Τρία χρόνια μετά την «Πατρείδα» και σε απόσταση αναπνοής από «Το οικείο σκοτάδι», ο «Αλκίνοος» του Γιάννη Ευθυμιάδη είναι ένας ποιητικός μονόλογος που γραφόταν τα τελευταία επτά χρόνια και αγγίζει την φύση του έρωτα τόσο στη σαρκική όσο και στην πνευματική, μεταφυσική του κατάσταση, έξω από τον χρόνο και πέρα από τα φύλα, υπερνικώντας ακόμα και τον θάνατο. Ξεκινώντας «από σαρκικό βίωμα, γίνεται ψυχική μέθεξη και ολοκληρώνεται ως μεταφυσική απελευθέρωση».
Γιάννης Ευθυμιάδης «Αλκίνοος», εκδ. Νεφέλη
«Όπου σ’ αγγίζω, εξαφανίζεσαι, όπου σε νιώθω, μοιάζεις ψέμα παραδείσου απόκοσμου/
Κάνω να σε φιλήσω, κι είσαι αφίλητος, τα χέρια μου απλώνω και σε χάνω/
Στην αγκαλιά μου στάχτη εξαφανίζεσαι, θαμπώνεις όταν σε κοιτάζω λίγη ώρα/
Σβήνει, θαρρείς, η φλόγα σου μόλις ανάψει η φωτιά στα μέλη, στο μυαλό και στην ψυχή μου/
Η ανάμνησή σου σύννεφο άστατο την άνοιξη’ εκεί που κρύβει ουρανό, εκεί φυραίνει./
Πουλάκι κάνω να σε πιάσω σε κλουβί, σκέψη πετάς, χλευάζεις ό,τι ορίζω/
Διπλοκλειδώνω εγώ τη γεύση σου στο στόμα μου, γίνεται θεία κοινωνία, πνεύμα άγιο/
Κι αναβαπτίζομαι στο όνειρο, εκεί που μόνο εσύ γράφεις ψαλμούς και λύνεις γρίφους/
Με ρίχνεις σαν βροχή πάλι στο χώμα σου να γίνω λάσπη και πηλός, να πλάσεις σώμα/
Απ’ την αρχή να τ’ αγαπώ, να το ερωτεύομαι, μέχρι το τέλος της ζωής μου να το ψάχνω».
Η ηγουμένη στη Χρυσοπηγή το είχε πει σε φίλη: «Δίψα Θεού είναι αυτό που νοιώθετε, δίψα για το Απόλυτο και του δίνετε πρόσωπο, και το αποκαλείτε έρωτα».
Ο Γιάννης Ευθυμιάδης στον «Αντίνοό» του για έναν τέτοιο Θείο Έρωτα γράφει, έναν μεγάλο άπιαστο, αλώβητο, πανύψηλο απόλυτο έρωτα δοξάζει. Με τον πιο σαρκικό και τον πιο πνευματικό ταυτοχρόνως τρόπο.
Τρία χρόνια μετά την «Πατρείδα» του (Ίκαρος, 2018) και σε απόσταση αναπνοής από «Το οικείο σκοτάδι» που θα κυκλοφορήσει από τη Νεφέλη τον χειμώνα, ο «Αλκίνοος» ο οποίος επίσης, κυκλοφόρησε από τη Νεφέλη, είναι ένας ποιητικός μονόλογος, ένα μακροσκελές ερωτικό τραγούδι, όπως επιμένει ο ίδιος ο ποιητής, που γραφόταν τα τελευταία επτά χρόνια. Αγγίζοντας την φύση του έρωτα τόσο στη σαρκική όσο και στην πνευματική, μεταφυσική του κατάσταση, έξω απ’ τον χρόνο και πέρα απ’ τα φύλα. Υπερνικώντας ακόμα και τον θάνατο, έρωτας που γίνεται μέθεξη και αφορά τον άλλον ή τους άλλους, τον Άλλον ή τον αληθινό εαυτό μας. Ξεκινώντας «από σαρκικό βίωμα, γίνεται ψυχική μέθεξη και ολοκληρώνεται ως μεταφυσική απελευθέρωση.» Και εύκολα το διαπιστώνει αυτό ο αναγνώστης, διαβάζοντάς το λες δεν είναι δυνατόν να το λέει σε ζωντανό άνθρωπο, σε άγαλμα το λέει, σε άγιο ή σε πεθαμένο.
Εξάλλου τον εαυτό μας ή τον Θεό δεν λένε ότι ψάχνουμε στον έρωτά μας για τον άλλο;
Γραμμένο παραδοσιακά έμμετρα και μοντέρνα ελεύθερα, είναι ένα ελευθερόστιχο έρρυθμο ποίημα ποταμός που γράφτηκε θαρρείς όπως διαβάζεται, με μιαν ανάσα, για να εκφράσει ίσως την ερωτική παραφορά. Με λόγο «άλλοτε αβρό, έντονα λυρικό, άλλοτε δραματικό, υπάρχουν φορές που η ερωτική παραφορά γίνεται ξέσπασμα και άλλοτε που το συναίσθημα και η έκφραση του παίρνει τη μορφή εσωτερικού μονολόγου».
