«Μια ταινία δεν είναι ποτέ πραγματικά καλή, εκτός αν η κάμερα είναι το μάτι στο κεφάλι ενός ποιητή» (Orson Welles). Ποιητής εκείνος που δημιουργεί, εν προκειμένω συνθέτει το κινηματογραφικό υλικό· σαν μιλάμε για ντοκιμαντέρ, συνθέτει την πραγματικότητα ιδωμένη υπό το πρίσμα της ευαισθησίας ώστε να αναδειχθούν τα στοιχειώδη, τα βαρύνουσας σημασίας. Το επιτάσσει κι η σύγχρονη εποχή – την εύρεση σταθερότητας συνώνυμης του απάγκιου καθότι οι καταστάσεις ρευστές.
Ένα τέτοιο απάγκιο εντόπισε και κατέγραψε η κινηματογραφική ματιά των Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα, στο κέντρο της Αθήνας. Ένα καφενείο όπου πρωταγωνιστικό ρόλο δείχνει να έχει το σκάκι, ως μία τρόπον τινά μορφή αρένας επάνω στην οποία οι παίκτες εκφέρουν λέξεις άλλοτε για χαβαλέ, άλλοτε για μικροκαβγά ή συζήτηση· λέξεις από όσους γίνονται σύντροφοι σε ένα παιχνίδι κατά το οποίο η σταδιακή μετακίνηση των πιονιών και η έκθεση των σημαντικών αυτών (λ.χ. του βασιλιά και της βασίλισσας), αντιστοιχεί –συνυποδηλωτικά– στο σταδιακό ξεδίπλωμα του άλλου. Αυτό, αν δεχτούμε ότι ο κάθε άλλος με τον οποίο συναναστρεφόμαστε παρομοιάζεται με μία σειρά πτυχώσεων οι οποίες προσεκτικά ξετυλίγονται κατά το διάλογο.
Το ξεδίπλωμα –η παράθεση των σκέψεων και των συναισθημάτων των θαμώνων του καφενείου «Πανελλήνιον» από το οποίο δανείζεται το ντοκιμαντέρ τον τίτλο του– γίνεται σταδιακά καθώς βλέπουμε την ταινία, με την ουσία να εντοπίζεται στην απλότητα των λέξεων και την ειλικρίνεια, ως μία βαθιά επιθυμία των θαμώνων να μοιραστούν όσα τους απασχολούν ώστε να επέλθει κατανόηση. Κι η επίτευξη της κατανόησης ανάγεται σε μία μορφή ιερότητας, τονίζοντας την παντοδυναμία του μαζί, ενώ το βλέμμα των κινηματογραφιστών προσπαθεί να καταλάβει γιατί οι άνθρωποι αυτοί βρίσκονται στο καφενείο.
Από το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον». Πηγή φωτ.: Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Δυσφορώντας από την καθημερινότητα ή πληγωμένοι από τις πλευρές της, οι «μπαλωμένοι» από τα τροχοπέδη και τις πληγές, σαν εισέρχονται στο καφενείο βρίσκονται σε έναν ου χρόνο και ου χώρο καθώς «το καφενείο είναι ένας τόπος που αιωρείται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, ένα καταφύγιο στο οποίο συναντώνται άνθρωποι που έχουν ίδιες πληγές, ίδια προβλήματα, ίδια συναισθήματα με καθέναν από εμάς.
» Τους βλέπουμε σε ένα χώρο τον οποίον έχουν βρει να συνυπάρξουν, να δημιουργήσουν μία εκλεκτική συγγένεια με όσους έχουν τις ίδιες πληγές και σ’ αυτό το καφενείο αφήνονται να είναι ελεύθεροι» όπως μου αναφέρει ο Σπύρος Μαντζαβίνος και συνεχίζει: «οι άνθρωποι αναζητούν μία ίαση. Στο ντοκιμαντέρ, η ίαση είναι το καφενείο, το καφενείο είναι κι η αγάπη. Το σκάκι δεν είναι παρά η αφορμή, το φόντο. Οι άνθρωποι βρίσκονται στο καφενείο γιατί εκείνο που τους συνδέει είναι η αγάπη που αναπτύσσεται σταδιακά μεταξύ τους».
