Εν αρχή είναι ο Όμηρος. Αυτός δίδαξε ότι την πραγματικότητα τη συνθέτουν όχι απρόσωπα όντα και τυφλές δυνάμεις, αλλά τη συνθέτουν ήρωες, που θα πει συγκεκριμένα άτομα. Η πραγματικότητα είναι αυτό που η πράξη του ατόμου ορίζει, μια πράξη που πείθει και οδηγεί σε συνεργασία τους θεούς ή δεν τους πείθει και οδηγεί σε τιμωρία. Άρα η πράξη του ατόμου είναι το κλειδί για την ερμηνεία του κόσμου. Η πράξη είναι απρόβλεπτη, δεν είναι προβλέψιμη. Έτσι, ο κόσμος μας συντίθεται ουσιαστικά από το απρόβλεπτο των πράξεων.
Την πρώτη επαφή με τον Όμηρο είχε ο Σπύρος Μαντζαβίνος στην αγκαλιά του πατέρα. Δεν ήταν ούτε πέντε χρόνων, όταν το 1999, στον τελευταίο μεγάλο σεισμό της Αθήνας, θυμάται τη φωνή του έξω απ’ το σπίτι τους να αφηγείται τον Οδυσσέα. Μες στην αντάρα, εκείνος επικαλέστηκε τον ποιητή για ν’ αποκοιμίσει τον γιο του – πράξη κι αυτή ηρωισμού κι ας μην έχει σχέση με κατορθώματα της μάχης. Την σπουδή της Ιστορίας και το μοίρασμά της υιοθέτησε ο Σπύρος, όχι στις σχολικές αίθουσες, αλλά στις αφηγήσεις που γράφει, κινηματογραφεί, ζωγραφίζει και χαράζει. Έπειτα από δύο εκδοτικά πονήματα – στα σκαριά έχει άλλα δύο – κι ένα βραβευμένο ντοκιμαντέρ, πρωτοπαρουσιάζει μια σειρά από ζωγραφιές και χαρακτικά που μοιάζουν να συνέβησαν στη διάρκεια πανάρχαιων χρόνων, αλλά γεννήθηκαν απ’ αυτόν τον κόσμο, στις μέρες μας.
Ζωγραφική σε σχολές δεν έμαθε, αλλά την έφτιαχνε «από πάντα». «Πρώτη γραφή» που δεν αντικατέστησε, αλλά συνήθιζε να μεταφέρει στο περιθώριο των «επίσημων» σχολικών κειμένων και να τη χαρίζει σε φίλους. Μετωπικές μορφές, έλλειψη προοπτικής, έμφαση στα χέρια, πηγαίος εξπρεσιονισμός που παραπέμπει σε ό,τι αναγνωρίζουμε ως «ελληνικό» δείχνουν φανερά τις καταβολές του και, κυρίως, τούτο το δίδαγμα: πως πρέπει να είμαστε καχύποπτοι απέναντι σε κάθε αισθητισμό και ότι η φόρμα, η μορφή, πρέπει να έχουν τις ρίζες τους σε πολύ έντονα προσωπικά βιώματα.
Ο Μαντζαβίνος θέλει οι ζωγραφιές του να μοιράζονται σαν τα παραμύθια. Το γεγονός πως είναι αυτοδίδαχτος, το θεωρεί προσόν∙ μια φλέβα ακατέργαστη που δεν έχει σμιλευτεί με δόκιμους εικαστικούς τρόπους. Όσο κι αν το βλέμμα δεν είναι «αθώο», ο δικός του τρόπος είναι η προσπάθεια ενός ερασιτέχνη (ενός εραστή της τέχνης), ενός παθιασμένου αναγνώστη που γοητεύεται ψάχνοντας το τί πακτώνει ο μύθος. Γι’ αυτό και τα εργαλεία είναι «του χεριού του» – πενάκι, ξυλομπογιές, μαρκαδόροι και παστέλ –, για να μπορεί να ζωγραφίζει με τρόπο που παραπέμπει στην αυτόματη γραφή∙ «σχεδόν αντανακλαστικά, σχεδόν χωρίς σκέψη» εξηγεί.
