Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι το κινηματογραφικό και λογοτεχνικό σύμπαν της συγγραφέως: το πάθος της για τον κινηματογράφο μέσα από τον γάλλο αγνώστου καταγωγής, αποσυνάγωγο, ντοκιμαντερίστα Γκασπάρ Φρενέλ, η λογοτεχνική δίψα της για όλο το μαυρόασπρο της ζωής μέσα από την ελληνίδα φοιτήτρια Λουκία Βακαρή, και οι στάσεις τους στα μεγάλα γεγονότα της ζωής: στο σινεμά και την αλήθεια του, στην ιστορία και τις συγκρούσεις της, στον έρωτά τους και στους μικρούς και μεγάλους θανάτους. Με το παρελθόν τους κεντρομόλο και φυγόκεντρη δύναμη διαρκώς και το πανταχού παρόν αναπάντεχο παράλογο. Επειδή «Το σημαντικό γεγονός υπάρχει. Είναι καταγραμμένο στις χαμένες μαρτυρίες των ανθρώπων».
Μαρία Γαβαλά «Ο μικρός Γκοντάρ», εκδ. Πόλις
«Αντιθέτως, τα ακροβατικά της Μικρομέγαλης, εκτυλίσσονταν πάντα σταθερά, χωρίς να της προκαλούν ζάλη, μαστιγώνοντας απτόητα το κενό και την καυτή άπνοια του μεσοκαλόκαιρου. Οι αεροτούμπες της δεν έλεγαν να τελειώσουν, κι εγώ, παρά την εκνευριστική επιμονή της να εκτελεί ξανά και ξανά τις μονότονες περιστροφές της σαν ανεμόμυλος, ένοιωθα τέτοια ηρεμία, γαλήνη και ασφάλεια κοιτάζοντάς τες, ώστε δεν ήθελα καθόλου να σταματήσει να τινάζεται ανάμεσα στα κλαδιά, ούτε σκόπευα να σηκωθώ να φύγω πρώτη. Λες κι είχα ανακαλύψει, ξαφνικά, ένα απάνεμο κολπίσκο απέναντι στην ανταριασμένη θάλασσα, που ευνοούσε την επιστροφή σε μια αμμουδιά των παιδικών μου χρόνων, απρόσιτη στα πραξικοπήματα και στις θύελλες».
Με φωτεινά ξέφωτα και εικόνες άλεφ, με κήπους γεμάτους οπωροφόρα δέντρα και με όλη την αποπνικτική σταθερότητα της Μεσογείτικης γης, η συγγραφέας Μαρία Γαβαλά εναγκαλίζεται την μεγάλη αγάπη της, τον κινηματογράφο, και στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Ο μικρός Γκοντάρ» ξαναγράφει τα σκοτεινά σημεία της ζωής: την δική μας επταετία, τον γαλλικό Μάη του ’68, σκηνές από τον πόλεμο στην Αλγερία, τις διαμαρτυρίες για τη γενοκτονία του λαού της Μπιάφρα, την σφαγή των αλγερινών διαδηλωτών στο Παρίσι τον Οκτώβριο του ’61, τους βίαιους εξισλαμισμούς στην Αφρική, το διατλαντικό δουλεμπόριο…
Καταγραφείς, οι δυο κεντρικοί ήρωες. Κατά κύριο λόγο, η αφηγήτρια Λουκία Βακαρή, ελληνίδα σπουδάστρια κινηματογράφου στο Παρίσι που ερωτεύεται και οδυνηρά αναζητά και συμπορεύεται με τον Γκασπάρ Φρενέλ, έναν φιλόδοξο, παράτολμο νέο γάλλο κινηματογραφιστή και ενηλικιώνεται στον απόηχο μεγάλων κοινωνικών αναταραχών.
Συνεκτικός κρίκος τους, το εκ διαμέτρου διαφορετικό οικογενειακό παρελθόν τους. Ο Γκασπάρ παιδί αγνώστων γονιών και ενδεχομένως αληθινής καταγωγής, η Λουκία γόνος παρηκμασμένων αστικών οικογενειών, το ερειπωμένο εργοστάσιο του παππού της εκ μέρους της μητρός, το παραιτημένο οινοποιείο από την πλευρά του πατρός. Αλλά και η γόησσα μάνα που φεύγει κι επιστρέφει, ο παραιτημένος οδοντίατρος πατέρας, ο ανοϊκός παππούς, ο θείος αλλά και νονός της Στέφανος, δίδυμος αδελφός του πατρός και σχεδόν μόνιμος τρόφιμος στα ξερονήσια.
Και οι ανάγκες τους: η κινηματογραφική δίψα του Γκασπάρ, μικρού Γκοντάρ, όπως ειρωνικά αποκαλεί η μητέρα της Λουκίας, η αέναη αναζήτησή του έστω και για ψήγματα από την χαμένη αλήθεια. Και η δική της εμμονή με ό,τι πιο σκοτεινό, από τους κλοσάρ του Παρισιού μέχρι το ανταριασμένο σταυρόλεξο της καρδιάς του Γκασπάρ.