Ποια άλλη μέθοδος καταγραφής όσων συμβαίνουν σε ένα τέτοιο καφενείο, από «το ντοκιμαντέρ, το οποίο είναι η τέχνη της αγάπης. Αν δεν μπορείς να τους κοιτάξεις στα μάτια δεν μπορείς να τους νιώσεις, να τους καταλάβεις, να τους κινηματογραφήσεις», διευκρινίζει.
«Η ζωή μας είναι ένα μυστήριο που δεν μπορούμε να το μοιραστούμε» (από «Τα μοναχικά βήματα», Τ. Λειβαδίτης), η ίαση που προσφέρει η παραμονή στο καφενείο είναι προσωρινή αλλά αρκετή. Τυχόν αντιθέσεις απαλείφονται στο ντοκιμαντέρ και σε αυτό συμβάλει το ασπρόμαυρο χρώμα της ταινίας γυρισμένης με φιλμ super 8. Απουσία χρώματος υπογραμμίζεται ότι όλοι οι θαμώνες είναι ίσοι μεταξύ τους, καθώς εξαλείφονται οι ταυτότητες.
Το μαυρόασπρο συνάδει επίσης με αρνητικά φορτισμένη συναισθηματική κατάσταση, την απογοήτευση από τη σύγχρονη πραγματικότητα, αντικατοπτρίζει τη ρευστότητα της εποχής, ενώ ενέχει μία συσχέτιση με τα χρώματα που έχουν τα πιόνια του σκακιού. Οι σκηνές με χρώμα αποτελούν αναμνήσεις· συμβολικά, οι όμορφες στιγμές του παρελθόντος «χρωματίζουν» το παρόν.
Όσο για τη σκακιέρα, συναντάται καθόλη τη διάρκεια του ντοκιμαντέρ ακόμη κι αν η σκηνή δεν αφορά κάποια παρτίδα σκακιού. Ο λόγος για το κάδρο, το 1:33 που αφενός παραπέμπει στο περίγραμμα μίας σκακιέρας, είναι επίσης «το φορμάτ το οποίο προσιδιάζει στο ανθρώπινο πρόσωπο· το πρόσωπο κυριαρχεί, μπαίνει μπροστά γιατί όλη η ταινία είναι τα πρόσωπα στο καφενείο», επεξηγεί ο Σπύρος Μαντζαβίνος.
Από το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον». Πηγή φωτ.: Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Σε ένα τέτοιο κάδρο συναντάμε και τον μουσικό Βέντσισλαβ να υπογραμμίζει –μεταξύ άλλων– πως «δεν είμαστε τίποτα παρά παίκτες που παίζουμε σε ένα παιχνίδι, αλλά το παιχνίδι αυτό μπορεί να μην το παίζουμε εμείς», «ζούμε σε έναν κόσμο που κάνουμε αυτό που δεν θέλουμε. Εάν όλοι κάναμε (σ.σ αυτό που θέλαμε), ο κόσμος θα ήταν ένα ωραίο καφενείο».
Διατείνεται ότι «δεν είναι η υγεία, χαρά θέλει η ζωή», κι ότι «οι αναμνήσεις είναι μέσα μας και ζητούν να ζήσουν μία πραγματικότητα σε έναν πολιτισμό που δεν υπάρχει». Γιατί χάθηκε ο πολιτισμός ή τι έχει απομείνει από αυτόν; Η εικόνα του Βέντσισλαβ να παίζει πιάνο σε εξωτερικό χώρο και τον ήχο να διαχέεται μπορεί να ιδωθεί και ως η κραυγή για τον πολιτισμό που βάλλεται.
Τι απομένει, τι επίκειται; «Ε πως, αφού δεν έχουμε κάτι να ζεστάνει τις καρδιές μας», τονίζει. Η κρίση στον πολιτισμό είναι αμφίδρομη με την ανθρωπιά που βρίσκεται επίσης σε κρίση· αναζητείται η ανθρωπιά καθότι αδήριτης σημασίας.