«Στο ποίημα αυτό θέλησα να υπάρχει μετρημένη δομή και έρρυθμος στίχος. Εργάστηκα, χωρίς να το έχω αντιληφθεί, με τα υλικά των σονέτων», έχει πει σε συνέντευξή του ο Γιάννης Ευθυμιάδης. Εξάλλου η φόρμα και η γλώσσα είναι κάτι που τον αφορά δεν γίνεται να μη σε αφορά και να μη σε καίει στην ποίηση. Και στην περίπτωσή του διαμορφώνεται ταυτοχρόνως με το ποίημα. Έτσι και στον «Αλκίνοο» η φόρμα διαμορφώθηκε καθώς προχωρούσε η ποιητική σύνθεση.
Το ποίημα χτίζεται πάνω σε εικοσιτέσσερις δεκάστιχες στροφές. «Θέλησα να έχω ως μέσο έναν πλατύ σε αριθμό συλλαβών στίχο, σχεδόν αφηγηματικό, αλλά ταυτόχρονα έντονα έρρυθμο, σχεδόν να φλερτάρει με τον έμμετρο, για να εκφράσει «μουσικότερα» το ερωτικό συναίσθημα. Παρόλο που οι στίχοι έχουν μια ελευθερία, όσον αφορά στον αριθμό των συλλαβών, εντούτοις δεν υπάρχει μεγάλη απόκλιση έκτασης μεταξύ τους, για να οδηγηθώ σε μια ομαλή ροή λόγου.
Όλα αυτά τα δομικά στοιχεία δεν αποτέλεσαν φραγμό για την αβίαστη επεξεργασία του έργου. Περισσότερο τα έθεσα ως κοίτη για να κυλήσει το ποτάμι της αρχικής έμπνευσης, της ερωτικής έξαρσης, που, αν αφεθεί ανεξέλεγκτη, μπορεί να οδηγήσει σε επικίνδυνο και κάποιες φορές άτοπο αποτέλεσμα».
Παίζοντας πάντα με τον τίτλο, κάθε του τίτλος μια ολόκληρη ιστορία, εύκολα αποκωδικοποιείτε την «Πατρείδα», στην περίπτωση του «Αλκίνοος» έχουμε την «Αλκή νοός», δύναμη νου, διότι αυτό είναι ο έρωτας, δύναμη, για να διευρυνθούν τα μέσα και έξω όρια, να γνωρίσουμε τον μέσα και έξω κόσμο που μας περιβάλλει. Ήτοι τα δυο σκοτάδια, την Άβυσσο της ψυχής μας και το Χάος, τη δυστοπία που διανύουμε ή θα διανύσουμε. Εξ ου και «παίρνει μορφή το χάος να σου μοιάζει», «γίνεσαι το κλειδί στ’ ανεξερεύνητα», «προφέρεις μυστικά σαν προαιώνιους χρησμούς σπαρμένους βουνό νερό, συνταίριασμα ιερό ζωής θανάτου».
Εξάλλου τι άλλο είναι η ποίηση «παρά μια αέναη πορεία αναζήτησης» επάνω στο «τεντωμένο σκοινί της γλώσσας». Μέχρι να μας δοθεί η Χάρις της απόλυτης Απλότητας. Την εγγυάται η ποιητική δύναμη του Ευθυμιάδη να υλοποιεί λέξεις, φράσεις, εικόνες. Διαβάστε τον.
Ο Γιάννης Ευθυμιάδης γεννήθηκε το 1969 στον Πειραιά. Σπούδασε φιλολογία και αρχαίο ελληνικό δράμα. Έχει εκδώσει τις ποιητικές συλλογές: «Στίγμα» (ιδιωτική έκδοση, 2004), "Καινός διαιρέτης" (Νεφέλη 2007), "Γράμματα στον πρίγκιπα" (Μικρή Άρκτος 2010), "27 ή Ο άνθρωπος που πέφτει" (Μικρή Άρκτος 2012), "Πάνω στο σώμα σου" (Μικρή Άρκτος 2014) και το δοκίμιο "Δώδεκα κείμενα συνομιλίας με το 'Μονόγραμμα' του Οδυσσέα Ελύτη" (Καλλιγράφος 2014). “Το κρύσταλλο του κόσμου” Μετρονόμος, 2016, “Πατρείδα”, Ίκαρος 2018.
Έχει μεταφράσει Άγγλους και Αμερικανούς ποιητές. Ποιήματά του έχουν περιληφθεί σε ανθολογίες και έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά. Εργάζεται ως εκπαιδευτικός, έχει εκδώσει φιλολογικά βιβλία για τη μέση εκπαίδευση, είναι συνεργάτης σε λογοτεχνικά έντυπα και στον διαδικτυακό ραδιοφωνικό σταθμό "μεταδεύτερο". Τέλειωσε την Καλών Τεχνών, έγραψε στίχους και συμμετείχε σε εκθέσεις.