Η ζωγραφική της Μαρίας Γιαννακάκη, συνειρμική και χειμαρρώδης, παρασύρει και συγκινεί βαθιά. Σου αρπάζει το βλέμμα – με τα ακτινοβόλα χρώματα, τα περιγράμματα, τα σβησίματα, τις επαναγραφές, τα κενά – και σε ρίχνει σε ένα βυθό συναισθημάτων και σκέψεων. Μοιάζει με ποτάμι που γεννιέται από αντιθετικά σχήματα: μελάνι και χρώμα, ευαισθησία και τόλμη, δείγμα της παραδοσιακής κινεζικής ζωγραφικής στην οποία έχει θητεύσει κι αληθινά καινοτόμα, γιατί την έχει αφομοιώσει γερά στο δικό της, προσωπικό ύφος.
Στην τελευταία καλλιτεχνική σοδειά ταξιδεύει στην Κύπρο 17 πορτρέτα. Το μεγαλύτερο σε διάσταση έργο με τίτλο «Κορίτσι με καλάθια και παιχνίδια» προκύπτει από μια σύνθεση πολυπρόσωπη, όπου πρωταγωνιστούν μορφές σπαρμένες σε κάθετη και οριζόντια διάταξη επάνω στον καμβά.
Στο κέντρο της, η ζωγράφος επιλέγει να εμφανίζεται ως παιδί κλεισμένο μέσα σε καλάθι, χωρίς χρωματική υπόσταση, σαν σβησμένη ανάμνηση που την κρατά ζωντανή ένα παιχνίδι στα χέρια. «Μικρή είχα μανία με τα παιχνίδια και τις κούκλες» λέει και ξετυλίγει ένα σενάριο ονειρικό μεταξύ ανάμνησης και παιδικού φόβου (όπου φόβητρο στα παιδικά μάτια της γινόταν μια γύφτισσα την εποχή που περνούσε στις γειτονιές και διαλαλούσε την πραμάτεια με καλάθια).
Οι υπόλοιπες φιγούρες δεν είναι υπαρκτές με την έννοια της ρεαλιστικής απόδοσης, αλλά μεταφερμένες κι αυτές από τα αυλάκια της φαντασίας ή μιας μνήμης χαμένης που σαρκώνει το χρώμα. «Όλες μαζί κάνουν το έργο να είμαι εγώ, αυτός είναι ο παιδικός μου κόσμος» εξομολογείται και δίνει μια από τις πιο προσωπικές της συνθέσεις, μια εκ βαθέων αυτό-προσωπογραφία.
Αυτοπορτρέτο της Μαρίας Γιαννακάκη
Σε αυτό το ιδιότυπο αυτοπορτρέτο, η Γιαννακάκη αφήνει το ερωτικό άγγιγμα που την είχε απασχολήσει στην προηγούμενη ενότητα έργων της και διεισδύει σε κάτι εξορισμού άτοπο: στ’ άγγιγμα της μνήμης.
Γραμμική παράθεση και οργάνωση των προσώπων σε κύρια ή δευτερεύοντα δεν υπάρχει. Η αφήγηση ρέει ανάμεσα στις μορφές, αναδεικνύοντας την ιδέα ότι πρόκειται για όψεις της ίδιας συνείδησης. Ο ζωγραφικός της τρόπος παραπέμπει στη μέθοδο της Βιρτζίνια Γουλφ, που έμεινε γνωστή στη λογοτεχνία ως «stream-of-consciousness».
Με τη συνειδησιακή ροή, η συγγραφέας πέτυχε στο γραπτό της ένα μονόλογο από συνειρμούς, σπαράγματα αφηγηματικά που δεν έχουν σαφή αρχή και τέλος, αλλ’ ακολουθούν έναν χρόνο εσωτερικό που ταλαντεύεται, όπως τα όνειρα. Έτσι, κατάφερε να φανερώσει το συναισθηματικό «τοπίο» των ηρώων της (συνυφασμένο με το δικό της) και να συναντηθεί με τον κόσμο του αναγνώστη.
Η Γιαννακάκη, χωρίς καθόλου να έχει στο μυαλό της αυτό, συναντά τη Γουλφ στα μέσα και στους σκοπούς της. Μέσα στο ίδιο το έργο αναζητά, κατά τόπους, διαφορετικές ποιότητες, αλλού με μελάνι, αλλού με σπρέι, άλλοτε διατηρώντας κι άλλοτε σβήνοντας τα περιγράμματα, καλύπτοντας - αποκαλύπτοντας, κατακερματίζοντας - ενοποιώντας, παρακολουθώντας την ανατροπή του σκηνικού από διαφορετική οπτική γωνία (καθώς το έργο μπορεί να ιδωθεί κι από το πλάι), προκειμένου να ανασύρει τη ριζικώς άλλη διάσταση, να φανερώσει τον ψυχισμό του προσώπου μέσα από τις ποικίλες όψεις του.
Είναι σαν ένας μονόλογος εσωτερικός, χωρίς σαφείς κανόνες, που έρχεται στην επιφάνεια διαμέσου φευγαλέων εικόνων και αέναων μεταμορφώσεων.
Μόνο στα παιδιά που αποδίδει σε μικρά τελάρα, η ζωγράφος δεν είναι υπαινικτική. Χρόνια τα βάζει στις ζωγραφιές της και σχεδιάζει τις καθαρές και απαλές γραμμές τους, τα πρόσωπά τους, τα χέρια, τις διαφάνειες στο δέρμα και φυσικά τον κόσμο τους.
Προσωπικά, θεωρώ πως η Γιαννακάκη είναι άφταστη μαστόρισσα στο εξαιρετικά απαιτητικό παιδικό πορτρέτο. Τα «άνθη του καλού», όπως αποκαλεί τα παιδιά της, έχουν το δικό τους ζωγραφικό ήθος, δεν μπερδεύονται δηλαδή με τίποτε που να απηχεί οποιαδήποτε συγγένεια με δημιουργό από το σήμερα ή το παρελθόν.
Τα παιδικά πρόσωπα συνοδεύουν ζώα, συνήθως γάτες, σκύλοι, αλλού ένα κατσικάκι. Στους μεσαιωνικούς χρόνους πίστευαν ότι τα ζώα είχαν την ικανότητα να διακρίνουν το καλό από το κακό στον άνθρωπο. Τέτοιοι συμβολισμοί άρχισαν να περιλαμβάνονται στο έργο τέχνης, με τα ζώα να χρησιμοποιούνται ως κώδικες για να αντιπροσωπεύουν κομμάτια του ανθρώπινου ψυχισμού.
Στο έργο της Γιαννακάκη δεν προσλαμβάνουν αέρα μυστηρίου, ούτε είναι «κλειδιά» που βοηθούν τον θεατή να ερμηνεύσει το πρόσωπο. Έχουν τη δική τους, αυτόνομη παρουσία και μέσα στον ηθελημένα απροσδιόριστο χώρο της ζωγράφου, λειτουργούν σαν «οδηγοί», όπως περίπου οι εκπαιδευμένοι σκύλοι των τυφλών. Παρότι τοποθετούνται στην αγκαλιά των παιδιών, τα μικρά κατοικίδια εκπέμπουν μιαν ασφάλεια, μια κατάφαση πως τίποτε δεν μπορεί να πάει στραβά.
Εκτός από τα παιδιά, η Γιαννακάκη χαρίζει γενναιόδωρα στον θεατή κι αγαπημένα της αντικείμενα – κινεζικά βάζα, περίτεχνες πορσελάνες. Νομίζει κανείς πως αυτά γνωρίζουν περισσότερα για τη ζωγράφο από ό,τι όσοι τη συναναστρέφονται επί χρόνια. Η Μαρία αγαπά το μικρό, το λανθάνον, το καταφύγιο όπου ο άνθρωπος κλειδαμπαρώνει ή καταχωνιάζει τα μυστικά του.
Στη ζωγραφική της, όμως, μοιράζεται κάτι πιο πολύτιμο. Στα πρόσωπα των παιδιών της μπορείς να δεις τον Χρόνο αυτοπροσώπως. Όλοι οι ήρωές της μοιάζουν να ανατρέχουν στο παρελθόν, χάνονται στις αναμνήσεις τους, βουλιάζουν στη συνείδησή τους, επιστρέφουν στο παρόν για να ξαναχαθούν σε όσα έζησαν και δε θα ξαναζήσουν. Σε ένα αιώνιο καλοκαίρι στον τόπο της Αφροδίτης.
Ο χρόνος είναι πεπερασμένος, το παρόν εύθραυστο και φωτοδότρες στιγμές – από το μπλε ουλτραμαρίν ως το κίτρινο του καδμίου – βεβαιώνουν ότι ο άνθρωπος είναι κατ’ εξοχήν ον συμπεριφερόμενο. Οι ενέργειες και οι διαθέσεις του δεν εγκλωβίζονται στο παρόν. Ο άνθρωπος ορίζεται από τη χρονική απροσδιοριστία της συμπεριφοράς του - απροσδιοριστία που δεν γνωρίζει τέλος.
Η τέχνη έχει μια μοναδική ικανότητα: αγγίζει από απόσταση. Ο θεατής επηρεάζεται, συν-κινείται, παρόλο που ο φανταστικός κόσμος που παρουσιάζεται δεν θα έρθει ποτέ σε άμεση επαφή με την πραγματική του ζωή. Η Γιαννακάκη έχοντας κατακτήσει στη ζωγραφική της το ερωτικό άγγιγμα, προχωρά το ταλέντο της σε έναν «στοχασμό της αφής».
Το έργο της θέτει ερωτήματα: τι συμβαίνει με τον εαυτό μας όταν ο χρόνος μας ξεπερνά; Πώς μπορούμε να αντιληφθούμε τα αδιανόητα άκρα της ανθρώπινης ύπαρξης – γέννηση και θάνατος – όταν η θρησκευτική πίστη παύει σιγά σιγά να δίνει ικανοποιητικές εξηγήσεις;
Η ζωγραφική της Μαρίας Γιαννακάκη θίγει ακόμη το θέμα της αλλαγής: της προσωπικής αλλαγής, του γήρατος, της μεταβολής των σχέσεων, αλλά και μιας ολόκληρης εποχής. Μιας εποχής στην οποία η πραγματικότητα χάνει την αντικειμενικότητά της, σχετικοποιείται και διαμορφώνεται από τις ανεξάντλητες αποχρώσεις της ψηφιακής πραγματικότητας.
Έχουμε ανοίξει την πόρτα της τεχνητής νοημοσύνης κι αυτό δεν πρόκειται να αφήσει ανεπηρέαστη την τέχνη. Η Γιαννακάκη, αντιθέτως, είναι μια παθιασμένη δημιουργός που, καθώς πασχίζει να σπάσει καθεστηκυίες νόρμες και φόρμες της ζωγραφικής, αφήνεται στον θρίαμβο του υποκειμενισμού. Δεν τον φοβάται τον χρόνο, ούτε τις ρυτίδες του. Παίζει μαζί του, όπως το παιδί στην ακροθαλασσιά. Και τα έργα της επάνω στην άμμο είναι κάστρα παρηγοριάς.
Touching Distance στην γκαλερί StandinLine Artspace στη Λευκωσία, έως 4 Απριλίου. Για πληροφορίες: [email protected]