Το πανοραμικής λήψης πλάνο με το οποίο ολοκληρώνεται η ταινία υπογραμμίζει την ανθρώπινη ανάγκη και ταυτόχρονα «σκουντά» το κοινό να συνειδητοποιήσει τι έχει παρακολουθήσει και να αναζητήσει το δικό του καταφύγιο. Αν μη τι άλλο, όσα καταγράφονται στο «Πανελλήνιον» δεν αφορούν μόνο τους θαμώνες του καφενείου –τα «μπαλώματα» των ανθρώπων κι η συναισθηματική ανάγκη για συντροφικότητα και κατανόηση διαπερνούν τους τοίχους ενός καφενείου. Είναι πανανθρώπινα και παντός καιρού.
«Τα πρόσωπα στο ντοκιμαντέρ γίνονται ήρωες βιώνοντας καθένας μία δική του ''κατάρα'': τη μοναξιά, την απώλεια, το πένθος, την κούραση της ζωής, τη φτώχεια, την απώλεια του έρωτα, τις δυσκολίες. Έπειτα εξυψώνονται μέσα από την αγάπη, τη συντροφικότητα, βρίσκουν καταφύγιο» καταθέτει ο Σπύρος Μαντζαβίνος, με τον Κώστα Αντάραχα να εστιάζει στους θαμώνες του καφενείου και το διαρκείας περίπου 30 ωρών κινηματογραφικό υλικό που συγκεντρώθηκε σε διάστημα πέντε ετών κατά τα οποία αμφότεροι είχαν επιδοθεί στις ανάγκες δημιουργίας του ντοκιμαντέρ.
Όπως ο κ. Αντάραχας σημειώνει, η εστίαση σε ορισμένα πρόσωπα προέκυψε από το συγκεντρωθέν υλικό, το ότι ορισμένα πρόσωπα υπήρχαν ως φόντο δεν αναιρεί την παρουσία τους.
Από το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον». Πηγή φωτ.: Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Σε σενάριο-σκηνοθεσία των Σπύρου Μαντζαβίνου και Κώστα Αντάραχα, παραγωγής Λεωνίδα Κωνστανταράκου, το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον» (81') από την Alaska Films συμμετέχει στο Διεθνές Διαγωνιστικό Πρόγραμμα Newcomers του 26ου Διεθνούς Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, από κοινού με ακόμη 11 ντοκιμαντέρ, εκ των οποίων τα δύο είναι δημιουργίες Ελλήνων σκηνοθετών.
Το ντοκιμαντέρ προβάλλεται, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, την Παρασκεύη 15/03/2024 στις 21:00 (Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, Αποθήκη 1) και το Σάββατο 16/03/2024 στις 13:00 (Αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, Αποθήκη 1, Λιμάνι). Είναι επίσης διαθέσιμη στο πρόγραμμα διαδικτυακών προβολών του Φεστιβάλ όπως και στο Τμήμα της Αγοράς του Φεστιβάλ.
Αναφορικά με τους υπόλοιπους συντελεστές του «Πανελλήνιον», στη διεύθυνση φωτογραφίας ο Γιώργος Κουτσαλιάρης, το μοντάζ είναι του Δημήτρη Πολύζου, η μουσική του Γιώργου Κοτταρίδη. Βοηθός σκηνοθέτη η Ελένη Τσέκερη, στη διεύθυνση παραγωγής ο Γιώργος Τσακίρης, συνεργάτης-παραγωγός ο Νίκος Μουτσέλος, color correction ο Σάκης Μπουζιάνης. Στον σχεδιασμό ήχου/μίξη ο Στέλιος Κουπετώρης, στην ηχοληψία οι Γιώργος Κερπελής και Νίκος Κωνσταντίνου.
Κεντρική φωτ.: Από το ντοκιμαντέρ «Πανελλήνιον». Πηγή φωτ.: Διεθνές Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης