραδοχή της αρχικής μελέτης δεν ανταποκρίνεται στα νέα δεδομένα, όπως δυστυχώς συνέβη στις υποδομές του κάμπου.
Η αναδιάταξη των έργων υποδομής θα πρέπει να περιλαμβάνει την ενσωμάτωση των διδαγμάτων της φύσης, χαρτογραφώντας τα περάσματα που υπέδειξε. Επιπροσθέτως, μας πληροφόρησε ότι οι επεμβάσεις οφείλουν να περιλαμβάνουν την ευρύτερη γεωγραφική περιφέρεια της Θεσσαλίας με ολοκληρωμένες λύσεις αποστράγγισης σε όλη την έκταση.
Η ανάλυση της τρωτότητας των περιοχών θα δώσει ποιοτικά δεδομένα που θα βοηθήσουν στην επίλυση. Οι διευθετήσεις της κοίτης των χειμάρρων και ποταμών με μόνιμα στοιχεία όπως «ζαρζανέτια» ή τοίχους οπλισμένου σκυροδέματος, όπου κριθεί αναγκαίο, σε ένα εύρος που θα περιλαμβάνει ισοδύναμες πλημμυρικές παροχές, φαντάζουν να είναι έργα δαπανηρά, αλλά σε ορισμένες περιοχές πιθανόν να αποτελούν και μονόδρομο.
Τα χωμάτινα φράγματα ενέδωσαν γρήγορα αφήνοντας απροστάτευτες ολόκληρες εκτάσεις και επιβάρυναν τα νερά με λάσπη. Επιβαρυντικά ως προς τη λάσπη λειτούργησαν και τα επιχώματα των οδών, όπου η φύση άφησε γέφυρες εκτεθειμένες στα ακρόβαθρα, ακριβώς γιατί οι υδραυλικές παραδοχές ήταν αδύνατο να περιλαμβάνουν μία θεομηνία, ώστε να προβλέψουν μέτρα προστασίας, με αποτέλεσμα την διάβρωση του εδάφους και την υδραυλική υποσκαφή των γεφυρών. Η έγκαιρη επικαιροποίηση των προτύπων και κανονισμών με νέα δεδομένα εντάσσεται στην προσπάθεια προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και στην επιδιωκόμενη βελτίωση της ανθεκτικότητας των υποδομών.
Στο έργο της επόμενης ημέρας για τον θεσσαλικό κάμπο θα πρέπει να εξετασθούν εκ νέου οι δυνατότητες των λεκανών κατακράτησης των υδάτων και το σύστημα διαχείρισης αυτών. Το ίδιο ισχύει για τον έλεγχο των υδραυλικών ανοιγμάτων των γεφυρών και οχετών και την ενδεχόμενη ανύψωση της ερυθράς των οδών, όπου κριθεί αναγκαίο, σύμφωνα με το οργανωτικό και επιχειρησιακό πλάνο που προκριθεί να υλοποιηθεί. Εντός των πόλεων, η διάνοιξη περιμετρικών τάφρων, ο έλεγχος της επάρκειας του δικτύου συλλογής ομβρίων υδάτων για την αποχέτευση και αποστράγγιση των οδών και η διασφάλιση των ρεμάτων ακόμα και με την υπογειοποίησή τους, αποτελούν έργα υποδομής που θα αυξήσουν την προσαρμογή στα νέα δεδομένα της φύσης.
Καθώς η τεχνολογία μας δίνει σήμερα τη δυνατότητα να ενσωματώσουμε σένσορες σε κρίσιμα στοιχεία των υποδομών, ένα αυτοματοποιημένο σύστημα έγκαιρης προειδοποίησης με διαβαθμισμένα επίπεδα συναγερμού, είναι ένα πρόσθετο εργαλείο για την προστασία του πληθυσμού.
Τα χρήματα από μόνα τους δεν αρκούν. Είναι ασφαλώς σημαντικό ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δίνει 2,25 δισ ευρώ και αποδεικνύει ότι έχει άμεσα αντανακλαστικά, ωστόσο χρειαζόμαστε ταχύτητα για την απορρόφησή τους και κυρίως σύστημα. Απαιτείται ένας οργανωτικός άθλος από το ελληνικό κράτος προκειμένου να αξιοποιηθούν τα ποσά και να ξεπεραστεί αυτή η κλιματική τραγωδία.
* Ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης είναι Πρόεδρος του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Διεθνούς Πανεπιστημίου Ελλάδας (ΔΙΠΑΕ) με έδρα τη Θεσσαλονίκη