Η γραφή και η ζωγραφική του συγχωνεύονται σε μια πράξη αδιάκοπης δημιουργίας, όπου το νόημα γεννιέται όχι από το αντικείμενο, αλλά από την ίδια τη ροή της γραμμής. Σάτυροι και Νύμφες, Ρηγάδες και Ντάμες, μυθολογικά και μειξογενή όντα, ο ίδιος ως Πάνας, συνθέτουν μια μυθολογία προσωπική. Τα πλάσματα αυτά αποκαλύπτονται σε σκηνές ερωτικές, συμβολίζοντας τον αισθησιασμό και τη ζωτική ενέργεια. Θιασώτης μιας διονυσιακής μεταφυσικής, ο Σπύρος Μαντζαβίνος σαρκώνει τους ήρωές του, με την παιδικότητα των νεοελληνικών παραμυθιών και την αρχαιοελληνική αντίληψη του χρόνου στο πλέξιμο παρόντος, παρελθόντος και μέλλοντος.
Η «γραμμή» του Σπύρου δεν περιορίζεται στην απλή χάραξη μιας μορφής επάνω στο χαρτί, αλλά λειτουργεί όπως οι λέξεις στο κείμενο: φορτισμένες με έννοιες, συναισθήματα και προσωπικές αφηγήσεις. Τραχιά καθώς γράφεται, έχει τη δική της ζωή, κινείται με την αμεσότητα της σκέψης και τη ρυθμικότητα της ανάσας, δημιουργώντας σύμβολα που μοιάζουν να ανήκουν σε ένα ακατάτακτο αλφάβητο. Κατσίκια και τζιτζίκια, εραστές και καπνιστές, όλοι μαζί δημιουργούν έναν διαρκώς εξελισσόμενο χάρτη της εσωτερικής του γεωγραφίας. «Είμαι αυτή η γραμμή» λέει εμφατικά.
Υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στα κείμενα και τις ζωγραφιές του, με τις δεύτερες να είναι ο μίτος που τον βοηθά να διαβαίνει στους διαδρόμους και τα μονοπάτια της συγγραφής χωρίς να τον καταπιεί ο μινώταυρος. Στις εικόνες του πρωτεύει ο ρυθμός, και όλα τα στοιχεία που συνθέτουν ένα έργο πρέπει σε αυτόν τον ρυθμό να υπακούσουν. Το ζητούμενο δηλαδή δεν είναι οι φκιασιδωμένες λεπτομέρειες, αλλά ο εσωτερικός ρυθμός του έργου. Οι μορφές αποκτούν το νόημά τους στο βαθμό που υποτάσσονται στον ρυθμό. Αυτό αποτυπώνεται και στη χαρακτική του έκφραση, καθώς η ταχύτητα και η ευελιξία στο λινόλεουμ το καθιστούν ιδανικό μέσο για την παραγωγή δυναμικών και άμεσων εικόνων.
Ένα φως μαύρο, πηχτό, περιλούζει τους μύθους του Μαντζαβίνου που τους απλώνει σαν ένα απέραντο και πανάλαφρο δίχτυ που περιβάλλει τον κόσμο, όπου το υπερφυσικό και το διονυσιακό είναι παρόντα, ζωντανά. Οπωσδήποτε, ο μύθος δεν είναι μια αφήγηση που κάποιοι κάπου διατύπωσαν κι έφθασε ως εμάς. Ο μύθος είναι ιζηματογενής: πακτώνει εμπειρίες και αντιλήψεις αμέτρητων αιώνων, είναι πεδίο όπου εναποτίθενται και συσσωματώνονται βιώματα ανθρώπων που τους χωρίζουν αιώνες. Αυτό δίνει στον μύθο μια διάσταση που δεν την υποψιάζεται κανένα άλλο είδος λόγου, καμιά άλλη μορφή τέχνης. Ίσως ο καλύτερος τρόπος για να συλλογιστούμε τους μύθους είναι να διηγηθούμε πάλι τα παραμύθια.
