Χωρά όλη η Αθήνα σε 1.400 τετραγωνικά μέτρα; Το στοίχημα μιας έκθεσης αφιερωμένης στην πρωτεύουσα το κέρδισε η Εθνική Πινακοθήκη και, προσωπικά, η Συραγώ Τσιάρα. Η «Αστυγραφία», ουσιαστικά η πρώτη έκθεση με την οποία συστήθηκε στο τιμόνι της Πινακοθήκης η νέα της διευθύντρια, δεν ξετυλίγει μονάχα ευφάνταστα σελίδες της μετεμφυλιακής Αθήνας ως τη δεκαετία του 1970. Είναι και ένας τρόπος να γνωρίσουμε την Εθνική Πινακοθήκη αλλιώς.
Υπάρχουν τα μεγάλα έργα, αυτά που πρωτογνωρίζουμε στα σχολικά βιβλία και τις εθνικές εορτές, τα οποία συγκροτούν τον κόσμο μας κι αποτελούν σημεία αναφοράς του. Τα έργα αυτά, έξω από σχολές και τεχνοτροπικές καταβολές, αρθρώνουν τη ζωγραφική μας ιδιοπροσωπία, μια εθνική σχολή που παρουσιάζεται στους Έλληνες και ξένους φιλότεχνους όποτε επισκέπτονται την Εθνική μας Πινακοθήκη. Τα μεγάλα έργα, όμως, δεν τελειώνουν σε συγκεκριμένο χρόνο. Υπάρχουν οι περίφημοι δάσκαλοι του 19ου και του α’ μισού του 20ου αιώνα, όπως υπάρχουν και καλλιτέχνες που γεννήθηκαν στα χαλάσματα του Β’ Παγκοσμίου και του εμφύλιου πολέμου οι οποίοι με τη σειρά τους έγιναν δάσκαλοι στις νεότερες γενιές των καλλιτεχνών μας.
Το πρώτο έργο που παρουσιάζεται στην Αστυγραφία είναι του 1947, ενώ το τελευταίο του 1981. Από τους εβδομήντα οκτώ δημιουργούς (μακρά η λίστα με τα ονόματά τους) περισσότερα από 200 έργα με όλες τις τεχνικές – που σημαίνει ότι δεν βλέπουμε μόνο «τελαράδες» – συνθέτουν το «άστυ» και μας γνωρίζουν μια νέα Εθνική Πινακοθήκη, χωρίς καθόλου να υποσκάπτουν αυτή που γνωρίζουμε στους επάνω ορόφους του κτιρίου.
Έργο της Χρύσας Ρωμανού από την έκθεση «ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ/URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970»
Μακριά από κοινωνιολογικές ερμηνείες, η «χαρτογράφηση» που επιχειρείται δεν εκφεύγει των ορίων της υποκειμενικής προσλήψεως των καλλιτεχνών. Αυτό όμως αποτελεί και τη δύναμη της έκθεσης, αφού το έργο είναι το προϊόν της επαφής με το περιβάλλον – έργο που στο δημιουργό γίνεται το προϊόν μιας ανάγκης. «Η εκθεσιακή αφήγηση μετακινείται διαρκώς από τη μεγάλη στη μικρή κλίμακα, από την πανοραμική λήψη στο κοντινό πλάνο», αλιεύω από συνέντευξη της επιμελήτριας, «σαν μια ανοιχτή διαδρομή, όπως μια πόλη, όπου υπάρχουν οι πλατείες, οι λεωφόροι κλπ, δημιουργώντας μια συνθήκη ανοιχτής θέασης, ώστε περπατώντας ο επισκέπτης να κάνει τους δικούς του συνδυασμούς και ερμηνείες».
Η άπλα του χώρου, τα πολλά και διαφορετικά έργα και το εξαιρετικό εύρημα με κοσμαγάπητα αποσπάσματα από 22 ταινίες του ασπρόμαυρου ελληνικού κινηματογράφου, μπορούν να κινητοποιήσουν οποιοδήποτε θεατή ακόμη κι έναν μικρό στα χρόνια μαθητή που δεν έχει προσλαμβάνουσες από την εποχή.
Το βέβαιο είναι ότι η παρθενική παρουσία πολλών καλλιτεχνών με την αφορμή της έκθεσης, συνιστά συμβολική επανεκκίνηση του ιστορικού ιδρύματος. Η Πινακοθήκη ανοίγεται στο χρόνο κι αγκαλιάζοντας νεότερους δασκάλους, αιμοδοτείται με νέα έργα και φρέσκιες εκθεσιακές προτάσεις. Ενδεικτικά επισημαίνω τη Ρένα Παπασπύρου που παρουσιάζεται με παράλληλη ατομική έκθεση στο κτίριο της Πινακοθήκης (σε επιμέλεια Ελίζας Μπουράτση έως 16/06).
Έργο του Γιώργου Ιωάννου από την έκθεση «ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ/URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970»
Την ερχόμενη Κυριακή (28/1) έχουμε την ευκαιρία να δοκιμάσουμε με τη Συραγώ Τσιάρα μια νοερή διαδρομή στη νεότερη ελληνική τέχνη μέσα από τα έργα της «Αστυγραφίας». Θα γνωρίσουμε τους πολλούς και σημαντικούς δημιουργούς της, αλλά και συνθέσεις που στις σελίδες του λευκώματος ή της οθόνης δεν προσφέρουν την ίδια συγκίνηση. Κρατήστε κι αυτό: η ξενάγηση θα πραγματοποιηθεί με ταυτόχρονη διερμηνεία στη νοηματική για κωφούς και βαρήκοους.
«ΑΣΤΥΓΡΑΦΙΑ/URBANOGRAPHY. Η ζωή της πόλης τις δεκαετίες 1950-1970» έως 3/3
Κεντρική φωτ.: Έργο της Ρένας Παπασπύρου