Αν μας ενδιαφέρουν οι ποιητικές ανθολογίες είναι – υποκειμενικά μιλώντας – διότι αποτελούν μία αντιστοιχία του φωτογραφικού άλμπουμ της ζωής ενός ανθρώπου-δημιουργού· κάθε ποίημα και μια φωτογραφία από τις πρώτες απόπειρες έως την ώριμη δουλειά του, που αντιστοιχούν και στον αντικατοπτρισμό μιας ολόκληρης εποχής, ανεξαρτήτως θεματικής. Ενώ η ανάγνωση τους και η εκβάθυνση, σε ύστερο χρόνο, εγείρει ερωτήματα για το πώς η εκάστοτε ανθολόγηση δημιουργιών του παρελθόντος μιλά στο εκάστοτε παρόν.
«Το παρελθόν είναι άπειρο γιατί εμπεριέχει το μέλλον» (σελ. 280) είχε γράψει η Άννα Καραμάνη Σικελιανού στην Εύα Πάλμερ Σικελιανού, όπως μας πληροφορεί η Αμερικανίδα ποιήτρια και δισέγγονη του Άγγελου Σικελιανού (1884-1951) και της Εύας Πάλμερ Σικελιανού, Ελένη Σικελιανός, στο επίμετρο της ανθολόγησης «Άγγελος Σικελιανός. ‘‘Τον άναρχο Έρωτα να νιώσω ακέριο’’» (εκδόσεις «Πατάκη») από τους ανθολόγους Χάρη Βλαβιανό και Ευριπίδη Γαραντούδη. Αμφότεροι ανθολογούν 50 ποιήματα του μείζονος Έλληνα ποιητή, προτείνοντας στο σημερινό αναγνωστικό κοινό το αντιπροσωπευτικότερο και διαχρονικότερο κομμάτι ενός έργου που αποτελεί μία από τις κορυφές του νεοελληνικού ποιητικού λυρισμού.
Στην εισαγωγή τους, εστιάζουν στην αισθητική επικαιρότητα του ποιητή Σικελιανού σήμερα. Όπως σημειώνουν «ξαναδιαβάζοντας και ανθολογώντας ένα ποιητικό έργο, καταχωρημένο στην ιστορία της νεότερης ελληνικής ποίησης ως σημαντικό, σε απόσταση πλέον 71 ετών από τον θάνατο του δημιουργού του, επιστρέφουμε στο παρελθόν της ποίησης για να επανασυνδεθούμε με το αναπόδραστο παρόν μας. Η επανασύνδεση αυτή γίνεται μέσα από το αίτημα και συνάμα το ερώτημα της αισθητικής επικαιρότητας του παλαιού ποιητικού έργου» (σελ. 20).
Σε μια προσπάθεια απάντησης στο αίτημα - ερώτημα, οι δύο ανθολόγοι ανατρέχουν και αποτιμούν πρόσφατες σχετικές απόψεις σύγχρονων ποιητών και κριτικών. Οι απόψεις αυτές άλλοτε συγκλίνουν και άλλοτε αποκλίνουν καθότι δύσκολο να υπάρξει καθολική υποκειμενικότητα στην τέχνη, στην προκειμένη στην ποίηση. Εκείνη του Σικελιανού είχε ως θεματικές μετατοπίσεις τη φύση, τον αρχαιοελληνικό και χριστιανικό μύθο, τον έρωτα, τη γυναίκα, και σταθερό θέμα τον ίδιο τον Σικελιανό ως ποιητή που «ζει την κατά κανόνα απολαυστική σχέση του με τον κόσμο μέσω της ποιητικής του ιδιότητας και λειτουργίας» (σελ. 34).
Το αν αυτές οι θεματικές «μιλούν» στο σημερινό κοινό, οι ανθολόγοι αφήνουν κάθε αναγνώστη να απαντήσει από τη δική του σκοπιά. Από την πλευρά της, η Ελένη Σικελιανός διατείνεται ότι «ο προπάππος και η προγιαγιά μου είχαν ένα σχέδιο να αλλάξουν τον κόσμο, να συντελέσουν στην κατανόηση μέσω της ποίησης, της χειροτεχνίας, του θεάτρου», και συνεχίζει: «προφανώς η ποίηση δεν είναι σημαντική για την απόκτηση κέρδους, όμως θα είναι πάντοτε σημαντική για την ανθρώπινη ψυχή» (σελ. 284).
Κρίνεται, συνεπώς, επιτακτική ανάγκη η επαφή με το ποιητικό κείμενο. Είτε αυτό εγείρει προβληματισμούς για τη ζωή, την κοινωνία, τον κόσμο που ζούμε, είτε προβάλει αλήθειες που ντροπιάζουν την ανθρωπότητα, είτε μιλά για αξίες και ηθική ανάταση, την ομορφιά, προσφέρει στο αναγνωστικό κοινό τη δυνατότητα να διατηρεί την ανθρωπιά του, να συναισθανθεί και να ασκήσει κριτική για τα όποια τεκταινόμενα. Γνωρίζοντας ότι η ψυχή του είναι ασφαλής.