Γράφει ο ίδιος: «γνωρίζω πως η δημιουργία μοιάζει με καλλιέργεια καρπών σε καρπερό χωράφι που ζει πολύ πριν από σένα. Και αν δεν σπείρεις στο χωράφι της παράδοσης του τόπου σου –αν δεν αφήσεις τον τόπο σου να μιλήσει μέσα από σένα– τίποτα σπουδαίο ποτέ δεν θα βλαστήσει». Στο πατρογονικό ναυτικό κεφαλλονίτικο γένος – που επικαλείται με πάθος – μπορούμε να εξηγήσουμε τον νόστο για μια πατρίδα μυθική. Την ίδια που στα νερά της κοίταζε ο Οδυσσέας. Από το ημιυπόγειο όπου μένει στο Χολαργό –που μοιάζει με καρποφόρο χωράφι μέσα στη γη–, τον φαντάζομαι νυχτερινό ταξιδευτή να γράφει τα σημάδια του ανέμου στον ορίζοντα, έναν δημιουργό που «ζωγραφίζει όπως γράφει», όχι για να αποδώσει κάτι στατικό ή ολοκληρωμένο, αλλά για να καταγράψει την ίδια τη δίνη της ύπαρξης.
Η μυθολογία πρόσφερε στον Σπύρο Μαντζαβίνο έναν διαχρονικό καμβά πάνω στον οποίο μπορούσε να ταξιδέψει τα θεμελιώδη ερωτήματα του ανθρώπου. Αυτό του δίνει μια διάσταση που τον συνεπαίρνει: κάθε μύθος απαιτεί από τον αναγνώστη του ιδιαίτερη προσοχή κι επιμονή, ώστε να αποκαλύψει έστω κάποια από τα πολλά μηνύματα που στέλνει. Και –ποιος ξέρει;– μπορεί και η ανάγνωσή μας να είναι ένα μήνυμα κατατεθειμένο μέσα στο όχημα που διασχίζει τους αιώνες μεταφέροντας μια γνησιότητα απίστευτη: τη διάρκεια του ανθρώπινου, ακόμη και στην αντάρα και τον σεισμό.
Ο Σπύρος Μαντζαβίνος γεννήθηκε στις 14 Απριλίου του 1995. Σπούδασε Ιστορία και Αρχαία Ελληνικά στο Tϋbingen της Βάδης Βυρτεμβέργης και Σκηνοθεσία στην Σχολή Κινηματογράφου και Τηλεόρασης Σταυράκου. Το 2018 εξέδωσε την συλλογή διηγημάτων «Μνηστηροφονία και άλλες ιστορίες» από τις εκδόσεις Καστανιώτη, η οποία προτάθηκε για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα από το περιοδικό Κλεψύδρα και το βιβλίο «Ποδολάτρες» από τις εκδόσεις Πατάκη το 2025.
Έχει παραδώσει κύκλους σεμιναρίων με θέμα την αρχαία Ελληνική Μυθολογία και την αττική Τραγωδία. Έχει σκηνοθετήσει την ταινία «Πανελλήνιον», η οποία απέσπασε τρία βραβεία στο 26ο Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης: το βραβείο του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου για πρωτοεμφανιζόμενο σκηνοθέτη, το βραβείο της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών και το Ειδικό Βραβείο της Επιτροπής Νεότητας Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Κατάγεται από τα Κοριάννα της Κεφαλλονιάς.
Πολυχώρος Art Project Space: Φαλήρου 66, Αθήνα, Πλησίον ΕΜΣΤ | Σταθμός Metro FIX. Τα εγκαίνια της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν την Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου στις 19:00- 22:00, με διάρκεια έκθεσης έως τις 28 Φεβρουαρίου 2025.