Η ιστορία διαδραματίζεται στο Παρίσι και την Αθήνα κατά τα τέλη της δεκαετίας του ’60. Συγκεκριμένα τις χρονιές ’69, ‘70, με παντού ψήγματα από τετελεσμένα ή εξελισσόμενα ακόμα τα τραγικά γεγονότα. Οι συγκυρίες, ο τόπος, ο χρόνος και οι προσλαμβάνουσες του καθενός ανοιχτές και απολύτως σεβαστές από την αφηγήτρια και τον «μικρό Γκοντάρ» που προσπαθούν να αποτυπώσουν το σύνολο ή μέρος της αλήθειας, μέσα από το τετράδιο ή την κάμερα, οι προβληματισμοί και οι σκέψεις τους για την κινηματογραφική αλήθεια. Με κοινή την πρωταρχική αγωνία:
«Ελπίζω να μην ξέχασα τα βασικά, διότι όλο και κάτι θ’ άφησα απέξω, κάτι θα λείπει, άνθρωποι είμαστε δεν είμαστε Θεοί, άνθρωποι, απλοί άνθρωποι, όμηροι του αδύνατου και του ανολοκλήρωτου».
Η σχεδόν υπαρξιακή αγωνία, κινηματογραφική οπτική του Γκασπάρ: «Δεν με νοιάζει τόσο η ποιητική αίσθηση ούτε και η κινηματογραφική κριτική, αλλά πώς θα αποδώσω το ενδιαφέρον μου για τις ψυχές που χάθηκαν. Η συλλογική αμνησία είναι που μ’ εξοργίζει, δεν μ’ ενδιαφέρει η παρηγοριά μέσα από λόγια και δάκρυα, αλλά πώς θα συμβάλω ώστε οι σκιές των νεκρών να επιστρέψουν λιγότερο θλιμμένες στους τάφους τους».
Η ατμοσφαιρική κινηματογραφική οπτική της συγγραφέως που ωστόσο αγγίζει και τα απύθμενα ανθρώπινα βάθη. Ο τρόπος της να επικεντρώνεται στο ελάχιστο και να φωτίζει το σύμπαν εντός του. Η ευαισθησία και η οξυδέρκεια της ματιάς της να ανακαλύπτει τα πάντα από τη λεπτομέρεια.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι αυτό το μυθιστόρημα είναι το κινηματογραφικό και λογοτεχνικό σύμπαν της συγγραφέως: το πάθος της για τον κινηματογράφο μέσα από τον γάλλο αγνώστου καταγωγής, αποσυνάγωγο, ντοκιμαντερίστα Γκασπάρ Φρενέλ, η λογοτεχνική δίψα της για όλο το μαυρόασπρο της ζωής μέσα από την ελληνίδα φοιτήτρια Λουκία Βακαρή, και οι στάσεις τους στα μεγάλα γεγονότα της ζωής: στο σινεμά και την αλήθεια του, στην ιστορία και τις συγκρούσεις της, στον έρωτά τους και στους μικρούς και μεγάλους θανάτους. Με το παρελθόν τους κεντρομόλο και φυγόκεντρη δύναμη διαρκώς και το πανταχού παρόν αναπάντεχο παράλογο. Μια καταφατική στάση ζωής αφού έχει γνωρίσει και «κινηματογραφήσει» προηγουμένως όλα τα σκοτάδια της.
Με ιδιαίτερη μνεία στους πρωταγωνιστικούς και δευτεραγωνιστικούς χαρακτήρες της, δίχως επίθετα, αλλά ωστόσο σκιτσαρισμένη έως και την πραγματική λεπτομέρεια, και στο επιδέξιο και αριστοτεχνικό «μοντάζ» των σκηνών της, τα φλας μπακ και το δημόσιο στο ιδιωτικό αποτελούν ένα αδιάσπαστο κι αδιαίρετο, η συγγραφέας αντιδιαστέλει διαρκώς το μεγάλο της ζωής και της τέχνης με το μικρό κι ανολοκλήρωτο τραγικό ανθρώπινο μέγεθος. Το δικό μας ντοκιμαντέρ στην μεγάλου μήκους ταινία του Κόσμου.
Η κινηματογραφική μνήμη του κόσμου μέσα από την λογοτεχνική αφηγηματική δεινότητα της Μαρίας Γαβαλά, θα μπορούσε να πει κανείς. Επειδή «Το σημαντικό γεγονός υπάρχει. Είναι καταγραμμένο στις χαμένες μαρτυρίες των ανθρώπων».
Έχω πολλούς λόγους να χαθώ σε βραγιές του βιβλίου. Η συγγραφέας διασώζει τους πάντες, τον Αβυσσηνία με τον οποίο όλους μας τρόμαξαν, την διχάλα του δέντρου που υπήρξε το άλεφ και το δικό μας μικρό παρατηρητήριο του Κόσμου, το αντιφατικό να μας πνίγει εκείνο που αποτελεί και την κεντρική ρίζα μας, αλλά ο στόχος της πια είναι άλλος. Διότι μπορεί να ξεκίνησε από την «Κυρία του σπιτιού» αλλά πια έχει φτάσει στον «Κόκκινο σταυρό» της.